Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 4


Η Μαργαρίτα είχε κατέβει στο ημιυπόγειο για να βρει ένα φακό. Εδώ και λίγες ώρες έβρεχε καταρρακτωδώς και τα τελευταία μόλις λεπτά ένας κεραυνός χτύπησε την κεραία της τηλεόρασης τους με αποτέλεσμα να πέσει το ρεύμα. Ήταν μόλις δέκα τέσσερα και οι γονείς της την είχαν αφήσει με τη γιαγιά της στο σπίτι για να πάνε σε ένα πάρτι που διοργάνωνε η εταιρεία του πατέρα της στο όνομα μιας σημαντικής δουλειάς που είχαν κλείσει.
Δεν είχε κατέβει ποτέ ξανά μόνη της εκεί. Οι ιστορίες για μπαμπούλες και διάφορα άλλα μυθικά τέρατα που διάβαιναν τις πύλες του κάτω κόσμου την περίοδο των Χριστουγέννων για να πάρουν πίσω μαζί τους τα κακά παιδιά, ήταν κάτι που ακόμα δεν μπορούσε να ξεπεράσει. Κάθε φορά που πλησίαζε την πόρτα του ημιυπόγειου (καθώς ήταν γνωστό ότι τους άρεσαν να τρυπώνουν σε σκοτεινά μέρη) ένιωθε ανατριχίλα να διαπερνά κάθε εκατοστό του σώματος της.
Όμως έπρεπε να πάρει το φακό.                                                                           
Άνοιξε την πόρτα προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο για να μην τα ενοχλήσει και κατέβηκε αργά τα σκαλιά. Όταν έφτασε στο κεφαλόσκαλο, έψαξε με το βλέμμα της τα ράφια στον απέναντι τοίχο. Εντόπισε το φακό και με γρήγορα πλέον βήματα κατευθύνθηκε προς τη ραφιέρα από όπου τον άνοιξε.
Με την άκρη του ματιού της, είδε μια σκιά να κινείτε μακριά από το φώς. Με τρεμάμενα γόνατα, κατευθύνθηκε προς το μέρος όπου η σκιά χάθηκε, πίσω από μερικά βαρέλια κρασί.
Ένα τρομαγμένο πλάσμα που έμοιαζε με άνθρωπο είχε στριμωχθεί σε μια γωνία. Γύρω του υπήρχαν αποφάγια από ωμό κρέας και λιμνούλες από χυμένο κρασί. Ήταν άσχημο και μικροκαμωμένο. Από τη μέση και κάτω έμοιαζε με κάποιου είδους ζώο την ταυτότητα του οποίου δεν της ήταν εύκολο να προσδιορίσει, ενώ από τη μέση και πάνω έμοιαζε με έναν ιδιαίτερα τριχωτό άνθρωπο.
 Η Μαργαρίτα το έβαλε στα πόδια φωνάζοντας. Δεν ήταν σίγουρη αν το πλάσμα αυτό είχε μαλλιά ή χαίτη, το χαρακτηριστικό όμως που δε θα κατάφερνε να διώξει εύκολα από τις αναμνήσεις της, ήταν τα κατάμαυρα μάτια του.
Ο καλικάτζαρος, φοβισμένος από τις φωνές, έφυγε από τη γωνιά του και αφού περιπλανήθηκε για λίγο αναποφάσιστος, σκαρφάλωσε στο ανοιχτό παράθυρο που απείχε λίγα μόλις εκατοστά από το ταβάνι.
Η βροχή ήταν πολύ δυνατή και δεν μπορούσε να δει καθαρά. Πήδηξε τη μάντρα, μπορούσε ακόμα να ακούσει τις ομιλίες της κοπέλας με τη γιαγιά της. Γύρισε δειλά το κεφάλι του και είδε τους πίδακες φωτός που ξεπρόβαλαν από τους φακούς και στόχευαν εκείνον. Άρχισε να τρέχει πανικόβλητος, ένα απότομο φρενάρισμα από αυτοκίνητο τον έκανε να προσέξει για πρώτη φορά το αμάξι που έρχονταν κατά πάνω του. Πήδησε στο καπό του και έπειτα κατρακύλησε στην άσφαλτο.
Σηκώθηκε στα γρήγορα και συνέχισε να τρέχει. Ομιλίες και ήχοι στοίχειωναν τώρα το μυαλό του. Έστριψε σ’ ένα στενό -δεν ήξερε αν ήταν το πρώτο ή το τρίτο- και κατέληξε σε μία έρημη παιδική χαρά. Κάθισε να την επεξεργαστεί και αφού σιγουρεύτηκε πως κανείς δεν τον είχε ακολουθήσει, πήγε με αργά βήματα στο μήλο όπου και κάθισε. Η βροχή δε σου επέτρεπε να διακρίνεις το δάκρυ που κύλησε στο πρόσωπο του αλλά δεν μπορούσε να κρύψει την θλίψη στα μάτια του...
***

«Τί νομίζεις ότι κάνεις;» ο Χάρης ρώτησε την Ήβη επιφυλακτικά. Εδώ και λίγες εβδομάδες είχαν συμφωνήσει να συνεργαστούν και τώρα βρισκόντουσαν στο γυμναστήριο της σχολής όπου και λάμβαναν χώρα οι προπονήσεις τους. Το αγόρι είχε κλέψει τα κλειδιά από τον κύριο Αντρέα και είχε βγάλει αντικλείδι για τους σκοπούς των προπονήσεων τους.
Η Ήβη είχε φτάσει εκεί πριν από εκείνον προσπαθώντας να θυμηθεί τα όσα είχαν πει στο προηγούμενο μάθημα τους. Όμως δεν τα πήγαινε και πολύ καλά, έτσι αποφάσισε πως θα αξιοποιούσε καλύτερα το χρόνο της αν εξασκούταν στο τάε κβο ντο. Ο Χάρης την είχε πετύχει πάνω σε μία παράδοξη κλοτσιά που εκτελούταν στον αέρα και που κατέληξε με εκείνη να σωριάζεται με πάταγο στο πάτωμα. Παρόλο που της άρεσε το άθλημα, δεν ήταν από τις καλύτερες μαθήτριες. Αλλά ίσως θα είχε καταφέρει μία πιο ομαλή προσγείωση αν δεν ερχόταν προ εκπλήξεως από την παρουσία του εκεί.
«Εξασκούμε.» είπε μέσα από τα δόντια της ενώ σηκωνόταν και πάλι όρθια. Είχε όμως γυρίσει τον αστράγαλο της και έχασε την ισορροπία της. Ο Χάρης ήταν εκεί για να την κρατήσει ενώ γονάτισε μπροστά της για να εξετάσει τον αστράγαλο της ενώ την άφησε να στηριχτεί στους ώμους του για να μην πέσει και πάλι. Αφού ψαχούλεψε για λίγο το πόδι της, σηκώθηκε και απομακρύνθηκε αφήνοντας τη να σταθεί μόνη της.
«Δεν είναι τίποτα… και είμαι σίγουρος ότι εγώ δε σου έδειξα πώς να κάνεις τίποτα τέτοιο.»
«Είναι τάε κβο ντο.» μουρμούρισε θορυβούμενη από την απάθεια του.
«Ξέρω τι είναι… ή τουλάχιστον ξέρω το άθλημα το οποίο νομίζεις ότι κάνεις, αλλά είναι αχρείαστο.»
«Όχι, δεν είναι. Δεν μπορούμε να χρησιμοπο…»
«Αν οι Άβετορ αποφασίσουν να κάνουν κάτι μπροστά σε ανθρώπους, θα φροντίσουν να σκοτώσουν κάθε μάρτυρα και μετά εσύ θα μείνεις με τα ακροβατικά σου. Και πίστεψε με, αυτά δε θα σε βοηθήσουν σε τίποτα.» τη διέκοψε.
«Εξυπνάκια.» είπε κάνοντας μία γκριμάτσα πίσω από την πλάτη του.
«Γιατί δεν το πάμε από εκεί που μείναμε χθες;» είπε αψηφώντας το σχόλιο της με ένα ευγενικό χαμόγελο. Κάθε φορά που του πέταγε μπηχτές εκείνος έκανε ακριβώς το ίδιο. Δεν ήξερε αν αυτή του η αντίδραση έκανε την παράδοξη εκείνη έλξη της για εκείνον μεγαλύτερη ή απλά την εκνεύριζε.
«Έχω χτυπήσει τον αστράγαλο μου, δεν μπορείς να μου δώσεις πρώτα πέντε λεπτά να καθίσω;» η γκρίνια της έδειχνε να αποδιοργανώνει το αγόρι που δεν ήξερε πως να αντιδράσει.
«Υποθέτω…» μουρμούρισε ενώ ακούμπησε με την πλάτη του στον τοίχο και έμεινε να την κοιτάζει. Η Ήβη κάθισε ξανά στο πάτωμα απ’ όπου έτριψε τον αστράγαλο της.
«Ρώτα.» ο Χάρης την κοιτούσε επιφυλακτικά ενώ φρόντιζε να μην αφήσει το βλέμμα του για πολύ ώρα επάνω της, κάτι που έκανε την Ήβη να υποθέσει ότι δίσταζε να τη ρωτήσει κάτι.
«Είσαι πάντα τόσο δύστροπη;» της είπε χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις.
«Είσαι πάντα τόσο απότομος;» αντέτεινε ενοχλημένη.
«Ναι.» η ευθύτητα του την ξάφνιασε, έτσι έστρεψε το βλέμμα της αλλού και του έδωσε την απάντηση που της είχε ζητήσει.
«Δε γκρινιάζω… μερικές φορές παραπονιέμαι, αυτό είναι όλο.»
«Μάλιστα.»
«Τί θα πει αυτό;»
«Τίποτα.» βιάστηκε να απαντήσει.
«Έλα τώρα!»
«Ξέχνα το, δεν έπρεπε καν να ρωτήσω.»
«Ναι, αλλά ρώτησες.»
«Ο Γιάντης μιλάει συχνά για εσένα. Καταντάει κουραστικό αν σκεφτείς ότι μένω στο ίδιο δωμάτιο με εκείνον.» άλλαξε θέμα. Ο Γιάντης ήταν το πρώην αγόρι της. Έβγαιναν για μία εβδομάδα προτού η Ήβη του ζητήσει να χωρίσουν. Ήταν αμέσως μετά από το θάνατο της μητέρας της και του καλύτερου της φίλου. Το αγόρι είχε παραμείνει φίλος της αλλά μόνο επειδή η Καίτη έδειχνε να τα πηγαίνει ιδιαίτερα καλά μαζί του. Όσο αφορούσε την Ήβη, την άφηνε παγερά αδιάφορη. Η Άννα πρέπει να της είχε αναφέρει πως ο Χάρη τώρα μοιράζονταν το δωμάτιο του μαζί του, αλλά δε είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία σε αυτήν την πληροφορία μέχρι τώρα.
«Θέλω να ξέρω τι λέει;» τον ρώτησε διστακτικά.
«Δε νομίζω ότι πρέπει να σου πω, θα σου άρεσε η Καίτη να έλεγε τα δικά σου μυστικά σε τρίτους;»
«Τότε γιατί το ξεκίνησες;»
«Γιατί ήθελα να αλλάξω θέμα, ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό.»
«Αποστολή εξετελέσθη λοιπόν.»
«Γιατί τον παράτησες; Απ’ ότι μου είπε τα είχατε μόνο για μία εβδομάδα.»
«Κοίτα, δε νοιώθω άνετα να μιλάω γι’ αυτά τα πράγματα. Και σίγουρα όχι με εσένα. Αλλά με τον Γιάντη δεν είχα ποτέ τίποτα, απλά ψαχνόμουν και εκείνος… ήταν εκεί. Τα χαλάσαμε γιατί όταν πέθανε η μητέρα μου και ο… τέλος πάντων, από μία στιγμή και μετά τίποτα δεν έμοιαζε να έχει σημασία.»
«Ναι, ξέρω πως είναι αυτό.» μουρμούρισε βυθισμένος στις σκέψεις του. «Η Καίτη μου έχει πει για τη μητέρα σου και τον Μάρκο, δεν υπάρχει λόγος να κρύβεσαι.»
«Δεν κρύβομαι… και δεν έπρεπε να σου είχε μιλήσει.»
«Επειδή δε με εμπιστεύεσαι.»
«Όχι, επειδή είναι προσωπικά δεδομένα που πονάνε ακόμα και θέλω να είμαι εγώ αυτή που θα μοιραστεί αυτό το κομμάτι με… οποιονδήποτε άλλο. Πάει καιρός από τότε που… ξέρεις, έχασες την αδερφή σου;»
«Αυτά είναι προσωπικά δεδομένα.» την πείραξε. «Ναι.» κατένευσε μετά από ένα ζαβολιάρικο χαμόγελο.
«Πονάει ακόμα;»
«Ναι. Τώρα σήκω για να συνεχίσουμε, τα πέντε λεπτά σου πέρασαν.»
«Είσαι σίγουρος ότι δε σου ξέφυγε κανένα δευτερόλεπτο;» γκρίνιαξε.
«Αν θέλεις κάποιον να σε καλοπιάνει, μίλα με τον ξάδερφο σου. Αλήθεια, πως πάει με αυτόν;»
Είχαν περάσει λίγο περισσότερο από δύο μήνες από τότε που η Ήβη άρχισε να εξασκείτε με τον Γαβριήλ, αλλά μόνο την τελευταία εβδομάδα είχε αρχίσει να βλέπει αποτελέσματα.
Τα πρώτα μαθήματα ήταν τα πιο δύσκολα, έπρεπε να αδειάσει το μυαλό της για να μπορέσει να φτάσει στον κόσμο των πνευμάτων. Όμως το πρώτο κομμάτι από μόνο του δεν ήταν όσο εύκολο όσο ακουγόταν. Πολλές φορές χρειάστηκε να μείνουν ξάγρυπνοι όλο το βράδυ. Οι βαθμοί της είχαν χειροτερεύσει και η γιαγιά της φάνταζε ιδιαίτερα καχύποπτη σε κάθε της κίνηση.
Δεν της είχε πει τίποτα για τα μαθήματα που έκανε, ήξερε πως δε θα της άρεσε καθόλου και δε θα σταματούσε μόνο στο να εκφράσει την αντίρρηση της. Θα προσπαθούσε να την αποθαρρύνει από τα μαθήματα ή θα απειλούσε τον ξάδερφο της. Ήξερε πως μπορούσε να βασίζετε σε εκείνον, αλλά δεν ήθελε να του δημιουργήσει προβλήματα.
Ο Γαβριήλ ήταν αυτός που την είχε συμβουλέψει να δεχτεί την πρόταση του Χάρη εξ αρχής. Έτσι θα μπορούσε να τον έχει από κοντά και συγχρόνως να μαθαίνει από αυτόν καθότι φαινόταν να ξέρει (και ήταν σε θέση να μάθει) πολλά σχετικά με τους Άβετορ. Αλλά της είχε επιστήσει την προσοχή για την πιθανότητα να την προδώσει. Το ενδεχόμενο αυτό ωστόσο δεν την εμπόδισε ιδιαίτερα από το να τον ερωτευθεί. Κάτι για το οποίο κατηγόρησε τη στενή επαφή που διατηρούσαν τελευταία. Όταν το συνειδητοποίησε προσπάθησε να τον αποφύγει. Αλλά υπήρχε ένα κομμάτι μέσα της που δεν της το επέτρεψε.
Άλλωστε το αγόρι μαζί με την Άννα και την Καίτη την είχαν υποστηρίξει πολύ περισσότερο απ’ ότι η Ήβη μπορούσε να φανταστεί, παραμερίζοντας το φόβο (και την κρυφή της ελπίδα) ότι θα επέλεγαν να μην ανακατευτούν σε αυτό. Συχνά τσάκωνε τον εαυτό της να σκαρφίζεται σενάρια. Κανένα από αυτά όμως δεν είχε καλό τέλος εφόσον κατέληγαν στο θάνατο των φίλων της με το αγόρι που αγαπούσε να την προδίδει αποκαλύπτοντας έτσι πως η μεριά που υποστήριζε από την αρχή δεν ήταν η δική της.
 Οι προσπάθειες της είχαν αποδώσει επιτέλους καρπούς. Ήταν Παρασκευή βράδυ και για ακόμη μία φορά βρισκόταν στο γραφείο του Γαβριήλ. Ο άντρας είχε άσχημη μέρα έτσι ξεκίνησαν χωρίς την καθορισμένη τους ψιλοκουβέντα.
 Όλα γύρω της έμοιαζαν έρημα, σκοτεινά. Όμως δεν ήταν το σκοτάδι που τη φόβιζε. Δεν μπορούσε να το δει, αλλά το ένιωθε. Υπήρχαν πολλά περισσότερα σε αυτό το μέρος από αυτά που τα μάτια της μπορούσαν να δουν. Έκανε μερικά βήματα και άρχισε να επεξεργάζεται το μέρος γύρω της. Δεν υπήρχαν πολλά πράγματα, μονάχα μερικά συντρίμμια και επτά πέτρινες πύλες οι θέσεις των οποίων δεν πρέπει να είχαν κάποια λογική σειρά ενώ έμοιαζαν να βρίσκονται εκεί από τις απαρχές του κόσμου.
Ένας θόρυβος, σα γρήγορος βηματισμός πάνω σε νερό την έκανε να σταματήσει. Κοίταξε ολόγυρα αλλά δε βρήκε την εστία του θορύβου, έτσι συνέχισε. Μετά από λίγο ο δρόμος χωρίζονταν σε δύο μονοπάτια, κανένα από τα δύο όμως δεν έδειχνε να οδηγεί πουθενά. Το κρύο την περόνιαζε και ήταν μπερδεμένη. Υποτίθεται ότι το να καταλήξει σε εκείνο το μέρος ήταν ο στόχος της, αλλά τώρα έμοιαζε ανούσιος. Υποτίθεται πως αν τα κατάφερνε, θα έπαιρνε απαντήσεις αλλά δεν υπήρχε κανείς εκεί για να της τις δώσει.
Τη σιωπή έσπασε μια φωνή.
«Λαγουδάκι μου; Εσύ είσαι;» μια πολύ γνώριμη φωνή.
Μόνο η μητέρα της τη φώναζε έτσι. Γύρισε με κομμένη την ανάσα και είδε την Βαλεντίνη να στέκεται απέναντι της. Έμοιαζε τόσο ζωντανή, όπως την τελευταία φορά που την είδε.
Όμως αυτό ήταν μονάχα για μία στιγμή.
«Μαμά;»
Όλα γύρω της χάθηκαν. Στεκόταν στο σκοτάδι. Από το πουθενά, εμφανίστηκε η μορφή ενός άντρα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν τραβηγμένα ενώ ήταν παχουλός και κοντός.
«Το κοριτσάκι θέλει τη μανούλα του;» η φωνή βγήκε από τα χείλη του τσιριχτή και της προκάλεσε ρίγη.
«Ποι... πού πήγε η μητέρα μου; Ποιός είσαι εσύ;» ένιωσε σα να την είχε βρει μόνο και μόνο για να τη χάσει ξανά. Τη στιγμή εκείνη που η Βαλεντίνη στάθηκε για μια ακόμη φορά απέναντι της, η Ήβη ένιωσε πως δεν ήταν δυνατό να είχε συμβεί τίποτα από τα δρώμενα των περασμένων χρόνων.
 Τσάκωσε τον εαυτό της να φοβάται, αλλά δεν ήξερε αν αυτό οφειλόταν στη θέα του άντρα απέναντι της ή το κενό που τόσο ξαφνικά κατέλαβε το στήθος της και την κατάπινε. Θα ορκιζόταν ότι μετά από τόσο καιρό, είχε ξεπεράσει αυτό το στάδιο της απώλειας. Αλλά τώρα ήξερε πως αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ, πως αυτή η τρύπα θα ήταν πάντα μέρος της ψυχής της.
«Τώρα προσβάλεις τα αισθήματα μου. Τί;Δε σου κάνω εγώ δηλαδή;» της είπε ειρωνικά. Πριν όμως η Ήβη προλάβει να απαντήσει, εκείνος τυλίχτηκε σε μαύρο πυκνό καπνό και χάθηκε μέσα σε αυτόν προτού στραφεί εναντίον της με ορμή. Το χέρι της πήγε μηχανικά στην τσέπη της όπου περίμενε να βρει το ραβδί της, όμως δεν ήταν εκεί.
Σηκώθηκε με ένα τίναγμα από το πάτωμα της αίθουσας των φίλτρων. Ο Γαβριήλ ήταν ήδη στο πλάι της κρατώντας ένα κομμάτι σοκολάτας και προσπαθώντας να την ηρεμήσει.
«Ησύχασε.» ψιθύρισε στο αυτί της.
«Τί...;» δεν αισθανόταν καθόλου καλά. Το στομάχι της είχε δεθεί κόμπος, ανακατευόταν και ζαλιζόταν.
«Τα κατάφερες.» της είπε με ένα στραβό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του.
«Δε θα το έλεγα.» του απάντησε πικρόχολα.
«Τί εννοείς;» η Ήβη του εξήγησε στα γρήγορα θέλοντας να πάει να ξεκουραστεί.
«Ίσως είναι κάποια δοκιμασία.» είπε πιο πολύ στον εαυτό του παρά σ’ εκείνη.
«Δεν ξέρω, αλλά δεν έχω άλλη αντοχή για σήμερα.» γκρίνιαξε.
«Λογικό. Πήγαινε να ξεκουραστείς, το χρειάζεσαι.» της είπε χαμογελώντας της ξανά.
«Καληνύχτα Γαβριήλ.» είπε ενώ έκανε μεταβολή για να φύγει.
«Καληνύχτα λαγουδάκι μου.»
«Πώς με είπες;» η Ήβη γύρισε να τον κοιτάξει αλλά ο Γαβριήλ έμοιαζε το ίδιο μπερδεμένος με εκείνη.
«Δε σε... απλώς είπα καληνύχτα.» το κορίτσι δεν επέμεινε. Το μυαλό της της έπαιζε παιχνίδια, ήταν αργά και ήταν κουρασμένη. Έτσι, χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις, ξεκίνησε για το δωμάτιο της.
Όμως δεν έφτασε μέχρι εκεί. Ένα από τα παράθυρα στους διαδρόμους είχε ξεχαστεί ανοιχτό και η μυρωδιά από το βραδινό αεράκι τρύπησε τα ρουθούνια της. Έτσι αποφάσισε να κάνει μία βόλτα στην αυλή. Τότε άκουσε τον κύριο Αντρέα να κάνει τη βάρδια του και έτρεξε να κρυφτεί πίσω από τις τριανταφυλλιές του.
Εκεί όμως έπεσε πάνω στον Χάρη, εκείνος της κράτησε το στόμα κλειστό για να μη φωνάξει και έμεινε να την κρατάει μέχρι να ακούσει τον ηλικιωμένο άντρα να απομακρύνεται. Μετά έκανε το πρώτο βήμα και πρόδωσε τη θέση του για να εξετάσει το πεδίο. Η Ήβη τον ακολούθησε όταν το αγόρι της έκανε σινιάλο και βάλθηκε να περπατήσει στο πλευρό του. Στην αρχή κανείς τους δε μιλούσε αλλά η Ήβη έσπασε στο τέλος τη σιωπή.
«Λοιπόν, τί κάνει εσύ εδώ; Σε είχα για εκείνους τους μοναχικούς τύπους αλλά όχι από εκείνους που κάνουν βόλτες τα βράδια.»
«Αλήθεια;»
«Ναι, είχα σχηματίσει μία εικόνα με εσένα να κάθεσαι μπροστά από το ανοιγμένο σου παράθυρο με ένα ποτήρι ουίσκι να αγναντεύεις το φεγγάρι.» τον πείραξε. Εκείνος της χαμογέλασε αλλά δεν ανταπέδωσε. «Ξέρεις, επιβαρύνεις τη θέση σου… Όταν σε πειράζω και δεν αντιδράς. Με κάνεις να θέλω να σε τσιγκλήσω μέχρι να κάνεις κάτι… ο, τιδήποτε.»
«Καλή τύχη με αυτό.»
«Σοβαρά τώρα, τί κάνεις εδώ έξω.»
«Κάνεις πάντα τόσες πολλές ερωτήσεις;»
«Ναι.» του απάντησε χωρίς να το σκεφτεί.
«Είναι ωραία βραδιά και βαριόμουν την πολυλογία του δικού σου. Αλλά μάλλον το έχετε κοινό αυτό.»
«Δεν είμαι πολυλογού!» αντέτεινε θιγμένη. «Και ο Γιάντης δεν είναι δικός μου.» η μόνη απάντηση που πήρε όμως ήταν ένα απροσδιόριστο βλέμμα. «Ωραία λοιπόν, τί θέλεις να κάνουμε;»
«Απλά... περπάτα μαζί μου. Χρειάζεται πάντα να μιλάμε;»
«Έχεις δίκιο, δεν χρειάζεται.» και έτσι κύλισαν τα επόμενα πέντε λεπτά. Η Ήβη κοιτούσε τον ουρανό και χάζευε τον κήπο του κύριου Αντρέα που έμοιαζε μαγικός κάτω από το φως του φεγγαριού. Όμως δεν μπορούσε να στέκεται έτσι απλά δίπλα του. «Καμία άλλη ιδέα;» του είπε ένοχα. Εκείνος χαμογέλασε αλλά δε γύρισε να την κοιτάξει.
«Έχεις παίξει ποτέ γκολφ;» είπε σηκώνοντας ένα κομμάτι ξύλο από το έδαφος και βγάζοντας από την τσέπη του μία μικρή λευκή μπάλα. Η Ήβη πρόσεξε πως το χώμα λίγα μόλις μέτρα μακριά τους είχε σκαφτεί στην ίδια περίπου διάμετρο με αυτή της μπάλας. Δεν άργησε να βγάλει τα συμπεράσματα της.
«Αυτό κάνεις όταν δεν μπορείς να κοιμηθείς; Παίζεις γκολφ;» τον ρώτησε ξαφνιασμένη. «Ο κύριος Αντρέας μπορεί να είναι μόνο ένας απλός επιστάτης αλλά αν σε πιάσει ποτέ να σκάβεις τον κήπο του, θα βρει τις άκρες του και θα σε αποβάλει.» τον πείραξε.
«Δεν το λες ακριβώς γκολφ. Απλώς ρίχνω της μπάλες με ένα κομμάτι κούτσουρο μέσα σε μία τρύπα.» της είπε μελαγχολικά. Η κοπέλα υπέθεσε πως ο Χάρης ήθελε να παίξει πραγματικό γκολφ, εξού και η θλίψη. Έτσι θα έκανε ότι μπορούσε για να τον κάνει να γελάσει.
 «Όχι, δεν έχω παίξει ποτέ. Θα μου μάθεις;»
«Αν είσαι το ίδιο ανεπίδεχτη όπως στις προπονήσεις, θα κάτσεις στον πάγκο.»
«Περίμενε, περίμενε, περίμενε. Τί ήταν αυτό;»
«Ποιό;» το αγόρι έδειχνε να καταλαβαίνει σε τι αναφερόταν η Ήβη, ωστόσο επέλεξε να προσποιηθεί το αντίθετο.
«Καταδέχτηκες να μιμηθείς εμάς τους απλούς θνητούς και ξεκίνησες τα πειράγματα; Δεν τα πας και άσχημα για αρχή. Δε φοβήθηκες όταν σου είπα ότι δε θα βρεις ησυχία, έτσι δεν είναι. Μη με παρεξηγείς, το εννοούσα. Απλά δε σε είχα για λιποτάκτη.» ανταπέδωσε τα πειράγματα.
«Υποθέτω ότι μου βγάζεις το χειρότερο εαυτό μου, τώρα ρίξε την μπάλα στην τρύπα.» της είπε ανυπόμονα. Η Ήβη πήρε το κομμάτι από ξύλο και αφού αφιέρωσε αρκετό χρόνο κοιτώντας τον με νόημα, έκανε πράξει τις οδηγίες του.
Έμειναν εκεί μέχρι το ξημέρωμα. Η Ήβη δεν ήταν καθόλου καλή σε αυτό το παιχνίδι, ωστόσο έκανε τον Χάρη να γελάει (όχι απαραίτητα από τις γκάφες της) και αυτό της ήταν υπέρ αρκετό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου