Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 11


Το επόμενο πρωί μέσα από τα τείχη του Obweiben ξεκίνησε με την ενημέρωση όλων των παρευρισκόμενων για την εξαφάνιση δύο μαθητών και τις ανησυχητικές κινήσεις των Άβετορ. Πολλοί από τους μαθητές δεν είχαν ακούσει ποτέ τους για την ύπαρξη τους και όσοι είχαν, πίστευαν πως ήταν απλά ένα κομμάτι ξεχασμένης ιστορίας.
Οι δε καθηγητές δεν ήταν ενήμεροι για την τολμηρή κίνηση της Μαρίας που είχε φορτώσει τόσα μικρά μυαλουδάκια με ένα τόσο σοβαρό θέμα. Έτσι έδειξαν την εναντίωση τους. Όμως η γυναίκα ήταν αποφασισμένη και έτοιμη να τους αντιμετωπίσει. Η ένταση από την έλλειψη ύπνου το προηγούμενο βράδυ τη βοήθησε στη διαμάχη της αυτή.
Πώς μπορούσε να κοιμηθεί άλλωστε; Η εγγονή της ήταν η μοναδική οικογένεια που της είχε απομείνει μαζί με τον Γαβριήλ και τώρα προσπαθούσε να σώσει τον κόσμο με μόνο της στήριγμα ένα ρεμάλι. Το υπουργείο ήταν ανάστατο με την εξάπλωση των Άβετορ και πιο αποσυντονισμένο από ποτέ.
Η διευθύντρια της σχολής ήταν εξαγριωμένη και διέταξε κάθε παιδί να πάει στις αίθουσες για το προκαθορισμένο μάθημα ενώ ενημέρωσε τους μαθητές της Μαρίας ότι η καθηγήτρια τους θα καθυστερούσε. Όσο για την Άννα, γελούσε σιωπηλά για την απρόσμενα καλή πορεία του σχεδίου της. Είχε προκαλέσει αυτό ακριβώς που χρειαζόταν, χάος.
Εκείνη και η Καίτη είχαν βοτανολογία με τον Κορνήλιο. Ο κατάλληλος καθηγητής για να βάλει σε ετοιμότητα το δεύτερο μέρος του σχεδίου της, το οποίο και επιτεύχθηκε μέχρι το τέλος της ώρας. Το μόνο που χρειάστηκε ήταν λίγη δόση από τη γυναικεία της πονηριά και έκανε το διδάσκοντα να πιστέψει ότι η εκδρομή στο υπουργείο ήταν εξ’ αρχής δική του ιδέα. Και εφόσον αρκούσε η υπογραφή ενός και μόνο καθηγητή για να εγκριθεί μία εκπαιδευτική εκδρομή, ήταν μόνο θέμα χρόνου μέχρι να καθοριστούν οι ημερομηνίες.
Στο διάλειμμα, τα μόνα θέματα που άκουγες να συζητούνται στους διαδρόμους αφορούσαν τα νέα που τους είχε προδώσει η καθηγήτριας τους εκείνο το πρωί. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που πλησίασαν τα δύο κορίτσια για να τους αποσπάσουν περισσότερες πληροφορίες. Όμως οι προσπάθειες τους κατέληξαν στο κενό. Ο Γιάντης έδειχνε ιδιαίτερα ανήσυχος για την όλη κατάσταση, κάτι που ενόχλησε την Καίτη. Δεν ήταν ότι ζήλευε τη φίλη της, αλλά η πιθανότητα εκείνος να ήθελε ακόμα την Ήβη την πονούσε. Έτσι το ευχαριστήθηκε με την ψυχή της όταν τον άφησε να τσιτσιρίζετε στο ζουμί του αρνούμενη να του πει το οτιδήποτε.
«Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω! Ούτε εγώ που ήξερα τι προσπαθούσες να κάνεις δεν κατάλαβα... πώς το έκανες; Είσαι καταπληκτική!» η Καίτη επευφημούσε τη φίλη της για το κατόρθωμα της καθώς πήγαιναν στους κοιτώνες. Το πρόγραμμα τους έλεγε ότι είχαν μάθημα φίλτρων εκείνη την ώρα, αλλά εφόσον ο Γαβριήλ αγνοούταν, το μάθημα δεν έγινε. Η Μαρία είχε τη διακριτικότητα να πει ότι είχε κάποιες εξωτερικές δουλείες που απαιτούσαν την απουσία του από τη σχολή για λίγο καιρό. Η καθηγήτρια τους δεν ήθελε να ανάψει και άλλες φωτιές.
Η Άννα ήταν ιδιαίτερα ανήσυχη, κάτι που φυσικά δε διέφυγε της προσοχής της Καίτης. «Είναι μεγάλο παιδί. Είμαι σίγουρη ότι μπορεί να προσέχει τον εαυτό του.» συμπλήρωσε η Καίτη όταν είδε ότι η δόξα που της απέδιδε δεν κατάφερε να την αποσπάσει από την ανησυχία της.
«Το ξέρω, αλλά έχω ένα άσχημο προαίσθημα.» μουρμούρισε.
«Το πιθανότερο είναι η εκδρομή να γίνει σε μία εβδομάδα… ίσως λιγότερο. Καλύτερα να σκεφτούμε την επόμενη μας κίνηση. Ως εδώ ήταν το εύκολο κομμάτι, τώρα έρχονται τα δύσκολα.»
«Ναι σωστά.» είπε με απρόσμενο σθένος. «Θα χρειαστούμε ένα χάρτη του υπουργείου. Στη βιβλιοθήκη υπάρχουν αρχεία από χάρτες για κοινόχρηστα κτίρια… ξέρεις αυτά που μοιραζόμαστε με τους ανθρώπους…»
***

Ο Γαβριήλ και ο Νίκος βρισκόταν στο σπίτι της αδελφής του Χάρη. Το τελευταίο που θυμόταν ο πρώτος ήταν η αίσθηση ότι το δέρμα του καιγόταν και η έλλειψη οξυγόνου. Ένιωθε ακόμη αδύναμος. Κοίταξε γύρω του, όλα ήταν θολά. Την επόμενη στιγμή όμως ένα δυνατό χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του τον έριξε αναίσθητο.
***

Η Ήβη βρισκόταν ξαπλωμένη στο πάτωμα του δωματίου της παίζοντας με το φτερό του Μάρκου στα χέρια της. Τα είχε καταφέρει και αυτό της έδωσε μια απρόσμενη χαρά. Τώρα όμως έπρεπε να βρει τον Χάρη. Τώρα έπρεπε να αντιμετωπίσει τα όσα έπονταν. Πώς άραγε μπορούσε να του εξηγήσει κάτι που και η ίδια δεν καταλάβαινε; Το κορίτσι σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα όταν η θύμηση του πατέρα της και του τι είχε συμβεί σε αυτόν ήρθε για να κάνει τα γόνατα της να λυγίσουν.
 Πώς μπόρεσε να το ξεχάσει; Έφταιγε άραγε εκείνη για αυτό που του συνέβη; Μήπως δεν μπορούσαν να υπάρξουν δύο φύλακες στον ίδιο χώρο και χρόνο; Τυπικά δεν ήμουν ακόμη φύλακας, αλλά και έτσι να ήταν, μου είχε μεταδώσει τις δυνάμεις του πολύ πριν εκείνη τη μέρα. Ναι κάτι άλλο συνέβη.
Μπορεί να κρατούσε το φτερό στο χέρι της αλλά δεν ήξερε πως να το χρησιμοποιήσει. Σίγουρα κάποια προσβολή την περίμενε, ακόμη δεν είχε επιστρέψει και τον χρειαζόταν. Από την άλλη, δεν την ένοιαζε ό, τι και αν της έλεγε. Ήταν τόσο χαρούμενη που είχε επιτέλους κάποιον να στραφεί, κάποιον για να τη βοηθήσει. Κάποιον που είχε βρεθεί στη θέση της. Το γεγονός ότι είχε κάνει κάτι τόσο φρικτό αλλά και ότι θα άφηνε τον Γαβριήλ να πεθάνει μόνο και μόνο για να τη ζορίσει λίγο περισσότερο, έμοιαζαν να ξεθωριάζουν στο μυαλό της μπροστά στην εικόνα του.
«Θα περιμένω πολύ ακόμα;» η Ήβη άφησε μια κραυγή. Είχε απορροφηθεί τόσο πολύ από τις σκέψεις της που η φωνή του Μάρκου την είχε τρομάξει. Αυτή τη φορά δεν είχε τα φτερά του.
«Τ... πώς... ;»
«Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για τον πατέρα σου. Σου συνιστώ να ασχοληθείς με κάτι που θα πιάσει τόπο.» της είπε χωρίς περιστροφές.
«Έτσι έλεγες και για τον Γαβριήλ.» του αντιμίλησε η κοπέλα.
«Θα προτιμούσα αυτό να μην επηρεάσει την κρίση σου, δε μου αρέσει να με αμφισβητούν. Αυτό που έγινε στον Λούκα είναι μια αλυσίδα γεγονότων του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος που δεν μπορείς να σπάσεις αν δεν βρεις τον αδύναμο κρίκο.»
«Δε με βοηθάς ιδιαίτερα, το ξέρεις έτσι;»
«Δεν μπορώ να κάνω κάτι για αυτό, πρέπει να το κάνεις μόνη σου. Γι’ αυτό σταμάτα να σπαταλάς το χρόνο σου γιατί θα επιστρέψεις στο μέλλον την ώρα που πεθαίνει η μητέρα σου. Παρεμπιπτόντως, πρέπει να είσαι εκεί για να το ξαναζήσεις, αλλιώς το μέλλον θα αλλάξει. Και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να ρισκάρεις ποτέ σου. Και η παραμικρή αλλαγή μπορεί να οδηγήσει σε τρομερά πράγματα. Δεν μπορείς να σκεφτείς τον εαυτό σου. Και μη διανοηθείς να τη σώσεις. Για κάθε ζωή που γυρνάει πίσω πρέπει να δοθεί μία. Δες το σαν μια ζυγαριά. Συνεννοηθήκαμε;» της είπε αυστηρά. Οι παρατηρήσεις του την έκαναν να αναρωτηθεί μονάχα ένα πράγμα:
«Δεν μπορείς να διαβάζεις τη σκέψη, έτσι δεν είναι;» όμως εκείνος δεν απάντησε. Χαμογέλασε και εξαφανίστηκε πίσω από μαύρες πυκνές σκιές… αλλά δεν απάντησε.
«Αγάπη μου, σε ποιόν μιλάς.» η Βαλεντίνη βρισκόταν πίσω από την πόρτα της οποίας η Ήβη κρατούσε ακόμη το χερούλι, ερχόταν για να πάρει τις απαντήσεις που η κόρη της της είχε υποσχεθεί.
«Έλα μέσα.» της είπε ξαφνιασμένη από το χείμαρρο των συναισθημάτων που την κατέκλισαν, κάτι που έπρεπε να κρύψει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε ξανά ζωντανή, ούτε η πρώτη φορά που της μιλούσε σήμερα. Αλλά ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποιούσε την κατάσταση μέσα στην οποία είχε βρεθεί.
«Λαγουδάκι μου, όλα καλά;» τα λόγια της μητέρας της προκάλεσαν πόνο στην Ήβη, η ίδια της η παρουσία της προκαλούσε πόνο.
«Ναι... ήταν ένας φίλος μου από τη σχολή. Εννοώ... μίλαγα στο κινητό. Τέλος πάντων, βρίσκετε εδώ κοντά και ήθελε να με δει... ξέρεις, για τα γενέθλια μου. Ίσως αργήσω λίγο.» ξεφούρνισε την πρώτη δικαιολογία που μπόρεσε να σκεφτεί. Καθώς η Ήβη μιλούσε απέφευγε να την κοιτάξει στα μάτια, δεν μπορούσε. Έψαχνε στο κουτί με τα κοσμήματα της που βρισκόταν στο κομοδίνο της για ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια σε σχήμα επτάκτινου ήλιου. Το ένα από τα δύο είχε χάσει δύο από τις ακτίνες του. Όταν το βρήκε, έβγαλε το ραβδί της από την τσέπη της και...
«Ένωση!» το μέταλλο από το σκουλαρίκι έλιωσε και τυλίχτηκε γύρω από τη μύτη του φτερού που ο Δημήτρης της είχε ζητήσει να κουβαλάει διαρκώς μαζί της. Όταν τελείωσε, φόρεσε τόσο το φτερό όσο και τον ήλιο που κάποτε αποτελούσε το ζευγάρι του λιωμένου τώρα σκουλαρικιού.
«Νόμιζα ότι η γιαγιά σου είχε κρατήσει το ραβδί.» της είπε ανήσυχη η Βαλεντίνη. Η Ήβη σταμάτησε και κοίταξε τη μητέρα της για πρώτη φορά μέσα στα μάτια, όμως όχι για πολύ. Φοβήθηκε ότι η γυναίκα θα καταλάβαινε τα πάντα και θα προσπαθούσε να τη σταματήσει. Έτσι, προσποιήθηκε πως έψαχνε με το βλέμμα της κάτι μέσα στο δωμάτιο.
«Ναι αλλά... έλα τώρα, θα γελάνε μαζί μου αν μάθουν ότι δεν έχω το ραβδί μου μαζί μου.» το κορίτσι ήλπιζε αυτή τη φορά να έφευγε χωρίς περαιτέρω δυσκολίες και όντως απομακρύνθηκε χωρίς να χρειαστεί να δώσει περισσότερες εξηγήσεις.
«Να προσέχεις.» στη φράση της αυτή η Ήβη κοντοστάθηκε για λίγο. Εδώ και δύο χρόνια ευχόταν καθημερινά να μπορούσε να τη δει, να της μιλήσει έστω και για λίγο. Και τώρα έψαχνε αφορμές για να φύγει μακριά της. Τί ειρωνεία! Γύρισε πίσω και την αγκάλιασε όσο ποιό σφικτά μπορούσε ενώ ψιθύρισε στο αυτί της.
«Συγγνώμη.»
«Για ποιό πράγμα;» η Ήβη σκούπισε το δάκρυα της προτού της μιλήσει ξανά.
«Που δεν κάθομαι για να το γιορτάσουμε σαν οικογένεια, ξέρω ότι τρελαίνεσαι για κάτι τέτοια.» είπε ψέματα.
«Ούτως ή άλλως λείπει ο πατέρας σου και η Μαρία έχει κάτι δουλείες. Θα γιορτάσουμε όταν γυρίσεις. Άλλωστε έχεις τόσα πολλά γενέθλια μπροστά σου για να τα γιορτάζουμε.»
«Ναι, σωστά.» βιάστηκε να πει βιάζοντας ένα χαμόγελο στα χείλη της. Έπειτα έκανε μεταβολή και έφυγε τρέχοντας. Τα δάκρυα τώρα κυλούσαν ποτάμι. Δεν καταλάβαινε που πήγαινε. Ήξερε ότι έπρεπε να βρει τον Νέστορα και τον Χάρη, αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε αυτό εκείνη τη στιγμή. Απλά συνέχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε… έτρεχε μακριά από τον πόνο.
***

 Ο Χάρης και ο Νέστορας δεν είχαν ανταλλάξει περαιτέρω κουβέντες μετά από το τελεσίγραφο που ειπώθηκε στην καφετέρια. Τώρα βρισκόντουσαν μπροστά από την πόρτα του σπιτιού της Ηλέκτρας, για δεύτερη φορά εκείνη τη μέρα. Δε χτύπησαν το κουδούνι, ούτε άφησαν κάποιον ήχο που να δηλώνει την εισβολή τους. Το αγόρι προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού σα να ήταν δικό του και ο Νέστορας ακολούθησε δειλά.
Την ησυχία της μέχρι πριν από λίγο έρημης έπαυλης έσπαγε ο ήχος από το ντους στον πρώτο όροφο. Έτσι, ο μικρός αδελφός βρήκε την ευκαιρία να ψαχουλέψει. Ένιωθε πως ήταν δέκα χρονών και προσπαθούσε να βρει κάτι που θα εκνεύριζε την Ηλέκτρα. Άθελα του, του ξέφυγε ένα χαμόγελο αλλά δεν έμεινε στο πρόσωπο του για πολύ.
Ένιωσε κάτι να τυλίγεται γύρω από το λαιμό του και να τον πνίγει. Ψαχούλεψε για λίγο αλλά δε βρήκε τίποτα απτό. Βημάτισε για λίγο σπασμωδικά και αφού σκόνταψε στο πόδι ενός τραπεζιού, έπεσε στο πάτωμα.
«Χάρη;» η έκπληξη ήταν ολοφάνερη στη φωνή της κοπέλας που έσπευσε να κατεβάσει το ραβδί της και να τρέξει στην αγκαλιά του αδερφού της. Ήταν τυλιγμένη με μια μικρή πετσέτα και ήταν γεμάτη σαπουνάδες.
«Να υποθέσω ότι εσύ δεν την είδες να έρχεται, έτσι δεν είναι;» απευθύνθηκε στον Νέστορα ειρωνικά. Το μικρό ξωτικό καθόταν στην απέναντι πλευρά του δωματίου κοιτάζοντας σα να του είχαν μόλις αρπάξει ένα παιχνίδι μέσα από τα χέρια.
«Ίσως και να την είδα, η μνήμη μου με απατά.» του είπε δειλά.
 «Γίνεσαι όλο και πιο αθόρυβη.» της είπε αγνοώντας τον προλαλήσαντα και παίζοντας με την Ηλέκτρα.
«Ή εσύ γίνεσαι όλο και πιο απρόσεκτος.» του είπε δίνοντας τέλος στα πειράγματα τους και βοηθώντας τον να σηκωθεί. «Νόμιζα ότι δε θα ερχόσουν ξανά.» συνέχισε μελαγχολικά. Ο Χάρης ήξερε ότι αναφερόταν σε έναν καυγά που είχαν και κατά την διάρκεια του οποίου την κατονόμαζε με προσωνύμια που ένας αδελφός δε θα έπρεπε να αποδίδει στην αδελφή του. Εκείνος το είχε ξεκινήσει. Είχε μάθει ότι η αδελφή του είχε αναλάβει προσωπικά την ψυχαγώγηση του αρχηγού των Άβετορ, δεν ήξερε όμως ότι αυτό ήταν μονάχα μία βιτρίνα. Από τότε είχενα τη δει. Για εκείνον, είχαν περάσει δύο χρόνια από τη μέρα που ζούσε.
«Αφού ξέρεις ότι χωρίς εμένα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα σωστά.» της απάντησε σαρκαστικά. «Τί είναι αυτό στον καρπό σου;» η προσοχή του Χάρη είχε πέσει σε ένα μικρό σημάδι, μία άσχημα κλεισμένη ουλή στο χέρι της Ηλέκτρας. Ήξερε ότι η αδελφή του ήταν πολύ κοκέτα για να αμελήσει έστω και το μικρότερο τραύμα, αλλά δεν έδωσε περισσότερη έκταση στο θέμα. Ήθελε να μπει κατευθείαν στο ζουμί, να τη ρωτήσει γιατί την σκότωσαν. Να μάθει όλα όσα ήξερε, αλλά όταν τα βλέμματα τους συναντήθηκαν του ήταν αδύνατο. Του είχε λείψει τόσο πολύ. Πολύ περισσότερο απ’ ότι ο ίδιος πίστευε.
Τότε η Ηλέκτρα πρόσεξε για πρώτη φορά το φίλο του αδελφού της.
Είχε καταλάβει ότι εκατομμύρια λέξεις θα πάσχιζαν να της εξηγήσουν σε χρόνο μόλις μερικών δευτερολέπτων. Είχε ακούσει μόνο εικασίες για τα άτομα εκείνα που αυτοαποκαλούνταν φύλακες. Τώρα όμως ήξερε ότι υπήρχαν και ότι εκείνη θα πέθαινε σύντομα. Ώστε ο αδελφός της είχε καταφέρει να ξετρυπώσει έναν από δαύτους; Έπρεπε να το είχε φανταστεί. Ήταν πολύ εγωιστής για να κάνει το πρώτο βήμα μετά από όσα της είπε.
«Είσαι ξωτικό, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε γλυκά.
«Εεε, ναι.» έκανε αμήχανα ο Νέστορας.
«Και... που είναι εκείνος;» είπε παίρνοντας το βλέμμα της από επάνω του και στρέφοντας το στον αδερφό της.
«Χωριστήκαμε.» έσπευσε να πει ο Χάρης προβλέποντας τον υπαινιγμό που του Νέστορα.
«Και δεν είναι εκείνος, αλλά εκείνη.» συμπλήρωσε θυμωμένο το μικρό ξωτικό.
«Τί έκανε λέει;» είπε αφήνοντας ένα γέλιο να της ξεφύγει.
«Δεν καταλαβαίνω που βρίσκεις το αστείο.» σήκωσε τα όπλα ο Νέστορας. Πριν όμως η κοπέλα προλάβει να απαντήσει κάποιος χτύπησε το κουδούνι του. Όποιος και αν ήταν, δεν περίμενε απάντηση. Ο Χάρης και ο Νέστορας άκουσαν το τρίξιμο που άφησε η πόρτα καθώς άνοιγε και κατάλαβαν ότι έπρεπε να κρυφτούν. Δεν είχαν πολύ χρόνο, έτσι τρύπωσαν μέσα στο κάθισμα-μπαούλο που βρισκόταν κάτω από το παράθυρο. Τυχεροί μέσα στην ατυχία τους, το αντικείμενο δεν είχε πολλά πράγματα μέσα. Ακούμπησαν το περιεχόμενο του πρόχειρα πάνω στο τραπέζι στο πόδι του οποίου είχε σκοντάψει πριν από λίγο το αγόρι. Ίσα που είχαν προλάβει όταν άκουσαν τη φωνή του άγνωστου άντρα.
«Α, είσαι εδώ, ωραία. Καλημέρα.» ήταν βαθιά και δυνατή.
«Δε νομίζω να σου έδωσα ποτέ την εντύπωση ότι μπορείς να έρχεσαι εδώ όποτε θέλεις και σίγουρα όχι να μπαίνεις χωρίς να περιμένεις την άδεια μου!» τον αποπήρε η Ηλέκτρα.
«Την άδεια σου;» άφησε ένα γέλιο να του ξεφύγει και ο Χάρης ένιωσε κατευθείαν την ατμόσφαιρα να ηλεκτρίζεται. Τα βήματα του άντρα έσπασαν την ολιγόλεπτη σιωπή που επικράτησε. «Δε χρειάζομαι... την άδεια σου για τίποτα. Μην ξεχνάς πια είναι η θέση σου και πια η δική μου.» την απείλησε.
«Μην με ακουμπάς! Ένα ακόμα τσιράκι, αυτό είσαι μόνο.» ο ήχος μιας δυνατής σφαλιάρας έκανε τον Χάρη να τιναχτεί αλλά ο Νέστορας τον συγκράτησε.
«Τί ήταν αυτός ο θόρυβος;» ο Χάρης είχε βγάλει το ραβδί του από την τσέπη και ήταν σε ετοιμότητα, αλλά η Ηλέκτρα με περισσή άνεση...
«Τί έγινε; Έγινες και αλαφροΐσκιωτος τώρα;»
«Άλλη είναι αυτή που θα έπρεπε να φοβάται, εγώ δεν κρύβω τίποτα. Εσύ;»
«Τί θέλεις Ξένιε, άσε τους υπαινιγμούς και μίλα.»
«Αλήθεια, τί κάνεις με την πετσέτα στο σαλόνι;»
«Σπίτι μου είναι ότι θέλω κάνω, το ξέχασες;»
«Ναι, αλλά μοιάζει σαν κάποιος να διέκοψε το μπάνιο σου. Είναι κανείς εδώ;»
«Ναι, εσύ. Τί θες Ξένιε;»
«Σε θέλει ο πατερούλης σου.»
«Ήρθες ως εδώ μόνο και μόνο για να μου πεις ότι με θέλει;»
 «Όχι, ήρθα για να σιγουρευτώ ότι θα πάς…» ο τόνος της φωνής του πρόδιδε ότι επρόκειτο να επακολουθήσει κάτι δυσάρεστο. «και ότι θα πάς τώρα.» αυτό ήταν, ο Χάρης δεν κρατήθηκε ούτε μια στιγμή παραπάνω. Πετάχτηκε όρθιος ανοίγοντας με το κεφάλι του το λεπτό ξύλο του μπαούλου και έστρεψε το ραβδί του στον άντρα που πριν από λίγο είχε χαστουκίσει την αδελφή του. Ήταν γεροδεμένος, ίσως και τέσσερις φορές μεγαλύτερος σε διάπλαση από εκείνον και έγχρωμος.
«Χάρη όχι!» φώναξε η Ηλέκτρα.
«Λιβερσάτσε!» είπε το αγόρι αγνοώντας την προειδοποίηση της αδερφής του. Η κατάρα όμως αποκρούστηκε.
«Βλέπω είναι και ο αδερφούλης σου εδώ. Καιρό έχουμε να σε δούμε μικρέ.» ο Χάρης βγήκε προσεκτικά από το μπαούλο με τα μάτια και το ραβδί πάντα στραμμένα πάνω στον άντρα που η Ηλέκτρα είχε αποκαλέσει Ξένιο. «Ειλικρινά πιστεύεις ότι μπορείς να μου κάνεις κάτι με αυτό;» τον ρώτησε ειρωνικά. «Αζιμούθια!» ο Ξένιος ήταν γρηγορότερος από εκείνον. Τα χρόνια της εμπειρίας του θα τον είχαν βοηθήσει. Ένα κύμα από πράσινη φωτιά χτύπησε τον Χάρη και τον εκσφενδόνισε στον απέναντι τοίχο παρασύροντας μαζί με αυτόν λίγα έπιπλα. Η Ηλέκτρα έβγαλε αστραπιαία το ραβδί της που είχε κρύψει πρόχειρα ανάμεσα στο στήθος της και αντεπιτέθηκε.
«Λόϊρους τόρμπιουμ!» ένα ρήγμα ξεκίνησε με κατεύθυνση τον Ξένιο για να εκτοξεύσει τον άντρα έξω από το παράθυρο. Τον είχε χτυπήσει με τόση δύναμη που έσπασε ακόμα και τις φινετσάτες λεπτεπίλεπτες σιδεριές που το διακοσμούσαν. Μόνο τότε ο Νέστορας έφυγε από την κρυψώνα του για να τρέξει προς το μέρος τους.
«Γρήγορα φύγε!» τον πρόταξε η Ηλέκτρα.
«Δεν πάω πουθενά χωρίς εσένα!»
«Δεν μπορείς να με σώσεις!» του φώναξε.
«Άκου την αδελφή σου μικρέ, κάτι θα ξέρει. Βλέπεις όμως τώρα Ηλέκτρα, με έκανες να θυμώσω.» ο Ξένιος είχε μόλις σκαρφαλώσει πάλι μέσα. Η κατάρα της Ηλέκτρας δε φάνηκε να του κάνει μεγάλη ζημιά. «Άμπιουμ ρούμπια!» ένα σμήνος από έντομα ξεφύτρωσαν από το πουθενά για να της επιτεθούν. Το κορίτσι άφησε ένα ουρλιαχτό και πισωπάτησε μέχρι που σκόνταψε σε ένα από τα κατεστραμμένα έπιπλα. Το ραβδί της τώρα ήταν μέτρα μακριά της και τα έντομα τρέφονταν από το δέρμα της.
Ο Χάρης προσπάθησε να τη βοηθήσει αλλά ο Ξένιος του πέταξε ένα σαραβαλιασμένο φωτιστικό που τον πέτυχε στο πρόσωπο και τον έριξε κάτω. Τώρα το σμήνος έστρεψε την προσοχή του και στα δύο αδέρφια.
«Απλώς πες μου που είναι και θα φροντίσω να πεθάνεις γρήγορα… και ο αδελφός σου φυσικά.» της είπε ο Ξένιος. Η μόνη απάντηση που πήρε όμως ήταν κάτι ακατάλληλο. «Αφού το θέλεις έτσι. Ο Χάρης προσπαθούσε να εστιάσει τις αισθήσεις του ενώ ο Νέστορας που απαρατήρητος στεκόταν σε μια γωνία, χίμηξε στον άντρα σα πεινασμένο θηρίο δίνοντας έτσι στην Ηλέκτρα την ευκαιρία να συρθεί μέχρι το σημείο όπου βρισκόταν πεσμένο το ραβδί της.
«Ηλίουνουμ!» ένα εκτυφλωτικό φώς τώρα τύλιξε το δωμάτιο απωθώντας τα έντομα που άλλα έφυγαν από το παράθυρο και άλλα κινήθηκαν στον όροφο. Ο Νέστορας έδωσε μια δυνατή δαγκωνιά στον αντίπαλο του και έπειτα απομακρύνθηκε φοβισμένος.
«Καταραμένο ξωτικό!» ούρλιαξε ο Ξένιος. «Θα κάνω το κουφάρι σου στολίδι στον τοίχο μου!» τον απείλησε. Ο άντρας προσπάθησε να σηκωθεί αλλά είχε σχεδόν παραλύσει. «Τί μου έκανες;!» οι άλλοι δύο κοίταζαν τώρα το ξωτικό με απορία αλλά ο Νέστορας δεν πήρε τα μάτια του από τον Ξένιο. Ο φόβος ήταν αποτυπωμένος στο πρόσωπο του άντρα.
«Ένα δάγκωμα από ξωτικό έχει αρκετό δηλητήριο για να σκοτώσει κάποιον.» ψιθύρισε ένοχα. «Πρέπει να τον κάψουμε, γρήγορα!»
«Μα γιατί; Θα πεθάνει ούτως ή άλλως.» τον ρώτησε η Ηλέκτρα μπερδεμένη.
«Ναι, αλλά θα βρούνε το πτώμα του, θα καταλάβουν ότι ήμουνα εγώ. Θα με ψάξουν… δε θα ξαναγυρίσω πίσω... θα το καταλάβουν...» το ξωτικό ήταν σε παράνοια, πηγαινοερχόταν και μάζευε ξύλα από έπιπλα που είχαν σπάσει και τα πέταγε πάνω στον άντρα. Ο Ξένιος τα έσπρωχνε μακριά του φοβισμένος. «Φωτιά. Ναι, χρειάζομαι φωτιά!» παραμιλούσε.
«Περίμενε, δεν μπορούμε να τον κάψουμε εδώ!» διαμαρτυρήθηκε η Ηλέκτρα. «Ζούνε άνθρωποι σε αυτήν την περιοχή, μια φωτιά δε θα περάσει απαρατήρητη.» όμως ο Νέστορας δεν την άκουγε. Ένας ανήσυχος κτύπος στη πόρτα τους έκανε όλους να σωπάσουν. Όλους εκτός από τον Ξένιο που προσπαθούσε να βρει τη δύναμη να φωνάξει για βοήθεια.
«Εδώ... θελ... ουν να με σκοτ... γκουχ, γκουχ..... σουν, βοηθ...»
«Είστε όλοι καλά;» μια αντρική φωνή που συνοδεύονταν από μια ακατάληπτη οχλαγωγία πλησίαζε ολοένα και πιο κοντά τους. Η Ηλέκτρα κοίταξε τον Χάρη απηυδισμένη. Έκλεισε τα μάτια της για λίγο και προσπάθησε να επαναφέρει τον εαυτό της σε τάξη.
«Ναι; Ποιός είναι;» είπε το κορίτσι ενώ κατευθύνθηκε γρήγορα προς το χολ για να σταματήσει τους γείτονες από το να μπουν στο σαλόνι. Κάτι που κατάλαβε πολύ σύντομα ότι ήταν πολύ άσχημη ιδέα. Είχε κοψίματα σε όλο της το σώμα.
«Θεούλη μου!» είπε μια ηλικιωμένη γυναίκα που την κοιτούσε σα να έβλεπε το σατανά προσωποποιημένο. Η Ηλέκτρα προσπαθούσε να σκεφτεί κάποια δικαιολογία, κάτι που θα τους έκανε να φύγουν.
«Μα ποιός αγροίκος σου το έκανε αυτό.» τη ρώτησε κάποιος από το πλήθος.
«Με ποιό δικαίωμα μπαίνετε στο σπίτι μου; Διαρρήξατε την κλειδαριά μου;» είπε αποφασίζοντας ότι η καλύτερη άμυνα ήταν η επίθεση. Ήταν το μόνο χαρτί που είχε και έπρεπε να το παίξει καλά.
«Μα κοίτα πως εισ...» ένας άντρας προχώρησε προς το εσωτερικό του σπιτιού επιδιώκοντας να δει τι συνέβαινε.
«Μείνε εκεί που είσαι φίλε,» τον σταμάτησε η Ηλέκτρα. «είναι ιδιωτικός χώρος. Δεν μπορείτε να έρχεστε και να τον καταπατάτε!» συνέχισε να τους φωνάζει.
«Εμ... εμείς ακούσαμε περίεργους θορύβους και... ουρλιαχτά. Είδαμε ένα περίεργο φώς… Ανησυχήσαμε, γι’ αυτό ήρθαμε. Είσαι καλά;» ρώτησε μια ξανθιά κυρία.
«Είμαι μια χαρά και τώρα θέλω να φύγετε από το σπίτι μου πριν φωνάξω την αστυνομία.» την αποπήρε το κορίτσι.
«Και που ξέρουμε εμείς ότι δε σε απειλεί κανείς για να μην μιλήσεις; Ποιός είναι μέσα;» απαίτησε να μάθει ένας μεσόκοπος άντρας.
«Μη φοβάσαι κορίτσι μου.» της είπε η ίδια ηλικιωμένη γυναίκα που είχε κοιτάξει την Ηλέκτρα σα να ήταν κάποιου είδους δαιμόνιο στην αρχή.
«Εγώ δεν πάω πουθενά αν δεν...» δήλωσε ο άντρας που είχε επιχειρήσει να εισβάλει πριν από λίγο. Η Ηλέκτρα τον σταμάτησε φέρνοντας το χέρι της στο ύψος του στομαχιού του, κάτι που κρίνοντας από την γκριμάτσα του τύπου, τον πόνεσε.
«Το αγόρι μου είναι μέσα.» είπε η Ηλέκτρα απηυδισμένη. Ένα κύμα από επιφωνήματα και βρισιές ξέσπασε.
«Και σε χτυπάει; Α τον αλήτη, τώρα θα του δείξω εγώ!» η ηλικιωμένη κυρία σήκωσε τη μαγκούρα της στον αέρα απειλητικά.
«Είναι πιο πολύ αμοιβαίο… αν καταλαβαίνεται τι εννοώ.» τους είπε υιοθετώντας το πιο πρόστυχο βλέμμα της. «Έχω καιρό να τον δω.» η φρίκη αντικατοπτρίστηκε στα πρόσωπα του κοινού της και μουρμουρίζοντας ακατάληπτα λόγια άρχισαν να απομακρύνονται.
«Πρέπει να τη διώξουμε από τη γειτονιά.» άκουσε την ξανθιά κυρία να λέει.
«Το τσουλάκι.» είπε η γιαγιά.
«Και εμείς που ανησυχήσαμε.» μουρμούρισε κάποιος άλλος.
«Ναι, έχουμε και παιδιά!» πάνω που η Ηλέκτρα νόμιζε ότι όλα είχαν τελειώσει, μια φωνή εκλιπάρησε για βοήθεια από το εσωτερικό του σπιτιού κάνοντας το μικρό όχλο να το ξανασκεφτεί.
«Έρχομαι αγάπη μου! Τώρα ξεφορτώνομαι κάτι ενοχλητικούς γείτονες.» είπε αδιάφορα η Ηλέκτρα. «Παίζουμε ένα παιχνιδάκι.» τους εξήγησε το κορίτσι. «Θέλει να έρθει κανένας;» πρόσθεσε βλέποντας το δισταγμό τους.
Σε λίγα δεύτερα είχαν εξαφανιστεί όλοι τους. Η Ηλέκτρα ήταν σίγουρη ότι άκουσε και μερικές βρισιές ανάμεσα σε ό, τι της καταλόγιζαν. Ανακουφισμένη, έκλεισε την πόρτα πίσω τους τονίζοντας τους ότι θα έπρεπε να πληρώσουν για τη ζημιά που είχαν κάνει στην πόρτα της.
Στηρίχτηκε για λίγο στον τοίχο και πήρε μια ανάσα πριν ακολουθήσει το δρόμο για το σαλόνι απ’ όπου τράβηξε την κουρτίνα του σπασμένου παραθύρου αλλά και κάθε άλλου εκεί.
 «Όλα εντάξει.» τους ενημέρωσε. Ο Νέστορας είχε λουφάξει πίσω από ένα αναποδογυρισμένο τραπέζι ενώ ο Χάρης προσπαθούσε να βάλει μια τάξη σε περίπτωση που η αδελφή του δεν κατάφερνε να τους εμποδίσει να μπουν. Είχε καλύψει με ένα χαλί το ρήγμα στο πάτωμα και είχε φροντίσει να κρύψει τον Ξένιο στο μπαούλο όπου εκείνος και το μικρό ξωτικό είχαν κρυφτεί λίγο πιο πριν. «Ευτυχώς δεν τον είδαν να φεύγει από το παράθυρο. Τώρα καταλαβαίνεις γιατί δεν μπορείς να έρχεσαι στο παρελθόν και να κάνεις του κεφαλιού σου;» τον επέπληξε η Ηλέκτρα. «Γιατί βγήκατε από το αναθεματισμένο μπαούλο;» τον ρώτησε θυμωμένη.
«Γιατί πεθαίνεις Ηλέκτρα!» ξέσπασε το αγόρι. «Στο μέλλον είσαι νεκρή! Και μη μου πεις ότι ξαφνικά απέκτησες ιδανικά και προτιμάς να πεθάνεις από το να πάρεις το ρίσκο να αλλάξεις το μέλλον.»
«Ίσως να έχω αλλάξει από την τελευταία φορά που με είδες.» του απάντησε εκείνη θιγμένη.
«Δε χρειάζεται να γίνει έτσι.» συνέχισε το αγόρι μειώνοντας τον τόνο και την απόσταση ανάμεσα τους. «Ήδη κάποιος πεθαίνει στη θέση σου.» είπε δείχνοντας το μπαούλο μέσα στο οποίο βρισκόταν ο αναίσθητος πλέον άντρας.
«Ωραία τα λες, αλλά τι κάνουμε τώρα; Ο Ναπολέων θα με ψάχνει. Αν μάθει ότι ένα από τα τσιράκια του πέθανε θα αγριέψουν πολύ τα πράγματα.»
«Γιατί;» ρώτησε ο Χάρης.
«Γιατί… έτσι.»
«Τί είναι αυτό που έχεις και σε κάνει τόσο πολύτιμη για εκείνον;» τη ρώτησε χωρίς περιστροφές.
«Δεν μπορώ να σου πω.» είπε εκείνη στρέφοντας το βλέμμα της μακριά του.
«Είμαστε έτοιμοι.» τους διέκοψε ο Νέστορας απορροφημένος από τις δικές του σκέψεις. Έσερνε το μπαούλο μέσα στο οποίο ο Χάρης είχε κρύψει τον Ξένιο. Πάνω σε αυτό είχε τυλίξει στο κάλυμμα του καναπέ κούτσουρα.
«Πώς σε λένε;» του είπε καλοσυνάτα η Ηλέκτρα αφήνοντας ένα χαμόγελο.
«Νέστορα.» απάντησε ο Χάρης όταν είδε το ξωτικό να παίρνει μια γλυκανάλατη σκυλήσια γκριμάτσα. «Τί εννοείς ότι δεν μπορείς να μου πεις; Αδελφός σου είμαι, μπορείς να μου πεις τα πάντα.»
«Έχει δίκαιο ο Νέστορας, πρέπει να φύγουμε από εδώ.» του είπε αποφεύγοντας τον. Όμως ο Χάρης δεν ήταν διατεθειμένος να δεχτεί αυτήν της την απάντηση. Τη σταμάτησε κρατώντας την από το μπράτσο και κοιτώντας την αποφασισμένα μέσα στα μάτια. Αλλά εκείνη δε λύγισε, τον έσπρωξε μακριά και με ένα μόνο της βλέμμα του έδωσε να καταλάβει ότι αυτή η συζήτηση είχε τελειώσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου