Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 14


Η μητέρα της και ο Μάρκος την περίμεναν στο καθιστικό. Η εικόνα αυτή έκανε την Ήβη να παγώσει στη θέση της ενώ οι δύο τους σηκωνόντουσαν για να την καλωσορίσουν. Είχε ξεχάσει να βγάλει τα ρούχα που της είχε αγοράσει ο Χάρης, ή τουλάχιστον έτσι είπε στον εαυτό της όταν είδε την ερώτηση να κρέμεται από τα χείλια της μητέρας της.
Ο Μάρκος δεν παρέλειψε να προσέξει το βλέμμα της κοπέλας. Την είχε μάθει καλά και ήξερε πως αυτή ήταν η στιγμή που έχρηζε την επέμβαση ενός εξωγενή παράγοντα. Την έκλεισε μέσα σε μια σφιχτή αγκαλιά και κάλυψε με τη δική του φωνή εκείνη της Βαλεντίνης.
«Χρόνια πολλά ηλιαχτίδα!» τη φώναζε έτσι γιατί έλεγε πως το πείσμα της μπορούσε να σε κάψει όσο και οι ακτίνες του ήλιου.
Ένα χαμόγελο της ξέφυγε και άφησε ένα δάκρυ να κυλήσει. Πώς μπορούσε να τον χάσει ξανά;
«Κλαις;» τη ρώτησε τρομαγμένη η Βαλεντίνη.
«Από τη συγκίνηση.» βιάστηκε να απαντήσει ο Μάρκο από μέρους της. Ήξερε ότι το αγόρι δεν το πίστευε αλλά η μητέρα της της χαμογέλασε μελαγχολικά.
«Γιατί δεν πάτε πάνω να τα πείτε;» της πρότεινε η Βαλεντίνη. «Όπου να ‘ναι θα έρθει ο πατέρας σου με την τούρτα. Θα σας φωνάξω τότε.»
Όπου να ‘ναι...
Αυτές οι λέξεις καρφώθηκαν σα σφήνα στο μυαλό της και σα μαχαίρι στην καρδιά της. Αλλά δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με αυτό, κάθε δευτερόλεπτο ήταν πολύτιμο. Ήθελε να κάτσει λίγο ακόμα με τη μητέρα της αλλά έπρεπε να μιλήσει με τον Μάρκο.
Μα τι στο καλό έκανε εδώ; Σκέφτηκε. Υποτίθεται ότι δεν έπαιζε σε αυτή τη σκηνή. Υποτίθεται ότι δε θα έπρεπε να παίζει καθόλου μετά από όσα του είχε πει. Τυπικά, δεν είχε παραβεί τον κανονισμό. Του είχε ήδη μιλήσει για το μεταφυσικό στο παρελθόν… Απλώς αυτή τη φορά πρόσθεσε κάτι παραπάνω.
Ήλπιζε ότι την είχε πιστέψει. Ότι δε θα ξαναπάταγε το πόδι του στο σπίτι της. Έδειχνε να την είχε πιστέψει. Γιατί άλλαξε γνώμη; Και γιατί δεν ήρθε αργότερα όπως υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνει; Από τη μία χαιρόταν που της δινόταν ακόμα μια ευκαιρία να τον δει, να τον ακούσει, να τον αποχαιρετήσει όπως έπρεπε. Αλλά από την άλλη, τα πράγματα άλλαζαν ολοένα και περισσότερο.
Όταν ο Μάρκος έκλεισε την πόρτα του δωματίου της πίσω τους, ξάπλωσε φαρδύς πλατύς στο κρεβάτι της ενώ εκείνη στάθηκε να τον κοιτάζει απαυδισμένη.
 «Τί θέλεις Μάρκο;»
«Ωραία υποδοχή κάνεις στο φίλο σου!» σηκώθηκε με ένα ζαβολιάρικο χαμόγελο και την πλησίασε σε απόσταση αναπνοής.
«Μάρκο... δε... σου είπα ήδη...» προσπάθησε να τον σταματήσει, ένιωθε άβολα στην ιδέα των δυο τους τόσο κοντά.
«Μη ζορίζεσαι τόσο ηλιαχτίδα.» το αγόρι σοβάρεψε και της χάρισε ένα λοξό χαμόγελο ψάχνοντας ταυτόχρονα κάτι στην τσέπη του τζίν του. «Ήθελα μόνο να σου δώσω το δώρο σου.» έβγαλε ένα μικρό μπορντό πουγκί, πήρε το χέρι της και το έβαλε στην παλάμη της κρατώντας το εκεί παραπάνω από ότι ήταν απαραίτητο.
Εκείνη σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε στα μάτια.
«Πρόσεξα ότι ήδη φοράς το δώρο που ήθελα να σου πάρω,» είπε αναφερόμενος στο μαύρο δερμάτινο λουρί που ήταν τυλιγμένο σφιχτά τρείς φορές γύρω από το λαιμό της. Από εκεί κρέμονταν ένα μικρό βαθύ πράσινο δάκρυ. Δεν το είχε βγάλει ποτέ. «έτσι σκέφτηκα να σου πάρω και κάτι άλλο αυτή τη φορά… για να μη χαλάσω το μέρος όπου υποτίθεται πως σου κάνω έκπληξη.» άρα ήξερε. Την είχε πιστέψει. Μα τί στο καλό έκανε εκεί τότε; Γιατί δεν προστάτευε τη ζωή του; «Δε θα το ανοίξεις;» προφανώς το αγόρι είχε προσέξει ότι η Ήβη δεν είχε πάρει τα μάτια της από επάνω του. Δεν μπορούσε. Με πολύ προσπάθεια, έστρεψε το βλέμμα της πάλι στο πουγκί που κρατούσε και το άνοιξε.
Ένα χρυσό βραχιόλι με διακόσμηση από μικρά πετραδάκια σβαρόφσκι και ένα μικρό χρυσό σταυρό. «Πάντα πίστευα ότι το χρυσό σου πήγαινε καλύτερα.»
«Είναι παν...» ένα δάκρυ κύλησε από το μάγουλο της. Εκείνος χάιδεψε το πρόσωπο της και με μια κίνηση του αντίχειρα του σκούπισε τη σταγόνα. Το κορίτσι γύρισε και πάλι να τον κοιτάξει αλλά πριν το καταλάβει τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά της απαλά ενώ ύστερα κινήθηκαν μαζί παθιασμένα.
Όμως δεν το ένιωσε.
Αυτό που ένιωσε η καρδιά της στο πρώτο της φιλί με τον Χάρη. Δεν της ήταν αδιάφορο… απλώς δεν ήταν το ίδιο. Συμφώνησε με τον εαυτό της όταν σκέφτηκε πως ήταν καλύτερα έτσι. Ούτως ή άλλως δε γίνεται να είσαι ερωτευμένος με κάποιον που δεν υπάρχει. Και ο Μάρκος σε λίγο θα ήταν κάτι άυλο. Και μόνο το πνεύμα του θα έμενε μαζί της… για να τη στοιχειώσει.
Κάτι που της θύμισε το λόγο που θα έπρεπε να σταματήσει αυτήν την ανοησία. Και το προσπάθησε, ίσως όχι αρκετά αλλά και πάλι το αγόρι δεν την άφησε. Αντιθέτως, την έσφιξε περισσότερο μέσα στην αγκαλιά του και συνέχισε να τη φιλάει με περισσότερο πάθος.
Λίγες στιγμές αργότερα σταμάτησε, όμως δεν απομακρύνθηκε, έμεινε να την κοιτάζει. Χρειάστηκε χρόνο και πολύ προσπάθεια για να βουτήξει τη γλώσσα της στη λογική.
«Αφού... τί στο καλό κάνεις εδώ;»
«Σε αγαπάω, θα έδινα πολύ παραπάνω από τη ζωή μου αν μπορούσα για μια τελευταία στιγμή μαζί σου.» τα λόγια του της έκοψαν την ανάσα, αλλά έπρεπε να αντιδράσει.
«Είσαι βλάκας; Θα πεθάνεις!» τραβήχτηκε μακριά του και ύψωσε τον τόνο της φωνής της.
«Ξέρεις ότι πιστεύω στο πεπρωμένο.» συνέχισε σα να μην είχε ακούσει λέξη από αυτά που του είχε πει. «Αν δεν είναι έτσι, θα είναι αλλιώς. Γιατί λοιπόν να υποστώ τον πόνο του να σε χάσω αν είναι να πεθάνω; Άλλωστε, δεν καταφέρνει κάθε μέρα ένας θνητός να σώζει τη ζωή...»
«Όχι…» τον διέκοψε. «δε... Δε θα...» ήθελε να του πει ότι δε θα πέθαινε, αλλά δεν μπορούσε. Το μόνο μέλλον που είχε δει με τον Μάρκο ζωντανό ήταν δύο χρόνια από τώρα αφού εκείνη είχε μετακομίσει.
«Ναι!» απάντησε εκείνος με έμφαση στις σκέψεις της. Την πλησίασε ξανά και την κράτησε με τα δύο του χέρια από τους ώμους. Για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της συζήτησης τους, η Ήβη πρόσεξε ότι θλίψη στοίχειωνε το όμορφο πρόσωπο του φίλου της. «Συγγνώμη... που δε σε πίστεψα την πρώτη φορά.»
Και τότε επιτέλους κατάλαβε. Τα τελευταία του λόγια πριν το θάνατο του τα είχε χαραμίσει για να της ζητήσει συγγνώμη. Συγνώμη που δεν την πίστεψε. Δεν μπόρεσε να καταλάβει τότε, αλλά τώρα όλα ήταν ξεκάθαρα.
Επέμεινε σε μια τελευταία προσπάθεια αν και ήξερε ότι ήταν μάταιο.
«Δε χρειάζεται να... Τώρα ξέρω τι θα... γίνει. Μπορώ να προστατ...» δεν μπόρεσε όμως να τελειώσει τη φράση της. Ήταν ήδη αρκετά σκληρό να το ξαναζήσει. Γιατί έπρεπε να μιλήσει γι’ αυτό; Ο πόνος την είχε παραλύσει, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Μάρκο.
Της χαμογέλασε λοξά με κόπο και την τύλιξε στην αγκαλιά του. Αυτή τη φορά δεν παραπονέθηκε, ούτε προσπάθησε να ξεφύγει. Απλά περίμενε. Προστατευμένη μέσα στα μπράτσα του. Πάντα την έκανε να νιώθει ασφαλής. Αν και εκείνη ήταν που έπρεπε να παίξει το ρόλο του προστάτη τώρα, αυτό δεν άλλαζε.
«Λαγουδάκι μου ο πατ... ααααααα!» το στομάχι της σφίχτηκε ενώ ένιωθε πως ένα μαχαίρι καρφώθηκε στα σωθικά της και πως η καρδιά της έσπαγε σε χίλια κομματάκια.
Έχει έρθει η ώρα...
Αντιστάθηκε στο μούδιασμα που είχε καταβάλει το μυαλό της και απέδρασε από τη φωλιά της για να τρέξει στο ισόγειο. Αυτή η ανόητη αίσθηση που ήθελε το σώμα της να ελέγχεται από κάτι ανώτερο, κάτι διαφορετικό από εκείνη, την κυρίευσε και πάλι.
Κατέβηκε τη σκάλα σχεδόν παραπατώντας στα τελευταία σκαλοπάτια. Δεν της πήρε παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα αλλά για εκείνη ο χρόνος κυλούσε πολύ πιο αργά. Θόρυβοι από αντικείμενα που έσπαγαν, η κραυγή της μητέρα της και επικλήσεις ξορκιών, έκαναν το χρόνο να παγώνει.
Όταν επιτέλους έφτασε στο πλατύσκαλο το πρώτο πράγμα που είδε ήταν ένας άντρας να κείτεται στο πάτωμα αιμόφυρτος, σχεδόν ανίκανος να κουνηθεί. Ένιωσε την προσοχή όλων στιγμιαία στραμμένη πάνω τους. Φυσικά και ο Μάρκος την είχε ακολουθήσει! Γιατί δε σκέφτηκε να τον κλειδώσει στο δωμάτιο της; Αναλογίστηκε. Το μυαλό της βρισκόταν σε εγρήγορση αποτυπώνοντας πολλά πράγματα σε λίγο χρόνο:
Η μητέρα της ερχόταν αντιμέτωπη με τον πατέρα της στην άλλη άκρη του δωματίου, αυτή που ήταν κοντά στην είσοδο της κουζίνας. Ο όμορφος λευκός καναπές τους ήταν τώρα κομματιασμένος και πιτσιλισμένος με αίμα γύρω από ένα σωρό από γυαλιά που η Ήβη υπέθεσε ότι ήταν από το τραπεζάκι με κρύσταλλο και μαύρο ξύλο που στεκόταν δίπλα του. Δεν μπορούσε να διακρίνει πολλά από αυτό που κάποτε ήταν εκείνο το μέρος. Και δεν είχε σημασία. Τώρα ήταν ένα πεδίο μάχης, ένα πεδίο μάχης με εκείνη στο στόχαστρο. Ένας ακόμη άντρας, πιο νέος από αυτόν που λέρωνε το παρκέ της Μαρίας με το αίμα του, στεκόταν ένα μέτρο μακριά της στοχεύοντας την. Είχε μόλις εισέλθει στο δωμάτιο και αυτό έκανε την Ήβη να υποθέσει ότι κρατούσε τσίλιες αλλά κάτι τον ανησύχησε και είπε να επέμβει. Έπρεπε όλα να γίνουν ως είχαν.
Τράβηξε το ραβδί από την τσέπη του τζίν της και έριξε μια κατάρα στον άντρα απέναντι της.
«Όπιουμ λιβέρσουμ!» δεν αστόχησε. Ο άντρας ήταν αργός, την είχε υποτιμήσει αρκετά ώστε να χάσει το προβάδισμα του χρόνου. Εκείνος έκανε μια σπασμωδική κίνηση και παραπάτησε. Αίμα άρχισε να τρέχει από τη μύτη και το πρόσωπο του πήρε μια έκφραση που θύμιζε ευχαρίστηση με μια υποψία πόνου. Η Ήβη του είχε μόλις κινήσει το ενδιαφέρον.
 «Όξαλις μπαρτσέλι!» φώναξε ο άντρας. Μαύρη σκόνη εκσφενδονίστηκε με ορμή προς το μέρος τους αλλά πριν το χτύπημα τους προσκρούσει επάνω της, το κορίτσι έπεσε προς τα πίσω και ακουμπώντας τον Μάρκο, εξαϋλώθηκε. Επέστρεψαν πάλι στο ίδιο σημείο περιτριγυρισμένοι από πυκνές μωβ σκιές με μαύρες φλέβες.
«Λιβερσάτσε!» αυτή τη φορά όμως ο αντίπαλος της δεν έκανε το ίδιο λάθος.
«Προσίους!» κάτι άυλο προσκρούστηκε σε μια πρασινωπή σφαίρα που τύλιξε στιγμιαία τον άντρα αναταράσσοντας τη λεία επιφάνεια της και δημιουργώντας μικρά κύματα κατά μήκος. «Πιρακάντα κορκίναια!» Πριν η Ήβη προλάβει να αντιδράσει, τη χτύπησε η κατάρα κάνοντας την να ουρλιάξει από τον πόνο. Ήταν πεσμένη στο δάπεδο και τα μάτια της είχαν θολώσει από τον πόνο.
«Όχι!» άκουσε τον Μάρκο να φωνάζει.
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα.
Ο Μάρκος όρμησε στον άντρα παλεύοντας να του πάρει το ραβδί το οποίο και έσπασε. Οι δύο τους τώρα κυλιόντουσαν στο πάτωμα παλεύοντας με γροθιές. Ο Λουκάς στόχευε τον Μάρκο με το ραβδί του αλλά ο άντρας που μέχρι πρότινος έμενε αμέτοχος λόγο του τραυματισμού του και που κανείς δεν του έδινε σημασία, είχε βρει την αυτοσυγκράτηση του και πρόλαβε τον πατέρα της εκσφενδονίζοντας τον Μάρκο λίγα μέτρα μακριά από το σύμμαχο του.
Η Βαλεντίνη είχε το προβάδισμα στη δική της μάχη αλλά το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να κρατάει τον Λουκά απασχολημένο, δεν ξεχνούσε ωστόσο να ρίχνει ανήσυχες ματιές στην κόρη της. Η πόρτα άνοιξε και η Μαρία μπήκε αλαφιασμένη μέσα στο δωμάτιο με το ραβδί στο χέρι. Κάνοντας μια γρήγορη εκτίμηση, επιτέθηκε στον άντρα που σερνόταν τώρα αιμόφυρτος στο πάτωμα. Δεν έκανε το ίδιο λάθος με τους υπόλοιπους, δεν τον είχε υποτιμήσει.
Η Ήβη σηκώθηκε με κόπο για να συνεχίσει τη μάχη της. Τότε είδε τον αντίπαλο της να μαζεύει το ραβδί του νεκρού τώρα συντρόφου του. Όμως η Μαρία πήρε τα ινία αφήνοντας έτσι την κοπέλα χωρίς αντίπαλο. Το κορίτσι κρατούσε σφιχτά το ραβδί της και τα αντανακλαστικά της ήταν σε εγρήγορση. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα για εκείνη να κάνει. Ο Μάρκος ήταν αναίσθητος αλλά όχι νεκρός.
Όλα είχαν πάει στραβά... Κατά μία έννοια τουλάχιστον.
Αυτή η αναμονή έμοιαζε μαρτυρική. Η Ήβη καθόταν και παρακολουθούσε τις μάχες που διαδραματιζόταν μπροστά της αλλά κανένας δεν έδειχνε να χρειάζεται βοήθεια. Περίμενε πως από στιγμή σε στιγμή, κάτι θα πήγαινε στραβά.
Περίμενε.
 Η τρύπα στο στήθος της σε συνδυασμό με την αγωνία της, την τρέλαιναν. Δεν το άντεχε.
Ώσπου τελικά κάτι άλλαξε.
Η Βαλεντίνη ακινητοποίησε τον Λούκα αφού του είχε πάρει πρώτα το ραβδί. Ο άντρας που μάχονταν με τη Μαρία εξαϋλώθηκε, όταν η δεύτερη τον στρίμωξε σε μια γωνία, φαινόταν σίγουρος ότι ο πατέρας της κοπέλα δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Ο Λουκάς θα μπορούσε να παλέψει αλλά κάτι στα μάτια της Ήβης, όταν αυτή τον κοίταξε πίσω από τον ώμο της μητέρας της, τον έκανε να τα παρατήσει.
Αφού του είχαν δώσει την εντολή να τη σκοτώσει... Αυτός δεν ήταν ο λόγος που ξεκίνησε αυτό; Γιατί σταμάτησε; Γιατί δε συνέχισε; Δεν μπορούσε να πεθάνει. Όχι αν κάποιος δεν έλυνε την κατάρα. Και τότε κατάλαβε!
Κανένας δεν του είχε ζητήσει να τη σκοτώσει. Το είχε δει… Πριν περάσει τις δυνάμεις του σε εκείνη, είχε δει ότι θα τον ανάγκαζαν να την κυνηγήσει. Είχε δει το θάνατο της να έρχεται από το δικό του χέρι. Όταν ο Λουκάς πίστευε ότι πλησίαζε η ώρα, ήθελε να την κάνει να δει. Να της δείξει τι πραγματικά ήταν. Ήθελε η Ήβη να τον βοηθήσει. Να τον βοηθήσει να πεθάνει. Ναι, αυτό έβγαζε νόημα. Σκέφτηκε. Αν τον είχαν στείλει οι Άβετορ, η αποτυχημένη του προσπάθεια δε θα τους πτοούσε. Δε θα σταμάταγαν. Ο Λουκάς πίστευε ότι σαν φύλακας, η Ήβη θα είχε τη δύναμη να τον σκοτώσει χωρίς να χρειαστεί να σπάσει την κατάρα. Ήθελε να την κάνει να τον μισήσει. Ποτέ του δεν ήθελε να σκοτώσει την Βαλεντίνη, ήταν ένα λάθος.
Όχι, δεν το κατάλαβε με μια ματιά. Δίπλα της τώρα στέκονταν ο Τόμι, το αγοράκι που είχε γνωρίσει όταν προσπάθησε να περάσει τη δοκιμασία του φύλακα. Εκείνος την έκανε να δει. Έστρεψε το βλέμμα της στο μικρό αγόρι και τον κοίταξε γεμάτη απορία.
Εκείνος της χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο και την έπιασε από το χέρι. Τα λόγια της Μαρίας ήχησαν ξανά μέσα στο κεφάλι της:
Μπορούν να γνωρίζουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Όπως καταλαβαίνεις...
«Ναι, αλλά η Μαρία είχε πει ότι μόνο όταν λυθεί η κατάρα θα μπορούσε να πεθάνει.» μουρμούρισε στον μικρό. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του δείχνοντας ότι συμφωνούσε. Το σχέδιο του Λουκά είχε πάει στράφι. Ένας θόρυβος απέσπασε την προσοχή της Ήβης και αναζήτησε με το βλέμμα της την εστία του.
Η Μαρία προσπάθησε να σταματήσει τον Λούκα από το να εξαϋλωθεί αλλά η Βαλεντίνη τη σταμάτησε.
«Έχεις τρελαθεί τελείως; Τί άλλο θες να κάνει για να καταλάβεις ότι δεν είναι ο άντρας σου πια;!» φώναξε η Μαρία στην Βαλεντίνη. Δεν ήταν ο θυμός στη φωνή της γιαγιάς της που έκανε τη μητέρα της να κλάψει. Όχι. Ήταν το γεγονός ότι αυτός που αγαπούσε υπέφερε με το χειρότερο τρόπο. Έπεσε στα γόνατα κοιτάζοντας το σημείο από το οποίο ο άντρας της είχε δραπετεύσει πριν από λίγο. Έπειτα ξέσπασε σε λυγμούς.
Η Ήβη ένιωσε τη δεξιά της παλάμη κρύα. Γύρισε και είδε πως ο Τόμι είχε φύγει. Περίεργο, το χέρι του ζέσταινε το δικό της σα να υπήρχε, σα να ήταν πραγματικά στο πλευρό της κρατώντας της το χέρι.
Η Μαρία αμφιταλαντεύτηκε για λίγο μεταξύ της κόρης και της εγγονής της για να καταλήξει τελικά να κλίσει την Ήβη σε μία σφιχτή αγκαλιά ενώ ταυτόχρονα τη βομβάρδιζε με χίλιες δύο ερωτήσεις. Όμως εκείνη δεν είχε ακούσει καμιά τους.
Τρία άτομα έπρεπε να είχαν πεθάνει. Αλλά μόνο ένα τα είχε καταφέρει και δεν ήταν καν το προβλεπόμενο. Η κίνηση αυτή της Μαρίας θύμισε στην Βαλεντίνη πως δεν ήταν σωστή στιγμή για να καταρρεύσει. Σκούπισε πρόχειρα τα δάκρυα της και έτρεξε δίπλα στην κόρη της αγκαλιάζοντας την και εκείνη με την σειρά της. Η Ήβη όμως είχε μείνει στήλη άλατος. Κοίταζε το κενό μην τολμώντας να σκεφτεί τίποτα. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσε να σταματήσει εκείνο το συναίσθημα της ανακούφισης και αγωνίας.
«Θα γίνει καλά αγάπη μου, δεν είναι τίποτα. Δε θα χρειαστεί καν να ανακατέψουμε το υπουργείο. Ο Μάρκος παραλίγο να σκοτωθεί για χάρη σου. Δε θα του πάρει πολύ χρόνο να χωνέψει ότι είσαι μάγισσα. Όμως δεν πρέπει να τον ανακατέψουμε άλλο στον κόσμο μας.» άκουσε την Μαρία να της λέει.
Την απελευθέρωσαν από την αγκαλιά τους και την κοίταξαν. Εκείνη όμως ήταν ακόμα στήλη άλατος. Έτσι η Βαλεντίνη πήρε τώρα το λόγο.
«Λαγουδάκι μου;» πήρε το πρόσωπο της Ήβης στις χούφτες της και την ανάγκασε να την κοιτάξει στα μάτια. «Αυτό που είδες μόλις τώρα δεν είναι αυτό που νομίζεις... πρέπει να..... πρέπει να μιλήσουμε.» καταλάβαινε πως η μητέρα της συγκρατούσε με το ζόρι τα δάκρυα της, θα πρέπει να της ήταν πολύ δύσκολο. Αλλά ούτε και η Ήβη ήθελε να μιλήσει τώρα.
«Μαμά... δεν χρειάζεται.» έφυγε από κοντά της και πήγε να κάτσει στο πλευρό του Μάρκου. Έβαλε το κεφάλι του στα πόδια της και γύρισε να τις κοιτάξει με βλέμμα ανέκφραστο.
«Χρειάζεται Ήβη!» είχε υψώσει τον τόνο της φωνής της, το κορίτσι πίστευε ότι θα την κατσαδιάσει. Η Βαλεντίνη έκανε δύο βήματα πιο κοντά σε εκείνη ενώ αγκάλιασε τον εαυτό της λες και αυτό θα την εμπόδιζε από το να καταρρεύσει. «Ο πατέρας σου...» η φωνή της ακούστηκε πιο σταθερή αυτή τη φορά. Όμως η Ήβη τη διέκοψε και πάλι.
«Το ξέρω μαμά. Τα ξέρω όλα.» οι δύο γυναίκες αντάλλαξαν ένα ανήσυχο βλέμμα προσπαθώντας να καταλάβουν ενώ εκείνη γύρισε να κοιτάξει το πρόσωπο του Μάρκου και έπλεξε τα χέρια της στα μαλλιά του. «Δωσ’ τε μου λίγο χρόνο μόνο...» ήταν το μόνο που τους ζήτησε.
Δε φάνηκαν πολύ πρόθυμες, αλλά το δέχτηκαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου