Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 5

«Με έχεις απογοητεύσει, ομολογώ ότι περίμενα πολύ περισσότερα από εσένα.» είπε ο Ναπολέων.
«Ας έκανες μόνος σου τη δουλειά τότε.» του απάντησε με θράσος ο Λουκάς.
«Φαίνεται πως δεν έχεις επίγνωση της κατάστασης, δεν είσαι σε θέση να μου κάνεις προτάσεις.» αντέτεινε ο άντρας χάνοντας την υπομονή του. Ύψωσε το ραβδί του εναντίον του Λουκά ενώ ο δεύτερος έκανε ένα μορφασμό πόνου. Μετά από λίγο, ο Ναπολέων το χαμήλωσε και πάλι.
«Σου είπα ότι δεν ήταν μόνη της.» γρύλισε ο Λουκάς.
«Ας σκότωνες τους υπόλοιπους.» του απάντησε χωρίς ενδοιασμούς.
«Δε σκέφτεται σοφά.» είπε ο Λουκάς αλλάζοντας τακτική.
«Δε με ενδιαφέρει η άποψη σου, αλλιώς θα στη ζητούσα.»
«Σε τί θα σε ωφελήσει να τη σκοτώσεις;» επέμεινε αγανακτισμένος.
«Έχω το σχέδια μου για εκείνη, μην ανησυχείς.» του απάντησε ο Ναπολέων ενώ το σαρδόνιο χαμόγελο του δεν προμήνυε τίποτα καλό.
«Ούτε που ξέρει ποιο είναι το δώρο των δυνάμεων της. Ή πως να τις χρησιμοποιεί. Είναι μόνο ένα παιδί, τόσο εύκολο να χειραγωγηθεί. Τόσο μαλακή, σαν πυλός. Σκέψου όλα εκείνα τα μυστικά που θα μπορούσε να σου αποκαλύψει. Η δύναμη που αυτά θα σου προσέφεραν, θα σε έκανε ανίκητο.»
«Εννοείς ότι πρέπει να την πείσω να γίνει σύμμαχος όσο δεν έχει γευτεί την έχθρα;» τον ρώτησε ξαφνικά κινούμενος από την ιδέα του. «Είναι σωστός ο συλλογισμός σου, αλλά ριψοκίνδυνος. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι γυναίκα. Ύπουλο πλάσμα από τη φύση της.»
«Αυτό εξαρτάτε από την πειθώ σου.»
«Πες πως το κάνω. Εσύ ο ίδιος το είπες, δεν είναι παρά μόνο ένα άμαθο κοριτσόπουλο. Σε τί θα με ωφελούσε;»
«Ναι, αλλά μπορεί να μάθει. Θα κάνει τα πάντα για κάποιο αγαπημένο της πρόσωπο.» ακολούθησε μια παύση στο χρόνο της οποίας ο Ναπολέων φάνηκε να συλλαμβάνει μια ανατρεπτική ιδέα.
«Ναι... θα έκανε τα πάντα, έτσι δεν είναι; Θα έκανε τα πάντα για τον πατέρα της. Ξέρεις, ο μόνος λόγος που ήθελα να τη σκοτώσεις ήταν για να σιγουρευτώ ότι θα… παραμείνει νεκρή. Σαν πρώην φύλακας ήσουν ο πιο κατάλληλος… Αλλά δεν υπάρχει λόγος να χαραμίζω άλλο το χρόνο μου με αυτό. Άλλωστε μια φορά φύλακας, για πάντα φύλακας. Τι κι αν δεν έχεις τις δυνάμεις σου πια; Έχεις πολύ δίκαιο... Δεν ξέρει τι της γίνεται. Δε θα είναι πρόβλημα προς το παρόν. Θα βρω τρόπο να την ξεφορτωθώ αργότερα. Όταν έρθει να σε βρει με την πεποίθηση ότι θα μπορέσει να σε σώσει. Ναι, γιατί να χάνω χρόνο;» το πρόσωπο του παραμορφώθηκε από έναν ανατριχιαστικό μορφασμό χαράς.
«Τί εννοείς;» τον ρώτησε ανήσυχα. Δεν κατάλαβε τι από αυτά που είπε ήταν το έναυσμα για την ιδέα που δόθηκε στον Ναπολέων, αλλά ήξερε ότι είχε μόλις κάνει ένα μεγάλο λάθος.

***

Ο Νέστορας κρυβόταν εδώ και λίγες εβδομάδες στο Obweiben. Τον περισσότερο χρόνο του τον περνούσε σε μία τρύπα στον τοίχο μέσα σε εκείνο το ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη της κουζίνας. Μία νύχτα είχε μια απρόσμενη επίσκεψη. Ένα κορίτσι και ένα αγόρι είχαν σταματήσει στην κουζίνα περασμένα μεσάνυχτα για να τσιμπήσουν κάτι.
Ο καλικάντζαρος έριχνε κάθε τρεις και λίγο κλεφτές ματιές, αντιπαθούσε το αγόρι αλλά κάτι επάνω στο κορίτσι τον τραβούσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Ίσως ήταν το γέλιο της, αν και ηχηρό, ίσως τα πράσινα μάτια της. Το μόνο που ήξερε ήταν πως ήθελε να είναι κοντά της. Τα βράδια, περίμενε να κοιμηθούν όλοι και έπειτα τρύπωνε στο δωμάτιο της για να χαϊδέψει τα κόκκινα μαλλιά της. Έτσι περνούσε τις ώρες του ως ότου ξημερώσει. Έπειτα κλεινόταν πάλι στην τρύπα του.
Εκείνο το βράδυ, παραλίγο να τον τσακώσουν. Η Άννα είχε έναν πολύ ανάστατο ύπνο. Ξύπνησε και σηκώθηκε με ένα τίναγμα, το ξωτικό τρύπωσε στα γρήγορα κάτω από το κρεβάτι της Ήβης και περίμενε μέχρι να κοιμηθεί ξανά η Άννα.

Το πρωί, η Ήβη είχε αργήσει για το μάθημα της, έτσι αποφάσισε να χάσει την πρώτη ώρα. Καθόταν μπροστά από τον ολόσωμο καθρέφτη στο δωμάτιο τους και ετοιμαζόταν. Όταν τελείωσε, δεν απομακρύνθηκε. Συνέχισε να κοιτάζει με βλέμμα απλανές. Δεν την είχαν απορροφήσει οι σκέψεις της και δεν παρατηρούσε πλέον τον εαυτό της.
«Κοίτα...»
Εκείνη η φωνή την τράβηξε από το λήθαργο της. Ήταν μία γνώριμη φωνή, ήταν η δικιά της φωνή. Είδε το είδωλο της να κινείται ανεπαίσθητα αλλά η ίδια θα ορκιζόταν πως δεν είχε κουνηθεί ούτε χιλιοστό. Δεν έδωσε περισσότερη προσοχή σε αυτό, ένας χτύπος της κίνησε την περιέργεια. Τράβηξε με δυσκολία το βλέμμα της από τον καθρέφτη και κατευθύνθηκε προς την εστία του θορύβου που ήταν το κάτω μέρος του κρεβατιού της.
Όταν ο Νέστορας αντίκρισε το φώς που τρύπωσε στην κρυψώνα του καθώς η Ήβη σήκωσε το πάπλωμα, τινάχτηκε μακριά της. Τον είχε πάρει ο ύπνος ενώ περίμενε για την Άννα να κοιμηθεί ξανά. Η Ήβη άφησεένα επιφώνημα φόβου και τινάχτηκε μακριά πέφτοντας ανάσκελα στο πάτωμα.
«Μη φωνάζεις. Δε θα σου κάνω κακό.» της είπε τρομοκρατημένος.
«Τί; Ποιός είσαι εσύ; Τί έκανες... πώς κατάφερες να μπεις στο Obweiben; Τί θέλεις;»
«Ηρέμησε, θα σου τα εξηγήσω όλα αλλά σε παρακαλώ μη φωνάζεις.» η Ήβη δεν του απάντησε, περίμενε να ακούσει τι θα της έλεγε. «Είμαι ο Νέστορας, είμαι ξωτικό. Άλλοι με φωνάζουν Φαύνο, καλικάτζαρο, Χθόνιο, Νωμό, αλλά είμαι γνωστός και σαν Γκίμεν. Έχω έρθει στη γη σας εδώ και πολλούς αιώνες, για την ακρίβεια επτά.»
«Τί εννοείς στη γη μας; Από που έχεις έρθει;» τον ρώτησε χωρίς να είναι σίγουρη για το αν ήθελε να μάθει την απάντηση.
«Από τον κάτω κόσμο.»
«Από... πού;» η φωνή της βγήκε υστερική από τα χείλη της.
«Μα καλά, δεν ξέρεις τίποτα;» τη ρώτησε μη μπορώντας να κατανοήσει την άγνοια της.
«Να ξέρω τί;» τον ρώτησε θιγμένη.
«Κάθε εβδομήντα χρόνια, στην επέτειο της σελήνης οι πύλες του κάτω κόσμου, όπως και των υπόλοιπων, ανοίγουν. Είναι η μοναδική ευκαιρία για να περιπλανηθούμε ανάμεσα στους κόσμους.»
«Κόσμους;» τσίμπησε τον εαυτό της θέλοντας να σιγουρευτεί πως ήταν ξύπνια. Ότι αυτό δεν ήταν κάποιο όνειρο.
«Μη μου πεις ότι δεν ξέρεις...» η Ήβη υπέθεσε ότι το θέμα της συζήτησης τους συνδέονταν με τα όσα είχε ανακαλύψει τους τελευταίους μήνες. Απλώς δεν ήξερε τον τρόπο.
«Όχι... εννοώ ότι ξέρω… περίπου, αλλά εσύ πως το ξέρεις;»
«Όλα τα πλάσματα το ξέρουν.» της απάντησε μπερδεμένος. Ο Νέστωρας έδειχνε να νιώθει ολοένα και πιο άνετα, σε αντίθεση με την Ήβη. «Είστε πολύ παράξενη φάρα εσείς οι άνθρωποι, έχετε τόσες πολλές ράτσες.»
«Ράτσες; Δεν είμαστε σκυλιά.» απάντησε δειλά.
«Σκυπιά;»
«Ξέρεις κάτι, δεν έχει σημασία. Κάτι έλεγες.»
«Ναι, σωστά… έχω παγιδευτεί στον κόσμο σας εδώ και δέκα επετείους. Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω, δεν ξέρω γιατί. Δεν μπορείς να φανταστείς πως είναι να μην μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι σου.» της είπε μελαγχολικά.
«Ναι, αλλά τί κάνεις εδώ; Πώς μπήκες μέσα; Τί θες από εμένα;» συνέχισε πιο ήρεμα αυτή τη φορά.
«Τίποτα, ειλικρινά τίποτα. Ήρθα στο Obweiben για να κρυφτώ. Οι άνθρωποι είναι... είναι... Ας πούμε πως δεν είναι τόσο ανοιχτά μυαλά. Με φοβίζουν, δεν ήξερα που αλλού να πάω. Θα περίμενα μέχρι τις δεκατρείς του μήνα για την επέτειο… Για να προσπαθήσω ακόμη μια φορά.» τα θλιμμένα του μάτια την έκαναν να νιώθει τύψεις, όμως ήξερε ότι δεν είχε κανέναν λόγο να νιώθει έτσι. «Μένω στην κουζίνα. Για την ακρίβεια κρύβομαι εκεί. Σε είδα μία φορά που είχες έρθει με κάποιον.» η Ήβη θυμόταν εκείνη τη νύχτα. Για την ακρίβεια μέρα εφόσον ήταν περασμένες τρείς. Είχε τρυπώσει μαζί με τον Χάρη στην κουζίνα για να τσιμπήσουν κάτι μετά από μια πολύ δύσκολη μέρα. «Δε σε ακολουθώ. Δηλαδή αυτό κάνω, αλλά δε θέλω να σε πειράξω.» έμοιαζε σα σκυλάκι που το είχαν μόλις μαλώσει χωρίς λόγο. Η Ήβη ένιωσε οίκτο για αυτό το πλάσμα, έμοιαζε τόσο θλιμμένο.
«Τί μπορώ να κάνω όμως εγώ για εσένα;» τον ρώτησε νιώθοντας άβολα.
«Δε νομίζω ότι μπορείς να κάνεις κάτι.» της είπε με ένα δειλό χαμόγελο. «Είναι όμως πολύ ευγενικό που ρωτάς… αν και... φυσικά και όχι...» βιάστηκε να κλείσει την φράση του.
«Τί; Πες μου.» τον πίεσε νοιώθοντας πως έπρεπε να κάνει κάτι.
«Θα ήταν πολύ ωραίο να έχω κάποιο φίλο μέχρι τότε. Ξέρεις, είναι η πρώτη φορά που μιλάω με κάποιον από τότε. Όλοι οι υπόλοιποι με... φοβούνταν επειδή είμαι τόσο... άσχημος.» η αλήθεια ήταν πως δεν μπορούσε να τον διαψεύσει, αλλά πως μπορούσε να συμφωνήσει;
«Είμαστε ότι έχουμε μέσα μας. Η εμφάνιση είναι μόνο το περιτύλιγμα. Η ψυχή μας μετράει.» του είπε νοιώθοντας υπερβολικά μελό. Η Ήβη δεν ήξερε γιατί εκείνο το καλικατζαράκι την έκανε να πιστεύει ότι μπορούσε να τον εμπιστευτεί, αλλά ένιωθε πως δεν μπορούσε να κάνει λάθος.
«Είσαι πολύ ευγενές άτομο, σε ευχαριστώ. Αυτό σημαίνει...» το πρόσωπο του είχε πάρει μια αστεία έκφραση χαράς.
«Θα μου άρεσε πολύ.» του είπε συνοδεύοντας την απάντηση της με ένα χαμόγελο.
«Μπορώ να σου ζητήσω και κάτι άλλο;»
«Τί;» τον ρώτησε καθώς σηκωνόταν.
«Θα μπορούσες να το κρατήσεις μυστικό;» την ρώτησε δειλά.
«Ναι, αλλά γιατί κρύβεσαι;»
«Θα φοβηθούν, και ο φόβος σας για το άγνωστο οδηγεί σε πολύ βίαια πράγματα. Να σου θυμίσω ότι πριν από λίγο καιρό μόλις καίγανε τις μάγισσες;»
«Ναι, αλλά εδώ είναι μαγική κοινότητα, δεν πιστεύω να τους ενοχλήσει η εμφάνιση σου.»
«Ωω, δεν αναφερόμουν σε αυτό. Αν μαθευτεί πως οι πύλες χρησιμοποιούνται θα ξεσπάσει σάλος και θα θέλουν να κρεμάσουν το γδαρμένο μου κουφάρι προς παραδειγματισμό.»
«Ναι, αυτό δεν πρέπει να γίνει.» συμφώνησε μαζί του προσπαθώντας να διώξει την εικόνα που ο Νέστωρας είχε μόλις περιγράψει από το μυαλό της.
«Φαίνεσαι σκεπτική, τί συμβαίνει;» τη ρώτησε δειλά.
«Εδώ η ύπαρξη των πυλών δεν είναι εις γνώση όλων. Για την ακρίβεια, το ξέρουν μόνο πολύ λίγοι. Αυτά που μου είπες με έβαλαν σε σκέψη.»
«Εσύ πως το έμαθες;»
«Είμαι η φύλακας.» του απάντησε αφηρημένα. Κάτι σε αυτό που είπε, φάνηκε να τον σοκάρει πολύ. Την επόμενη κιόλας στιγμή, ο Νέστωραςέπεσε στο πάτωμα και της υποκλίθηκε.
«Μα καλά τι...; Σήκω πάνω, τί κάνεις; Γιατί μου... υποκλίθηκες;» η Ήβη πλησίασε τον Νέστωρα και τον σήκωσε από το μπράτσο.
«Είσαι πασίγνωστη στα μέρη μας, η δύναμη σου μπορεί να αλλάξει το παρελθόν και το μέλλον και οι Ισχυροί -τα πνεύματα- είναι ταπεινοί σου δούλοι.»
«Για να το ξεκαθαρίσουμε, δε θέλω να μου υποκλιθείς ξανά. Ούτε είμαι ανώτερη σου. Όσο για το δεύτερο, μη βάλεις και το χέρι σου στην φωτιά.»
«Τί εννοείς;» τη ρώτησε μπερδεμένος.
«Το μόνο πνεύμα με το οποίο κατάφερα να μιλήσω, μου επιτέθηκε στέλνοντας με από εκεί που ήρθα.»
«Μα δεν καταλαβαίνω.»
«Τέλος πάντων, έλεγες κάτι για μια επέτειο.»
«Ναι, την επέτειο της σελήνης.»
«Αν εγώ είμαι η φύλακας, πως είναι δυνατόν να μπαινοβγαίνετε ανάμεσα στους κόσμους;»
«Δεν μπορείς να το αποτρέψεις. Όταν σφραγίστηκαν οι πύλες ήταν αμοιβαία συμφωνία να ορισθεί αυτή η επέτειος ως τη μέρα που κάθε ον θα μπορούσε να μεταβεί στους κόσμους. Χρησιμοποιούταν συνήθως για να εξορίσουν κάποιον, θεωρείτε μεγάλο τίμημα. Πλέον όμως γίνεται και για εναλλακτικές μορφές ενέργειας ή ανεύρεση νέας δύναμης.»
«Εσύ γιατί ήρθες;» η Ήβη κατάλαβε πως αυτή ήταν μια ερώτηση που του έφερνε δυσάρεστεςαναμνήσεις.
«Αυτή που αγαπούσα είχε εξορισθεί επειδή σκότωσε το γιό του βασιλιά μας. Πήγε να την ατιμάσει.»
«Και δεν τη βρήκες;» τον ρώτησε χωρίς να είναι σίγουρη ότι ο τόνος της ήταν αυτός που άρμοζε στην περίσταση.
«Τη βρήκα... νεκρή. Αυτοκτόνησε.» της απάντησε με μάτια γεμάτα πόνο.
«Λυπάμαι.» του απάντησε προσπαθώντας να μη βουρκώσει. Εφτά αιώνες στη σκιά της απώλειας εκείνου που αγαπάς. Εφτά αιώνες χωρίς τη συντροφιά κάποιου. Εφτά αιώνες κάτω από το φόβο να τον κατακρεουργήσουν όντα των οποίων τις συνήθειες και τα έθιμα δεν καταλάβαινε. Η ζωή του πρέπει να ήταν μία ζωντανή κόλαση. Και όμως, είχε το κουράγιο να συνεχίσει να ζει.
«Όχι όσο εγώ.» της απάντησε αποσπώντας την από τις σκέψεις της. Ο χτύπος στην πόρτα αναστάτωσε τον Νέστωρα ο οποίος και κρύφτηκε ξανά κάτω από το κρεβάτι. Όταν το ξωτικό ήταν ασφαλές στην κρυψώνα του, η Ήβη έριξε ακατάστατα το πάπλωμα και τα σεντόνιαώστε να καλύπτει το κενό ανάμεσα στην κάσα και το πάτωμα, σιγουρεύοντας έτσι ότι το καινούριο της μυστικό ήταν ασφαλές. Έπειτα έδωσε την άδεια της για να περάσει ο απρόσμενος επισκέπτης.
Ήταν ο Χάρης, ξάγρυπνος και κουρασμένος.
«Τί κάνεις εσύ εδώ;» τον ρώτησε έκπληκτη. «Δεν έχουμε ιστορία;»
«Ναι, αλλά έφυγα. Η Ναταλία λέει πως χρειάζομαι λίγες παραπάνω ώρες ύπνου περισσότερο απ’ ότι χρειάζομαι ιστορία.» της απάντησε το αγόρι. Και χωρίς να περιμένει πρόσκληση, μπήκε στο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
«Εύστοχη παρατήρηση. Τί έχεις;»
«Τίποτα για το οποίο χρειάζεται να ανησυχείς. Ήρθα μόνο να δω αν είναι όλα καλά. Γιατί δεν ήρθες την πρώτη ώρα;» για κάποιον του οποίου η παρουσία δήλωνε ένδειξη ανησυχίας, ήταν πολύ αδιάφορος. Και αυτό θύμωσε την Ήβη.
«Με πήρε ο ύπνος… Είσαι σίγουρος; Εννοώ, δείχνεις να έχεις τα χάλια σου.» συνέχισε περιορίζοντας την άμυνα της.
«Νόμιζα ότι το μόνο που σε ενδιέφερε ήταν να με χρησιμοποιήσεις ως διαμεσολαβητή για τους Άβετορ.» της είπε πικρόχολα αποφεύγοντας τη ματιά της. «Ίσως και να σου δείξω και μερικά ξόρκια στη μαύρη μαγεία... Τί έγινε; Σε παρεξήγησα ή είναι καμιά άλλη φαεινή ιδέα του Γαβριήλ; Να μου το παίξεις φίλη;»
Η Ήβη είχε μείνει άφωνη. Αν μη τι άλλο, δεν ήξερε ότι ο Χάρης γνώριζε για τη συμφωνία που εκείνη και ο Γαβριήλ είχαν κάνει πίσω από την πλάτη του. Έφταιγε άραγε η συμπεριφορά της προς εκείνον ή ο Χάρη θα έκανε ακριβώς το ίδιο στη θέση της και μόλις τώρα συνειδητοποιούσε ότι τον πείραζε;
Στο άκουσμα αυτών ένιωσε λες και ένα μαχαίρι πέρασε ξυστά από την καρδιά της και η θερμοκρασία του δωματίου αυξήθηκε επικίνδυνα.
«Μα, τί λες; Τί σε έπιασε;» του είπε αποφασίζοντας πως η καλύτερη τεχνική θα ήταν να αγνοήσει τα όσα της είχε μόλις πει. Ο Χάρης επιδίωξε να την κοιτάξει στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν σοβαρό, ίσως λίγο εχθρικό.
«Ξέχνα το...» της είπε ενώ έκανε μια ανεπαίσθητη κίνηση με το χέρι του, ήταν το σινιάλο του στην Ήβη. Ήθελε να συνεχίσει να του μιλάει. Το κορίτσι έχοντας καταλάβει περί τίνος επρόκειτο, στάθηκε ανάμεσα σε εκείνον και τον Νέστορα ενώ συνέχισε να μιλάει όπως ακριβώς την είχε παροτρύνει.
«Ξέρεις κάτι; Αν εσύ δεν μπορείς να δεις κάτω από τη μύτη σου...» ο σκοπός της επετεύχθη. Κατάφερε να του τραβήξει την προσοχή από το στόχο του.
«Ίσως να βοηθούσε αν ήσουν πιο ξεκάθαρη. Τί λες γι’ αυτό;» ο Χάρης έβγαλε το ραβδί από την τσέπη του και στόχευσε το κρεβάτι. Το έπιπλο τινάχτηκε στον αέρα και έπειτα κοπάνισε στον τοίχο στην άλλη πλευρά του δωματίου κάνοντας πάταγο.
Το ξωτικό κάτω από αυτό τώρα έτρεμε σύγκορμο χρησιμοποιώντας τα χέρια του για να προστατέψει το κεφάλι του. Λίγο μετά την αποκάλυψη του, έτρεξε να κρυφτεί πίσω από το ανασηκωμένο τώρα κρεβάτι αλλά ο Χάρη ήταν πιο γρήγορος. Ύψωσε το ραβδί του ενάντια στο ξωτικό και…
«Λιβερ...»
«Σταμάτα! Τρελάθηκες;» η Ήβη είχε μπει τώρα ανάμεσα τους.
«Αν τρελάθηκα; Αυτό το πράγμα ήταν κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι σου και ρωτάς εμένα αν τρελάθηκα;» τη ρώτησε εξοργισμένος. Τα δύο παιδιά είχαν υψώσει τον τόνο της φωνής τους, κάτι που κατάλαβαν αμέσως πως μόνο μπελάδες μπορεί να τους έφερνε. Όχι μόνο ένα αγόρι είχε επισκεφτεί το δωμάτιο ενός κοριτσιού, αλλά το μέρος τώρα έμοιαζε με βομβαρδισμένο πεδίο.
Αφού η Ήβη έριξε μία κλεφτή ματιά έξω από την πόρτα της, πήρε πρώτη το λόγο διατηρώντας τη φωνή της ήρεμη αυτή τη φορά.
«Δεν είμαι τόσο απροστάτευτη όσο νομίζεις. Τώρα βάλε ένα χεράκι να τα μαζέψουμε.» τον μάλωσε. Ο Χάρης όμως δεν είχε πάρει τα μάτια του από το κρεβάτι. Πίσω από αυτό, είχε τρέξει να κρυφτεί πριν από λίγο αυτό το παράξενο πλάσμα. Η Ήβη τον τράβηξε από το μπράτσο και εκείνος γύρισε να την κοιτάξει με βλέμμα παγωμένο, κάνοντας τη να νοιώσει σα να της είχαν μόλις δώσει ένα δυνατό χαστούκι. «Είναι ένα ξωτικό, εντάξει;»
«Ναι, είναι μόνο ένα ξωτικό. Ένα ξωτικό που έτυχε να μπει στο Obweiben και να κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι σου!» την αποπήρε.
«Δεν είναι έτσι! Απλώς το φοβίζουνε οι ανθρ...» ο Χάρης όμως δεν την άφησε να τελειώσει την φράση της.
«Εδώ και πόσο καιρό μου κρατάς μυστικά;» τη ρώτησε θυμωμένος.
«Μα δεν...» η πόρτα άνοιξε με πάταγο και μπήκε μέσα ο Ριχάρδος Χάγκερ. Ο δάσκαλος τους στη βοτανολογία φαινόταν πολύ ανήσυχος και το θέαμα που έβλεπε δεν τον καθησύχασε καθόλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου