Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 1


Εδώ και ώρα στεκόταν μπροστά από τον καθρέφτη. Κοιτούσε τον εαυτό της μέσα από τα σπασμένα του κομμάτια του ενώ από το χέρι της έσταζαν σταγόνες αίματος στο πάτωμα. Δεν έκανε κανένα μορφασμό πόνου, καμία κίνηση. Απλά συνέχιζε να κοιτάζει με βλέμμα χαμένο, απλανές. Έκλεισε τα μάτια της μονάχα για μια στιγμή, όταν τα άνοιξε και πάλι δε βρισκόταν στο ίδιο μέρος. Στεκόταν στην άκρη ενός βράχου, από κάτω γκρεμός. Ένα δροσερό αεράκι ανέμιζε τα μαλλιά της και άφηνε μια όμορφη αίσθηση στο πρόσωπο της, σαν άγγιγμα αγγέλου.
Πίσω της απλωνόταν το δάσος αχανές και σκοτεινό, σα να προσπαθούσε να κρύψει κάποιο μυστικό. Η Ήβη έστρεψε τα μάτια της στο φεγγάρι. Απόψε ήταν γεμάτο και ένιωθε πως της μιλούσε σε μία ακατάληπτη γλώσσα. Τη σιωπή έσπασε ένας υπόκωφος θόρυβος που ερχόταν από το δάσος. Τον συνόδευε εκείνη η τόσο οικεία αίσθηση. Φόβος. Το κορίτσι γύρισε αργά ενώ ένα δάκρυ κύλησε τώρα στο μάγουλο της. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, δεν κατάλαβε τι είχε συμβεί.
Το μόνο που ήξερε ήταν ότι έπεφτε στο κενό.
Άπλωσε τα χέρια της σα να ήθελε να πιάσει κάτι στον αέρα, όμως δε βρήκε τίποτα. Λίγες σταγόνες αίμα τινάχτηκαν από την παλάμη της και κύλησαν στο πρόσωπο της, σαν κόκκινο δάκρυ. Τα πράσινα μάτια της, αν και κενά, έσπαγαν το σκοτάδι ενώ τα σγουρά μαλλιά της τύλιγαν το πρόσωπο της σαν καστανόχρωμη φλόγα.
Η Ήβη σηκώθηκε με ένα τίναγμα και ανακάθισε στο στρώμα. Τα χαρακτηριστικά του πρόσωπου της είχαν τραβηχτεί κάνοντας το κατάλευκο δέρμα της να δείχνει άρρωστο. Έκρυψε για λίγο το πρόσωπο της στις χούφτες των χεριών της ώσπου να ηρεμήσει. Δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνειρο που είχε μόλις δει αλλά ήξερε πως ήταν αρκετά άσχημο.
Λίγες στιγμές αργότερα σηκώθηκε βαριεστημένα.
Ήταν και πάλι Δευτέρα, ένα ακόμη ξημέρωμα του Νοέμβρη. Θα ετοιμαζόταν ξανά στα γρήγορα ενώ έβαζε πρόχειρα μερικά βιβλία στην τσάντα. Το πρωινό της, καμένα τοστ, φρυγανιές με μαρμελάδα βύσσινο και χυμός λεμόνι, θα την περίμενε στην κουζίνα μαζί με τη γιαγιά της. Ύστερα θα πηγαίνανε στο Obweiben, το σχολείο για φίλτρα και ξόρκια όπου ήταν εσώκλειστη ενώ θα επέστρεφαν το επόμενο σαββατοκύριακο.
 Έμεναν στη Δράμα, λίγα μόλις μίλια μακριά από τη σχολή της που βρισκόταν στο Ζάρα. Η γιαγιά της, η Μαρία, ήταν μια από τις καθηγήτριες εκεί.
«Καλημέρα.»                                                                     
«Φαίνεσαι κουρασμένη, πάλι ξενύχταγες;» μια ηλικιωμένη κυρία μικρού αναστήματος με κοντά γκρίζα μαλλιά που αναδείκνυαν τα καταγάλανα μάτια της καθόταν σε ένα ψηλό σκαμπό γύρω από τον πάγκο της κουζίνας στο κέντρο του δωματίου. Σε όλο το χώρο δέσποζαν ακατάστατα παλιά τσουκάλια, άπλυτα πιάτα και σκεύη μαγειρικής. Μερικά ντουλάπια είχαν μείνει ανοιχτά και στο εσωτερικό τους μπορούσες να δεις διάφορα βαζάκια με περιεχόμενα από μέλη ζώων, παράξενα φυτά συντηρούμενα σε πολύχρωμα υγρά και μπαχαρικά.
«Ένα απλό καλημέρα και σε εσένα θα ήταν αρκετό.» αντέτεινε το κορίτσι.
«Αν αξιοποιούσες καλύτερα το χρόνο σου και διάβαζες λιγάκι παραπάνω πριν από τη δύση του ηλίου, δε θα χρειαζόταν να ξαγρυπνάς πάνω στα βιβλία σου.» γκρίνιαξε η Μαρία.
«Μου αρέσει να ξαγρυπνώ πάνω στα βιβλία μου.» της είπε η Ήβη.
«Μα ετ...»
«Γιαγιά, είμαι μια χαρά.» και αφού καταβρόχθισε στα γρήγορα ένα από τα καμένα τοστ που βρισκόταν στον πάγκο, έβαλε την τσάντα στον ώμο και... «Ξεκινάμε;»
Το Obweiben βρισκόταν στο Ζάρα, σε μία απόμακρη πλαγιά μακριά από κάθε ίχνος πολιτισμού. Θύμιζε αρχαίο κάστρο όμως ήταν άψογα συντηρημένο. Διευθύντρια ήταν η Σίλβια Στούαρτ, μια συντηρητική, μεσήλικη γυναίκα. Δεν ήταν η συμπάθεια των μαθητών, αλλά ήταν πάντα δίκαιη και καλή.
Εκείνο το πρωί η Ήβη ήταν πολύ ανήσυχη αλλά απέδωσε αυτό της το συναίσθημα στην προσδοκία της να ανταμώσει τις φίλες της. Την Άννα και Καίτη. Ήταν επίσης τα κορίτσια που μοιράζονταν μαζί το δωμάτιο. Η πρώτη είχε ξανθά μαλλιά και πράσινα μάτια, τα χαρακτηριστικά του πρόσωπου της ήταν τριγωνικά και ήταν εξαιρετικά μικρόσωμη. Σε αντίθεση με την άλλη τους φίλη. Η Καίτη ήταν ένα παχουλό, όμορφο, μετρίου αναστήματος κορίτσι που είχε ένα ξεχωριστό χαμόγελο και μαύρα μάτια και μαλλιά. Όλες τους ήταν στην ηλικία των δέκα επτά ετών. Αυτή ήταν η δέκατη χρονιά τους στο Obweiben ενώ σε δύο χρόνια θα μπορούσαν ν’ αποφοιτήσουν.
Ένας από τους λόγους που η Ήβη γυρνούσε κάθε σαββατοκύριακο πίσω στην Δράμα, εκτός από το να περάσει λίγο παραπάνω χρόνο με τη γιαγιά της πέρα από τα αδιάκριτα βλέμματα που τις ήθελαν στους ρόλους της μαθήτριας και καθηγήτριας, ήταν γιατί παρακολουθούσε μαθήματα ταε κβο ντό. Ήταν το πάθος της. Αν και όλοι της οι φίλοι το θεωρούσαν αλλόκοτο δεδομένου ότι μπορούσε να αμυνθεί με πιο αποτελεσματικούς τρόπους.
Δεν το κάνω γιατί μου είναι απαραίτητο, αλλά γιατί μου αρέσει. Άλλωστε δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις μαγεία μπροστά στους ανθρώπους. Ήταν η απάντηση που έπαιρναν κάθε φορά στα διάφορα πειράγματα τους.
Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε καθώς διάβαινε τις πύλες του Obweiben, ήταν οι περίτεχνοι κήποι του κύριου Αντρέα. Ένας ψιλόλιγνος ηλικιωμένος άντρας με μια μικρή φαλάκρα που ξεπρόβαλε μέσα από τα λιγοστά άσπρα του μαλλιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Στο πρόσωπο του είχαν χαραχθεί βαθιά οι ρυτίδες και τα καστανά του μάτια φανέρωναν ότι είχε δει πολλά πράγματα στη ζωή του. Αγαπούσε πάρα πολύ τη δουλειά του και πρόσεχε κάθε λουλούδι, κάθε θάμνο σα να ήταν παιδί του. Η Ήβη είχε αναρωτηθεί πολλές φορές γιατί δεν είχε βγει ακόμη στη σύνταξη. Δε μιλούσανε ιδιαίτερα αλλά εκείνη τον συμπαθούσε πολύ. Και απ’ ότι μπορούσε να καταλάβει, τα συναισθήματα ήταν αμοιβαία.
Μια φορά την είχε τσακώσει να περιφέρεται στον κήπο περασμένη ώρα, κάτι που συνήθιζε να κάνει συχνά τα ατελείωτα βράδια αν και γενικά απαγορευόταν. Είχαν έρθει πρόσωπο με πρόσωπο. Της είχε χαμογελάσει καλοσυνάτα και συνέχισε το δρόμο του αντί να τη μαρτυρήσει.
Η Ήβη αναρωτιόταν πως άντεχε τη μοναξιά. Μερικές φορές στεκόταν στο παράθυρο του δωματίου της γύρω στα μεσάνυχτα και έβλεπε τα φώτα από το σπιτάκι του. Αλλά δεν είχε ποτέ του παρέα. Ο Κύριος Αντρέας είχε επιλέξει να μένει έξω από τον πύργο, στο οίκημα κοντά στην πύλη όπου πριν από περίπου δύο χρόνια ήταν η καλύβα με τα χαλασμένα μηχανήματα. Τώρα την είχε σουλουπώσει και ήταν κατοικήσιμη.
 Χωρίς να χάσει χρόνο, η Ήβη αποβιβάστηκε από τον παλιό σκαραβαίο της γιαγιάς της, χαιρέτησε τον κύριο Αντρέα που εκείνη τη στιγμή κλάδευε ένα μικρό θαμνάκι σε σχήμα λιονταριού και χάραξε το δρόμο της για την είσοδο του κάστρου. Εκείνος ανταπέδωσε και της χαμογέλασε ενώ στάθηκε για λίγο χαζεύοντας την καθώς έτρεχε αλαφιασμένη.
Είχε αργήσει για ακόμη μια φορά.
Άφησε τα πράγματα της στο δωμάτιο και έτρεξε στην τραπεζαρία όπου και ήταν οι περισσότεροι μαθητές για το πρωινό τους.
Οι κοιτώνες των κοριτσιών βρίσκονταν στον έβδομο και τελευταίο όροφο του κάστρου, ενώ των αγοριών στο υπόγειο. Οι ενδιάμεσοι φιλοξενούσαν αίθουσες και γραφεία. Ο πρώτος όροφος ωστόσο αναλογούσε στην αίθουσα υποδοχής και την τραπεζαρία όπου (όπως και σε όλους τους υπόλοιπους χώρους της σχολής) μπορούσες να βρεις πορτρέτα διάσημων μάγων ή σημαντικών ιστορικών στιγμών μαζί με stand πάνω στα οποία είχαν εναποθέσει παλιά κειμήλια.
Καμιά πενηνταριά πάγκοι ήταν παρατεταγμένοι ώστε να κοιτούν σε ένα βάθρο πάνω στο οποίο στεκόταν ένα περίτεχνο τραπέζι με επτά εξίσου περίτεχνες καρέκλες. Ήταν το έδρανο των καθηγητών. Στο κέντρο καθόταν η διευθύντρια της σχολής. Δε δίδασκε, μονάχα επέβλεπε αυστηρά τα πάντα. Στα αριστερά της η Μαρία Μασκινά, η γιαγιά της. Δίδασκε άμυνα και σωστή χρήση ξορκιών. Επόμενος στην σειρά ήταν ο Γαβριήλ Λότος που ήταν υπεύθυνος για το μάθημα της παραγωγής φίλτρων. Ήταν μόλις είκοσι τεσσάρων χρονών. Ένας μελαχρινός άντρας με μαύρα μακριά μαλλιά που σκέπαζαν τους ώμους του και γαλανά μάτια. Ήταν ανιψιός της Μαρίας και αυτός ήταν ο λόγος που η ελλιπή του πείρα παραβλέφθηκε και προσλήφθηκε ως καθηγητής. Ο ίδιος, είχε αρνηθεί τη θέση αρχικά και κανείς δεν ήξερε το λόγο που άλλαξε γνώμη μετέπειτα. Ήταν επίσης ο νούμερο ένα καταζητούμενος για τις μαθήτριες του που έδειχναν να τον έχουν ερωτευθεί κεραυνοβόλα.
Η Ναταλία Λόκχαρτ δίδασκε ιστορία της μαγείας και για πολλούς αυτός ήταν αρκετός λόγος για να τη μισήσουν. Το μάθημα της ήταν δύσκολο και βαρετό, όπως και η ίδια σύμφωνα με την πλειοψηφία των μαθητών. Ήταν μια μεσήλικη γυναίκα με μελί μαλλιά και πράσινα μάτια που της απέδιδαν ένα αυστηρό ύφος.
 Στα δεξιά της Σίλβια, καθόταν ο Ριχάρδος Χάγκερ. Ένας νάνος με πυρόξανθα μαλλιά και καστανά μάτια. Δίδασκε βοτανολογία. Και η Αφροδίτη Βολάνη, μια μεσήλικη κοκκινομάλλα με καστανά μάτια που δίδασκε αιώρηση.



Το πρώτο μάθημα της εβδομάδας ξεκίναγε με τον Γαβριήλ.
«Καλημέρα παιδιά.» Παρ’ όλο που η Ήβη είχε ανταμώσει με τις φίλες της και παρ’ όλο που της άρεσε το μάθημα του ξαδέλφου της, δεν μπορούσε να σταματήσει εκείνη την απροσδιόριστη ανησυχία που τη διακατείχε από τη στιγμή που έφυγαν από το σπίτι τους. Έτσι πρόσταξε τον εαυτό της να το ξεχάσει και προσπάθησε να προσηλωθεί στο μάθημα. Πριν όμως ο Γαβριήλ προλάβει να μπει στα εισαγωγικά του μαθήματος, χτύπησε η πόρτα για να δηλώσει την παρουσία της Σίλβιας και ενός νεαρού.
«Ησυχία παρακαλώ, σήμερα θα ήθελα να καλωσορίσουμε έναν καινούριο μαθητή, τον Χάρη. Χάρη Όλιβαρ.» άκουσαν τη διευθύντρια τους να τους να λέει. Ένα ψιλόλιγνο αγόρι με γκριζογάλανα μάτια και μαύρα μαλλιά στεκόταν στο πλευρό της γυναίκας.
«Δεν είναι πολύ όμορφος;» ψιθύρισε η Άννα στο αυτί της Ήβης ενθουσιασμένη.
«Ε... εε... ναι.» σίγουρα ήταν όμορφος, όμως υπήρχε κάτι επάνω του, κάτι παράξενο. Το βλέμμα του συνάντησε αυτό της Ήβη αλλά εκείνη δεν πήρε τα μάτια της από επάνω του, συνέχισε να τον παρατηρεί. Ούτε όμως εκείνος έκανε κάτι για να αποφύγει αυτή την επαφή.
«Σε ευχαριστούμε Σίλβια.» η φωνή του Γαβριήλ ακούστηκε δυνατή μέσα στο μυαλό της Ήβης, σαν ο άντρας να σκόπευε να σπάσει την μεταξύ τους έλξη. Η κοπέλα άρχισε να συγυρίζει τα πράγματα στον πάγκο της μόνο και μόνο για να κρατήσει τον εαυτό της απασχολημένο με κάτι. «Μπορείς να καθίσεις Χάρη, μόνο κοίτα να μην έχει πάνω από τρία άτομα ο πάγκος που θα διαλέξεις.»
Η αίθουσα είχε συνολικά είκοσι πάγκους και σχεδόν όλοι ήταν πλήρης. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και γεμάτο υγρασία ενώ οι τοίχοι σχεδόν δεν φαινόντουσαν πίσω από τον αριθμό των ραφιέρων που ήταν τοποθετημένες κατά μήκος τους. Ήταν φορτωμένες με σκουριασμένα τσουκάλια, παλιά βιβλία και διάφορα βαζάκια από πολύχρωμα υγρά που συντηρούσαν διάφορα παράξενα είδη ή μέρη ζώων. Τα παράθυρα βρισκόντουσαν σε ύψος περίπου δύο μέτρων από το πάτωμα και απείχαν λίγα μόνο εκατοστά από το ταβάνι ενώ έμεναν πάντα κλειστά. Τα παράπονα ήταν συχνά αλλά όλα λάμβαναν την ίδια απάντηση.
 Τα υλικά για τα φίλτρα πρέπει να κρατούνται στις συνθήκες αυτές για να παραμείνουν λειτουργικά, και εγώ θα προτιμούσα ένα καλύτερο περιβάλλον αλλά αυτό είναι το καταλληλότερο.
 Η Άννα, που μαζί με τις δύο φίλες της καθόντουσαν στο βάθος της αίθουσας, έκανε νεύμα στο νεοφερμένο προσκαλώντας τον στο δικό τους πάγκο. Εκείνος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της κάνοντας την Ήβη ακόμη πιο ανήσυχη.
«Γεια! Είμαι η Καίτη.» η κοπέλα συστήθηκε με ένα πλατύ χαμόγελο ενώ πρόσφερε το χέρι της για να σφίξει αυτό του Χάρη.
«Χάρηκα.» είπε το αγόρι ευγενικά ενώ έπαιρνε τη θέση του δίπλα στην Ήβη.
«Εγώ είμαι η Άννα και αυτή είναι η Ήβη.» τη συμπλήρωσε το κορίτσι παίρνοντας την πρωτοβουλία να συμπεριλάβει και τη φίλη της σε αυτό.
«Τώρα που τακτοποιηθήκατε, μπορώ να ελπίζω σε λίγη ησυχία Καίτη;» επενέβη ο Γαβριήλ από την άλλη άκρη της αίθουσας, προκαλώντας έτσι ένα κύμα από σιγανά γελάκια.
«Μα δεν... μμ, καλά.» κατέληξε η κοπέλα αποφασίζοντας προφανώς πως η μάχη της θα ήταν μάταιη.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του μαθήματος, η Ήβη δεν μπορούσε να αποβάλει την αίσθηση ότι ο Χάρης παρακολουθούσε την κάθε της κίνηση. Πράγμα που διέψευσε με μερικές κλεφτές ματιές. Αποτέλεσμα ήταν να προκαλεί συχνά, μικρά ατυχήματα ενώ προς το τέλος του μαθήματος έχυσε λίγο αίμα σαύρας πάνω στην Άννα.
«Χίλια συγγνώμη Άννα.» απολογήθηκε.
«Δεν πειράζει. Μα καλά, τί σε έχει πιάσει σήμερα;»
«Απλώς, είμαι λίγο αφηρημένη.» δικαιολογήθηκε η Ήβη. Με την άκρη του ματιού της πρόσεξε πως ο Χάρης είχε αραδιάσει ένα μεγάλο χαμόγελο χωρίς ωστόσο να κοιτάζει εκείνη, τα μάτια του στραμμένα στο τσουκάλι του που έβραζε.
«Εντάξει παιδιά, τελειώσαμε για σήμερα. Φέρτε μου δείγματα των φίλτρων σας στην έδρα. Μην ξεχάσετε να γράψετε το όνομα σας και καθαρίστε τους πάγκους και τα σκεύη σας καλά.» τους είπε ο Γαβριήλ. «Νίκο, αν δω τον πάγκο σου σε αυτήν την κατάσταση ξανά, θα σου μειώσω το βαθμό κατά δύο μονάδες.» ένα παχουλό αγόρι με καστανά μαλλιά στραβομουτσούνιασε και ψιθύρισε κάτι ακατάληπτο στους φίλους του αλλά ο Γαβριήλ δεν του έδωσε περαιτέρω σημασία. «Για την επόμενη φορά θα έχετε το φίλτρο σύγχυσης.» τους προειδοποίησε και μετά ακολούθησε η βαβούρα από τσουκάλια να κοπανάνε, ακατάληπτες ομιλίες και ποδοβολητά.
«Βασικά, δε νομίζω πως θα καταφέρεις να πάρεις το δείγμα με το φυσερό.» άκουσε τον Χάρη να της λέει. Δεν είχε καταλάβει τι εννοούσε έως ότου γυρίσει προς το μέρος του για να τον δει να της δίνει τη ρουφήχτρα του. «Μάλλον θα χρειαστείς αυτό.» της εξήγησε βλέποντας την απορία στο πρόσωπο της. Κόκκινη από ντροπή και θυμό για τον εαυτό της, τον ευχαρίστησε και πήρε στα γρήγορα το δείγμα της για να φύγει.
«Περίμενε, πάρε και τα δικά μας.» η Άννα πήρε το δείγμα του Χάρη μέσα από τα χέρια του και το έδωσε στην Ήβη μαζί με το δικό της και της Καίτης.
«Λοιπόν... Χάρη, σωστά; Πως και από τα μέρη μας.» ξεκίνησε την κουβέντα η Καίτη.
«Οι γονείς μου βρήκαν δουλειά εδώ και έτσι...» ξεκίνησε να λέει αφηρημένα το αγόρι που εκείνη τη στιγμή καθάριζε τον πάγκο του.
«Μμ, κατάλαβα.» τον διέκοψε η Άννα.
«Τί ακριβώς;» τη ρώτησε με ένα χαμόγελο αναμεμιγμένο με περιέργεια.
«Και οι δικοί μου ταξιδεύουν συνέχεια. Πριν με γράψουν εδώ έπρεπε να τους ακολουθώ όπου και αν πήγαιναν.» του εξήγησε εκείνη.
«Σίγουρα θα θες κάποιον να σε ξεναγήσει.» μπήκε ξανά στην κουβέντα η Καίτη. «Κανείς δεν ξέρει τη σχολή καλύτερα από εμάς.»
«Αυτό να λέγετε.» συμφώνησε η Άννα.
«Αν είναι έτσι.» συμφώνησε ο Χάρης.
«Καλώς ήρθες, είμαι η Ήβη.» το κορίτσι είχε μόλις γυρίσει και πήρε το θάρρος να συστηθεί κανονικά. «Θα σου αρέσει εδώ.» συμπλήρωσε βιαστικά καθώς τα βλέμματα τους συναντήθηκαν δημιουργώντας ξανά εκείνη την ακατανόητη έλξη.
«Είμαι σίγουρος.» είπε και τις έδωσε το χέρι του καρφώνοντας τη με τα μάτια του. Όμως αυτό δεν ήταν το μόνο παράδοξο. Αισθάνθηκε πως βρισκόταν μετέωρη στο σκοτάδι μονάχα για μία στιγμή και μετά κάτι παράξενο συνέβη.
Ένα τσούρμο από σκιές την είχαν περικυκλώσει. Μουρμούριζαν κάτι ακατάληπτο. Ξαφνικά, μια από αυτές αποκόπηκε από τον κύκλο και τη διαπέρασε. Μια αίσθηση παγωνιάς την κυρίευσε, ένιωθε αδύναμη και το στομάχι της σφίχτηκε. Ακολούθησε άλλη μία, το ίδιο και δύο ακόμη. Η Ήβη είχε πέσει στα γόνατα και ανέπνεε λαίμαργα τον αέρα. Το μυαλό της ήταν γεμάτο από τις σκιές ενώ το σώμα της έτρεμε από το κρύο και τον πόνο. Νόμιζε πως θα έχανε τις αισθήσεις της όταν εκείνες εξαφανίστηκαν, σα να είδαν κάτι που τις τρόμαξε. Κατάφερε να σηκωθεί στα πόδια της με πολύ κόπο και βάλθηκε να κοιτάξει γύρω της, να βρει την αιτία της λύτρωσης της. Όμως δεν βρήκε τίποτα. Η μοναδική απόδειξη ότι δεν ήταν μόνη της ήταν εκείνος ο ήχος. Ήταν τόσο γνώριμος, ενώ πλησίαζε ολοένα και περισσότερο. Και κάθε άλλο πάρα λύτρωση την έκανε να νιώσει αυτή τη φορά.
Η Ήβη τράβηξε απότομα το χέρι της από τη χειραψία που είχε μόλις συνάψει με τον Χάρη. Παραπάτησε και έπεσε στο πάτωμα από όπου μηχανικά ακούμπησε την κοιλιά της.
«Μα καλά τί στο καλό έπαθες;» άκουσε την ανήσυχη φωνή της Καίτης να της λέει. Τα λιγοστά παιδιά που είχαν μείνει στην αίθουσα γύρισαν να δουν τι συνέβαινε ενώ ο Γαβριήλ πήγε στο πλευρό της με μιας.
«Τί έγινε; Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο ξάδερφος της.
«Αίμα είναι αυτό;» η Άννα πρόσεξε πως το σημείο που η Ήβη κρατούσε την κοιλιά της είχε τώρα γεμίσει αίματα.
«Τίποτα... α... απλώς παραπάτησα...» είπε το πρώτο ψέμα που της ήρθε στο μυαλό.
«Μα εσύ αιμορραγείς! Έχυσες τίποτα πάνω σου;» τη ρώτησε ο Γαβριήλ. Μερικά από τα υλικά που χρησιμοποιούσαν στο μάθημα ήταν καυστικά. Αυτός ήταν ο λόγος που έπρεπε να φοράνε ποδιές. Αλλά κανείς δεν υπάκουε σε αυτόν τον κανόνα. Όμως αν κάποιο από αυτά τα υλικά έπεφτε πάνω στο δέρμα σου, θα το έκαιγε. «Άσε με να δω την πληγή σου…» της ζήτησε ανήσυχος. «μπορεί να ανοίξει και άλλο.» ο Γαβριήλ προσπάθησε να σηκώσει την μπλούζα της στο ύψος του σημείου που πίστευε ότι υπήρχε η πληγή, αλλά η Ήβη τον σταμάτησε την τελευταία στιγμή λέγοντας ένα ακόμη ψέμα.
«Όχι, απλώς είχα χτυπήσει… γδάρθηκα σε κάτι σύρματα το σαββατοκύριακο. Πρέπει να μου άνοιξε η πληγή όταν έπεσα.»
«Καλά, αλλά πως έπεσες;» τη ρώτησε η Καίτη.
«Ζαλίστηκα... Δεν κοιμάμαι καλά τελευταία.» αυτή πρέπει να ήταν η πρώτη φορά που η Ήβη χαιρόταν επειδή είχε ακούσει το πρωινό κήρυγμα της Μαρίας. Αν μη τι άλλο, της είχε δώσει πάτημα για να στηρίξει το ψέμα της. «Θα ήταν από την κούραση.» η κρύα αίσθηση που της μετέδιδε αυτή η παραίσθηση την ακολουθούσε ακόμη, όχι όμως και ο πόνος. Δεν είχε ιδέα τι σήμαινε αυτό που μόλις έζησε, το μόνο που ήξερε ήταν ότι ήθελε να φύγει μακριά από όλη αυτήν την οχλαγωγία και τα αδιάκριτα βλέμματα.
«Θα σε πάω στο ιατρείο.» είπε ο Γαβριήλ.
«Όχι, δεν χρειάζεται. Είμαι εντάξει, θέλω μόνο να πάρω λίγο αέρα.» τον αποθάρρυνε.
«Εντάξει, όμως κάθισε λίγο πριν σηκωθείς. Μπορεί να ζαλιστείς ξανά. Πάω να σου φέρω λίγο χυμό. Κάθισε και βάλε το κεφάλι σου ανάμεσα στα γόνατα σου.» εκείνη του απάντησε με ένα βεβιασμένο χαμόγελο και έκανε πράξη τα όσα της είχε υποδείξει.
Έμεινε σε αυτήν τη θέση μέχρι να ακούσει το πλήθος να αραιώνει. Τώρα στην αίθουσα είχαν μείνει μόνο οι δύο φίλες της και ο Χάρη. Το αγόρι της πρόσφερε το χέρι του με σκοπό να τη βοηθήσει να σηκωθεί. Ο Γαβριήλ ήρθε σχεδόν αμέσως με το χυμό ενώ ο Χάρης της προσέφερε ένα κομμάτι σοκολάτα.
«Έλα, πάρε. Θα σου κάνει καλό.» της είπε το αγόρι.
«Ευχαριστώ.»
«Δείχνεις να έχεις τα χάλια σου.» σχολίασε η Καίτη.
«Να σε καλά.» της απάντησε ειρωνικά η Ήβη.
«Γι’ αυτό είναι οι φίλες.» είπε η Καίτη αφήνοντας ένα χαμόγελο να της ξεφύγει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου