Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 18


«Συγγνώμη! Δε σε είδα Ήβη... ερχόμουν να σε βρω... κάτι πολύ άσχημο συνέβη... κάτι δεν πήγε καλά. Υπάρχει μεγάλη αστάθεια ανάμεσα στις πύλες.» ο Νέστορας είχε πέσει επάνω της και τώρα καθόταν εκεί καθώς της μιλούσε.
«Το ξέρω Νέστορα. Η μητέρα μου και ο Μάρκο είναι ακόμα ζωντανοί.» του εξήγησε η κοπέλα.
«Όχι, δεν είναι αυτό... Κάτι πρόκειται να γίνει... κάτι πολύ κακό.» επέμεινε το ξωτικό.
«Ωχ...» δεν ήταν τα νέα που της μετέφερε ο Νέστορας που την έκαναν να δυσανασχετήσει αλλά…
«Σε χτύπησα;»
«Όχι, αλλά μου πιέζεις το στομάχι.»
«Συγγνώμη.» ο Νέστορας κατέβηκε από επάνω της και τη βοήθησε να σηκωθεί.
«Νέστορα, πρέπει να πάμε στην Σάρλοτ. Ο Χάρης και η Ηλέκτρα υπολόγιζαν στο να γυρίσουμε πάλι πίσω στο μέλλον αν κάτι πήγαινε στραβά. Μπορεί να έχουν πρόβλημα. Θυμάσαι το δρόμο;»
«Μπορώ να σε καθοδηγήσω αν εξαϋλωθείς, αλλά δε νομίζεις ότι θα πρέπει πρώτα να μάθουμε τι θα αντιμετωπίσουμε;» τη ρώτησε δειλά.
Ο Νέστορας εννοούσα πως η Ήβη σα φύλακας μπορούσε να μάθει το λόγο της αναστάτωσης που της περιέγραφε. Δεν είχε συνηθίσει ακόμα την καινούρια αυτή έκδοση των δυνατοτήτων της αλλά έκλεισε τα μάτια της και βρέθηκε στο μέρος όπου είχε πάει στο πρώτο της ταξίδι εκεί. Ο Τόμι την περίμενε ήδη.
«Βρήκε το τελευταίο κομμάτι.» της είπε έντρομο το αγοράκι.
«Τί εννοείς;» ο Τόμι κοίταξε γύρω του και η Ήβη ακολούθησε το βλέμμα του.
Δεν ήταν μόνοι. Ένα πλήθος τους είχε περικυκλώσει. Μιλούσαν όλοι μαζί και έτσι η Ήβη δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν. Τη φόβιζαν, αλλά δεν έπρεπε να δώσει σημασία σε αυτό. Γύρισε το βλέμμα της εκεί όπου πριν από λίγο στεκόταν ο Τόμι αλλά κόσμος τους κύκλωνε πολύ γρήγορα και το αγοράκι είχε χαθεί μέσα σε αυτόν.
«Τόμι;»
«Ήβη;»
Το κορίτσι προσπάθησε να κατευθυνθεί αντίθετα στο ρεύμα που ακολουθούσε ο όχλος και προς την κατεύθυνση που είχε ακούσει τη φωνή του αγοριού. Αλλά την τραβούσαν πίσω. Τα σώματα τους έρχονταν το ένα όλο και πιο κοντά στο άλλο στριμώχνοντας την ανάμεσα τους. Μερικοί επιχείρησαν να τη συγκρατήσουν πιάνοντας την από όπου μπορούσαν.
«Μη με ακουμπάς!» φώναξε. Και παρόλο που υπάκουαν φοβισμένα στις προσταγές της, δεν υποχωρούσαν.
«Ήβη;»
«Τόμι;»
«Πρέπει να τον σταματήσεις!» της φώναξε το αγόρι.
Τα πρόσωπα ήταν ένα θολό συνονθύλευμα οργής και φόβου μέσα σε ένα πολύχρωμο φόντο ενώ τα μουρμουρητά άρχιζαν να γίνονται όλο και πιο ξεκάθαρα.
«Πώς;» τον ρώτησε η κοπέλα.
Σε κάθε τους άγγιγμα τώρα αντιστοιχούσε και μια εικόνα που προβαλλόταν μέσα στο μυαλό της πιο έντονα απ’ ότι θα ήθελε.
Άνθρωποι από άλλη εποχή βρίσκονταν μαζεμένοι σε μια πλατεία. Ένας άντρας ξεχώριζε μέσα στο πλήθος. Δεν ήταν εξ αιτίας του παρουσιαστικού του, κάτι ανύποπτο τον έκανε να διαφέρει. Ίσως αυτό το αόρατο πέπλο δύναμης και πόνου που τον τύλιγε. Ένας τεράστιος περίτεχνος καθρέφτης στεγαζόταν σε ένα ναό ακριβώς στο κέντρο της προσοχής του κόσμου.
Ήταν τόσο όμορφος...
Η Ήβη ήταν ακόμα στριμωγμένη στο πλήθος αλλά όχι στην πλατεία. Αν και υπήρχε πλέον μια ομοιότητα. Εκείνος ο μυστηριώδης άντρας ήταν εκεί, κάπου ανάμεσα στον ανθρώπινο κλοιό της. Την κοιτούσε με βλέμμα ανέκφραστο και όμως ήταν σα να της ζητούσε κάτι. Το πλήθος άλλαξε πάλι σε αυτό που ήταν μαζεμένο στην πλατεία. Αν υπήρχε ένα πράγμα που η Ήβη μισούσε, ήταν ο συνωστισμός. Ένιωθε σα σκουπίδι πεταμένο σε παραλία, εξαρτημένο από τη βούληση των κυμάτων. Μόνο που τη θέση των κυμάτων είχαν πάρει άνθρωποι. Άνθρωποι που έσπρωχναν και χτυπούσαν ή πατούσαν ο ένας τον άλλον.
Έψαξε για τον άντρα. Της μιλούσε. Αν και δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγε, κατάλαβε από την κίνηση των χειλιών του ότι της ζητούσε να κοιτάξει κάτι. Έτσι έψαξε για το επίκεντρο της προσοχής του όχλου, τον πανέμορφο αυτό καθρέφτη. Δεν μπορούσε να δει τίποτα το ιδιαίτερο, έτσι κινήθηκε μαζί με το πλήθος. Ήταν πιο εύκολο τώρα. Είχε φτάσει κοντά αλλά και πάλι ήταν αρκετά μακριά. Ένα τοίχος από ανθρώπους την εμπόδιζε έτσι άρχισε να τους σπρώχνει και να τρυπώνει σε όποια χαραμάδα έβρισκε.
«Ήβη!» η φωνή του Τόμι την έκανε να κοιτάξει πίσω πέφτοντας έτσι πάνω σε ένα μεγαλόσωμο μεσήλικα. Βρίσκονταν πάλι στην ερημιά. Ο άντρας στον οποίο είχε πέσει πάνω την έσπρωξε στην άκρη και μετά η Ήβη βρέθηκε πάλι στη πλατεία. Κόντευε να φτάσει στον καθρέφτη όταν το πλήθος άρχισε να της αλλάζει τροχιά. Αντιστάθηκε στο ‘ρεύμα’ και συνέχισε να σκουντάει ώσπου δεν υπήρχε πια κανένας άλλος μπροστά της. Παραπάτησε και έπεσε με τα γόνατα στο πλακόστρωτο.
 Μπροστά της στεκόταν περίοπτος ο καθρέφτης. Στο περίγραμμα του ήταν σκαλισμένη ξανά και ξανά η ίδια φράση γραμμένη στα λατινικά.
ΝΑ ΦΟΒΑΣΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΞΙΟ ΣΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΕΧΕΙΣ.
Δεν μπορούσε να χαρεί περισσότερο που είχε διαλέξει να παρακολουθήσει αυτό το μάθημα στη σχολή απ’ ότι χαιρόταν τώρα. Όμως δεν μπορούσε να καταλάβει. Σηκώθηκε με το βλέμμα της ακόμα καρφωμένο στον καθρέφτη. Ένας ψίθυρος της απέσπασε την προσοχή. Όταν γύρισε να κοιτάξει το πλήθος θέλοντας να εντοπίσει την εστία κατάλαβε πόσο παράξενο ήταν αυτό.
Όλοι γύρω της φωνασκούσαν και επευφημούσαν σε μια γλώσσα που η Ήβη δεν καταλάβαινε. Φάνταζε ανόητο να μπορεί να ακούσει κάτι όπως ένας ψίθυρος. Ξαφνικά η μορφή του παράξενου αυτού άντρα φανερώθηκε ξανά μπροστά της σε απόσταση αναπνοής κάνοντας την να τρομάξει και να αφήσει μια κραυγή.
«Κοίτα μέσα από τον καθρέφτη.» την πρόσταξε.
Η φωνή του της προκαλούσε ρίγη και φόβο αλλά υπάκουσε με έναν ενδοιασμό.
Παράξενο...
Μέσα στον καθρέφτη μπορούσε να δει τον εαυτό της αλλά κανέναν άλλον από το πλήθος. Γύρισε για να βεβαιωθεί ότι ο όχλος βρισκόταν ακόμα εκεί. Μπορεί η προσοχή του κόσμου να μην ήταν πλέον στραμμένη στον καθρέφτη, αλλά εξακολουθούσαν να υπάρχουν πίσω της. Όταν το κορίτσι επέστρεψε το βλέμμα της στον καθρέφτη, στη θέση όπου έπρεπε να βρίσκετε η φιγούρα της ήταν ο Τόμι. Μόνος του, με το δεξί του χέρι να ακουμπάει τον αόρατο τοίχο που υψωνόταν ανάμεσα τους.
Η βαβούρα πίσω τους είχε σταματήσει, ή τουλάχιστον εκείνη δεν τους άκουγε πια. Έριξε μία κλεφτή ματιά στον άντρα και όταν εκείνος της έγνεψε καταφατικά, προχώρησε μπροστά. Δεν είχε προσέξει τους πέντε εργάτες που δούλευαν μέσα στο ναό που στεγαζόταν ο καθρέφτης. Αλλά ούτε εκείνοι φάνηκαν να τη βλέπουν.
Ακούμπησε το αριστερό της χέρι στο περίγραμμα εκείνου του Τόμι αργά και διστακτικά. Ένιωσε την κρύα επιδερμίδας του παιδιού, αλλά δεν ήταν αυτό που της προκάλεσε ρίγη. Εικόνες περνούσαν φευγαλέα από το μυαλό της. Εικόνες που την τρόμαζαν. Έβλεπε μέσα από τα μάτια κάποιου. Έβλεπε τις αναμνήσεις του. Διάβαζε το μυαλό του. Αυτό της προκάλεσε τα ρίγη. Ήταν κάτι σαν προβολή ταινίας σε εγρήγορση. Η τελική σκηνή, το πρόσωπο του.
Έβλεπε μέσα από τα δικά του μάτια το μέλλον.
Τώρα ήξερε.
Η Ήβη είχε απομείνει με τον δείκτη της να ακουμπάει την επιφάνεια του καθρέφτη. Ακούστηκε ένα τρίξιμο. Όταν το κορίτσι εστίασε την όραση της, τον είδε να σπάει σε κομμάτια σε μια ακανόνιστη ακτίνα γύρω από το δάκτυλο της, έπειτα άφησε το χέρι της ελεύθερο. Κοίταζε τον εαυτό της μέσα από τα σπασμένα κομμάτια του ενώ από το χέρι της έτρεχαν σταγόνες αίματος στο πάτωμα. Δεν έκανε καμία κίνηση, κανένα μορφασμό πόνου, απλώς συνέχιζε να κοιτάζει με βλέμμα χαμένο, απλανές. Έκλεισε τα μάτια της για μια στιγμή. Ήταν σα να προσπαθούσε να κάνει τα πάντα γύρω της να εξαφανιστούν, κάθε σκέψη, κάθε εικόνα.
Όταν τα άνοιξε και πάλι δε βρισκόταν πλέον στο ίδιο μέρος. Στεκόταν στην άκρη ενός βράχου, από κάτω γκρεμός. Ένα δροσερό αεράκι ανέμιζε τα μαλλιά της και της άφηνε μια όμορφη αίσθηση, σαν άγγιγμα αγγέλου. Πίσω της απλωνόταν αχανές το δάσος, σκοτεινό. Ήταν λες και έκρυβε κάποιο μυστικό. Έστρεψε τα μάτια της στο φεγγάρι, ήταν μεγάλο και γεμάτο. Ένιωθε πως της μιλούσε σε ακατάληπτη γλώσσα. Τη σιωπή έσπασε ένας ανατριχιαστικός θόρυβος. Ερχόταν από το δάσος και μαζί με αυτόν ερχόταν εκείνη η τόσο οικία αίσθηση: Φόβος. Γύρισε αργά, ένα δάκρυ κυλούσε τώρα στο μάγουλο της. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, δεν το κατάλαβε καν.
Έπεφτε στο κενό...
Άπλωσε τα χέρια της όπως θα έκανε αν ήθελε να πιάσει κάτι στον αέρα, όμως δε βρήκε τίποτα. Λίγες σταγόνες αίμα τινάχτηκαν και κύλησαν στο πρόσωπο της, σαν κόκκινο δάκρυ. Τα πράσινα μάτια της, αν και κενά, έσπαγαν ο σκοτάδι ενώ τα σγουρά μαλλιά της τύλιγαν το πρόσωπο της σαν καστανόχρωμη φλόγα.
Ένιωθε πως είχε ξυπνήσει από όνειρο, για την ακρίβεια εφιάλτη. Κοίταξε γύρω της ένοχα για να δει αν κοιτούσε κανένας.
«Τί ψάχνεις;» αναρωτήθηκε αμήχανα ο Νέστορας.
«Ήθελα να δω αν κίνησα την περιέργεια κανενός τόση ώρα που καθόμουν έτσι. Δεν έγινε τίποτα, έτσι;» του απάντησε το κορίτσι όσο πιο αδιάφορα γινόταν.
«Τι... ίσα που ανοιγόκλεισες τα βλέφαρα σου. Σαν τι να γίνει δηλαδή; Αν και το να φύγουμε από εδώ μου ακούγεται πολύ καλή ιδέα. Λοιπόν, που πιστεύεις ότι θα ήταν καλό μέρος να εξαϋλωθείς;»
***

«Είσαι καλά;» ρώτησε ο Χάρης την Ηλέκτρα. Οι δύο φρουροί τώρα ήταν αναίσθητοι στο έδαφος.
Ο Χάρης είχε επικαλεσθεί το πεταμένο στο έδαφος μαχαίρι που είχε χρησιμοποιήσει ο Ναπολέων για να ανοίξει την πληγή στο χέρι της αδερφής του. Είχε εξασκηθεί στη μαγεία του μυαλού αρκετό καιρό όμως ποτέ πριν δεν είχε καταφέρει παρά να κουνήσει απειροελάχιστα κάποιο αντικείμενο χωρίς το ραβδί του, ίσως ο θυμός του ν ήταν ο κινητήριος παράγοντας.
Το αγόρι είχε βρει το στόχο του κατευθείαν στο σβέρκο του άντρα. Έτσι, ενώ ο άλλος φρουρός έστρεψε αποσυντονισμένος την προσοχή του στον Χάρη, η Ηλέκτρα άρπαξε το ραβδί από τον ετοιμοθάνατο φρουρό και χτύπησε εκείνον που στεκόταν ακόμη όρθιος με μία κατάρα. Το να ανοίξει τις κλειδαριές ήταν το πιο εύκολο κομμάτι.
«Πρέπει να πάρουμε πίσω το κομμάτι.» ψιθύρισε η κοπέλα.
«Πρέπει να φύγουμε από εδώ. Θα σκεφτούμε τι θα κάνουμε μετά.» προσπάθησε να τη λογικέψει ο Χάρης.
«Θα είναι πολύ αργά.» η βαβούρα από τα διπλανά κελιά αυξανόταν επικίνδυνα. Οι συγκρατούμενοι τους ικέτευαν για βοήθεια ενώ κοπανούσαν τα σίδερα ή άπλωναν τα χέρια τους ανάμεσα σε αυτά.
«Δε θα σε χάσω ξανά! Θα δούμε τι θα κάνουμε. Πρέπει να βρούμε την Ήβη. Ίσως μπορεί να γυρίσει πάλι το χρόνο πίσω.»
«Μιλώντας γι’ αυτό, δεν πιστεύεις ότι η φιλενάδα σου τα σκάτωσε;» τον ρώτησε ενοχλημένη εκείνη.
«Πάμε.» είπε μέσα από τα δόντια του αψηφώντας την ερώτηση της αδερφής του.
«Χάρη...» το αγόρι την κοίταξε για λίγο με βλέμμα απηυδισμένο αλλά ήξερε ότι το κορίτσι είχε δίκαιο. Δεν μπορούσαν απλά να φύγουν.
***

Η Άννα και η Καίτη είχαν επιστρέψει στην καθημερινή τους ρουτίνα. Δεν είχαν μάθει τίποτα το ιδιαίτερο από τις κασέτες παρακολούθησης αφού, πέρα από το γεγονός ότι οι συνεδρίες γίνονταν σε άλλη αίθουσα, δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν το νόημα στις συζητήσεις τους εύκολα εφόσον τους έλλειπαν πληροφορίες που εκείνοι παρέλειπαν ως δεδομένες.
Το μάθημα Ιστορία της μαγείας είχε τελειώσει και τώρα είχαν μια ώρα κενό. Έτσι, γυρνούσαν στο δωμάτιο τους. Η Καίτη προσπαθούσε ακόμα να αποφύγει τον Γιάντη γι’ αυτό και διάλεξαν το μακρύτερο δρόμο. Καμία τους δε μιλούσε. Είχαν βυθιστεί σε σκέψεις που αφορούσαν κυρίως σενάρια για το που ήταν οι φίλοι τους και τι έκαναν… αν ήταν καλά.
Η Άννα λύγισε πρώτη από τη σιωπή (ή από τις απαντήσεις που προμήνυε αυτή), έτσι άνοιξε κουβέντα για το πρώτο πράγμα που μπόρεσε να σκεφτεί.
«Τί ώρα άλλαξες την κασέτα;»
«Τί;» η Άννα σταμάτησε το περπάτημα για να σταθεί ενώπιων της Καίτης και η φίλη της τη μιμήθηκε.
 «Τί ώρα άλλ...»
«Άκουσα τι είπες, αλλά εγώ δεν άλλαξα καμία κασέτα. Νόμιζα ότι θα το έκανες εσύ.» τώρα μπορούσες να δεις το θυμό στο πρόσωπο της Άννας.
«Γιατί να νομίζεις κάτι τέτοιο από τι στιγμή που σου ζήτησα να το κάνεις εσύ;»
«Δε μου το ζήτησες.» απάντησε με σιγουριά η Καίτη. Δύο χτύποι τις έκαναν να κοιτάξουν το ρολόι με το εκκρεμές που στεκόταν σχεδόν αυτάρεσκο στην άλλη άκρη του διαδρόμου κοροϊδεύοντας τες. Ήταν δύο το μεσημέρι. Αφού λοιπόν αντάλλαξαν ένα βλέμμα, άρχισαν να τρέχουν αλαφιασμένες.
Το δωμάτιο τους ήταν τρείς ορόφους πιο πάνω και η διαδρομή φάνταζε ατελείωτη. Η Καίτη επιβράδυνε μέχρι που σταμάτησε στη μέση της σκάλας για τον έβδομο όροφο. Αλλά η Άννα δε σταμάτησε ούτε όταν ένα τσούρμο από παιδιά της έκλεισε το δρόμο. Τους έσπρωχνε με μανία μέχρι που πέρασε στην απέναντι όχθη του ρεύματος που είχαν σχηματίσει.
Όταν επιτέλους έφτασε στο δωμάτιο, χωρίς να σπαταλήσει χρόνο για να κλείσει την πόρτα, έτρεξε στο κρεβάτι της κάτω από το οποίο ξετρύπωσε το μαύρο κουτί που έμοιαζε με παλιό ραδιόφωνο. Φόρεσε τα ακουστικά που κρέμονταν από μια υποδοχή στο πλάι ενώ ταυτόχρονα έψαχνε για άδειες κασέτες στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι της. Αντάλλαξε μία από αυτές με την παλιά την ίδια στιγμή που η Καίτη μπήκε λαχανιασμένη και κατάκοπη στο δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Είδε τη φίλη της να πετά τα ακουστικά και να βάζει την παλιά κασέτα σε ένα μικρό κασετοφωνάκι-ραδιοφωνάκι που είχε πάνω στο κομοδίνο της ενώ ύστερα πάτησε το play.
Δεν είχε καταγραφεί τίποτα, έτσι το προχώρησε για λίγο μπροστά. Πάτησε ξανά το play για να ακούσει πως δεν είχε καταγράψει τίποτα πέρα από αέρα κοπανιστό. Επανέλαβε για λίγες φορές αυτή τη διαδικασία μέχρι που έπιασε κάποια συνομιλία. Το γύρισε λίγο πίσω και περίμεναν.
«Καλημέρα Ριχάρδε.»
«Πιστεύεις ακόμα ότι θα υπάρξουν καλές μέρες;» είχαν συνηθίσει στην απαισιοδοξία του. Ήταν κάτι που συνήθιζε τις τελευταίες μέρες.
«Σου έχω νέα.» ακολούθησε μια παύση και κατάλαβαν πως ο πρωθυπουργός κρεμόταν από τα χείλη του αγγελιοφόρου τους, όπως και εκείνες.
«Λοιπόν; Θα μου πεις ή πρέπει να μαντέψω; Μίλα που να πάρει Ιάκωβε!»
«Φαίνεται ότι βρήκαμε τον αδύναμο κρίκο τους. Δεν ήξερε να μου πει πολλά, αλλά έχει σχέση με ένα φίλτρο. Ζήτησαν από έναν από αυτούς τους κλεφτές της μαγείας, τους αλχημιστές, να τους το φτιάξει. Απ’ ότι φαίνεται τα έχουν τακιμιάσει μεταξύ τους. Δεν είναι ανόητοι... Δεν είναι καθόλου ανόητοι. Μαζεύουν όσους περισσότερους συμμάχους μπορούν.»
«Για όνομα... το λες σα να πρόκειται να γίνει πόλεμος.»
«Εσύ νομίζεις ότι δε θα γίνει; Τους καταπιέζαμε τόσο καιρό. Τους φερόμασταν σα σκουλήκια. Δεν τηρήσαμε τη συμφωνία γιατί μπορούσαμε, γιατί είχαμε το πάνω χέρι. Τώρα το έχουν εκείνοι.»
«Απλώς κάναμε αυτό που έπρεπε. Για ποιό λόγο ένα ανόητο φίλτρο να έχει τόση σημασία;»
«Ίσως δεν πρόκειται για ένα απλό φίλτρο. Ίσως είναι κάποιο φυλαχτό. Μπορεί να διαλέγουν νέο αρχηγό για το κίνημα τους και θέλουν να τον χειραφετήσουν με αυτό.»
«Ναι, δε θα ήταν καθόλου παράξενο. Αν είμαστε τυχεροί, θα αρχίσουν να τρώγονται σαν τα σκυλιά τώρα που απέκτησαν εξουσία.»
«Εγώ δε θα βασιζόμουν σε αυτό. Περίμεναν πολύ καιρό για να κάνουν τέτοια λάθη. Πιστεύω ότι είναι κάποιου είδους συμφωνία μεταξύ τους. Να εναλλάσσουν τη θέση του αρχηγού για να μην υπάρχουν δολοπλοκίες.»
«Δεν μπορεί να πιστεύεις ότι μπορεί να υπέβαλαν τους εαυτούς τους σε οποιοδήποτε είδος δημοκρατίας;»
«Πιστεύω ότι απελπισμένοι καιροί ζητούν απελπισμένα μέτρα. Και για αυτούς η απελπισία μπορεί να αντικατοπτρίζεται στη δημοκρατία.»
«Δεν μπορούμε να κάνουμε εικασίες. Μα καλά, δεν τον ρώτησες;»
«Δεν... δεν άντεξε τόσο.» ο τόνος στη φωνή του έδειχνε πως το μέσο που χρησιμοποίησε για να αποκτήσει τη γνώση που τώρα διαλαλούσε δεν τον ευχαριστούσε, αντιθέτως.
«Τέλος πάντων... προσπάθησε να μάθεις. Για πες μου τώρα, που μπορεί κανείς να βρει αυτόν τον κομπογιαννίτη;»
Ακούστηκε ένα τακ και το κουμπί play τινάχτηκε πάνω. Η κασέτα είχε τελειώσει.
«Όχι, όχι τώρα.» παραπονέθηκε η Καίτη. «Όχι πάνω στο καλύτερο! Τί άκουσες όταν ήρθες;»
 «Τίποτα, είχαν φύγει.» μουρμούρισε η Άννα.
 «Σε προειδοποιώ ότι με το να με κατηγορήσεις…»
 «Δε σκόπευα... ότι έγινε, έγινε. Έχουμε ένα καινούριο στοιχείο και πρέπει να ενεργήσουμε γρήγορα. Θα σου τα ψάλω μετά.» μονολόγησε αφηρημένη.
«Θα το πούμε στη Μαρία;»
«Φυσικά... έχουμε μια συμφωνία, θυμάσαι;» η Καίτη την κοίταξε γεμάτη δυσπιστία. «Άλλωστε μόνο εκείνη μπορεί να ξέρει σε ποιόν αναφέρεται ο Ιγνάτιος. Με το να ψάξουμε μόνες μας θα χαραμίσουμε πολύτιμο χρόνο και είναι σημαντικό να πιστεύει ότι δεν της κρύβουμε τίποτα.»
«Τώρα μάλιστα, σε αναγνωρίζω.» είπε η Καίτη και της αράδιασε ένα χαμόγελο. «Τί ακριβώς περιμένουμε να κάνουμε όταν τον βρούμε;»
«Δεν έχω ιδέα... Έχεις εσύ καμία;»
«Όχι... Ας βιαστούμε, νομίζω ότι Μαρία έχει μάθημα αυτήν την ώρα.»
«Η επόμενη ώρα έχει ήδη ξεκινήσει.»
«Έχω μια ιδέα... γιατί παραξενεύεσαι;» αντέδρασε στο βλέμμα της φίλης της.
***

Ένας τεράστιος περίτεχνος καθρέφτης, στην κάσα του οποίου ήταν χαραγμένη η φράση: Να φοβάσαι αυτό που δεν είναι άξιο σου για να έχεις, στα λατινικά, στεκόταν επιβλητικός στην αίθουσα του θρόνου. Το κύριο σώμα του ήταν σπασμένο σε κομμάτια. Μεγάλα, μικρά, έως και πολύ μικρά. Κάποιος τα είχε ενώσει ξανά από την αρχή.
Ο Ναπολέων πλησίασε αργά το άψυχο αντικείμενο σα να προσπαθούσε να το τιμήσει με το να του φανερώσει το δέος που τον διακατείχε. Τέντωσε το χέρι του προς την κατεύθυνση του καθρέφτη με τα δάκτυλα του δείκτη και του αντίχειρα ενωμένα στην προσπάθεια να κρατήσουν κάτι που το μάτι δυσκολευόταν να δει. Το μικρό αντικείμενο βρήκε τη θέση του λίγο δεξιότερα από το κέντρο του και αρκετά πιο πάνω από τη μέση του.
Δεν ακολούθησε τίποτα το φαντασμαγορικό. Τα κομμάτια δεν ενώθηκαν ως δια μαγείας σε κάτι ενιαίο και καμία δέσμη φωτός δεν ξεπετάχτηκε από μέσα του.
Ησυχία.
Το αποτέλεσμα φάνηκε να απογοητεύει και τον ίδιο. Παρ’ όλα αυτά, ένα χαμόγελο ικανοποίησης πήρε θέση στο πρόσωπο του, εξέφραζε εκείνο το αίσθημα ολοκλήρωσης που πήγαζε τώρα από μέσα του.
«Λίγο ακόμα... Και όλα θα αρχίσουν.» ο ήχος βημάτων του απέσπασε την προσοχή από τον καθρέφτη.
Μία όμορφη κοπέλα με ανοιχτόχρωμα κόκκινα, ίσια μαλλιά και μεγάλα πράσινα μάτια περπάταγε με τουπέ προς το μέρος του. Του χαμογέλασε και στάθηκε σε ένα μέτρο απόσταση.
«Άκουσα τα καλά νέα... Το μόνο που μας λείπει είναι το φυλαχτό και ο χάρτης.» εκείνος της χαμογέλασε και, μονάχα για μια στιγμή, το παγερό του πρόσωπο ζεστάθηκε από κάτι που θύμιζε συναίσθημα.
«Ναι... Μιας και το ανέφερες, έμαθες τίποτα για αυτόν τον τύπο; Λούκα, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, δε φαντάζεσαι την ειρωνεία... Τον βρήκαμε να σέρνεται σε ένα μπαρ στη Σάρλοτ.»
«Χμ... και εμείς που τον ψάχναμε στους κύκλους του. Πρέπει να είναι πολύ ανόητος ή πολύ αφελής.»
«Δε θέλει να μιλήσει με κανέναν μας.»
«Ούτε και σε εσένα; Θα τολμούσε άραγε να σε αψηφήσει;» η κοπέλα δεν απάντησε. Μόνο πήρε τα μαλλιά που έπεφταν στο πρόσωπο της και τα τίναξε πίσω από τον ώμο της. Μία ουλή κατά μήκος της γραμμής του πιγουνιού της ξεκινούσε λίγο πιο κάτω από το λοβό του αυτιού της και έκανε τον Ναπολέων έξαλλο. Φρέσκο σημάδι της μάχης της με τον Λουκά. «Πώς τόλμησε;!»
«Ηρέμησε... δε θα καταφέρεις τίποτα έτσι. Χρειαζόμαστε τη μικρή, τώρα πιο πολύ από ποτέ. Όσο δεν ξέρει τίποτα... πρέπει να το εκμεταλλευτούμε.»
«Έχεις δίκαιο... αλλά χωρίς τον αλχημιστή να πιάσει αμέσως δουλειά η καρδιά θα σκαρτέψει.»
«Όσο για αυτό, σου έχω καλά νέα.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου