Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 19

Ο πύργος ήταν αφρούρητος, κάτι που δεν ξάφνιασε την Ήβη εφόσον ήξερε ότι η φήμη, ή ακόμα και η αλήθεια πίσω από αυτήν, για το μέρος εκείνο ήταν η καλύτερη ασφάλεια που κάποιος θα μπορούσε να έχει. Όπως ο Νέστορας το παρομοίασε πολύ καλά, η έλλειψη προστασίας του πύργου ήταν κάτι σαν το ελβετικό τυρί στη φάκα. Μεγάλος πειρασμός αλλά και κίνδυνος.
«Νέστορα, για ακόμη μια φορά...» ξεκίνησε να λέει η Ήβη.
«Δε θα σε αφήσω!»
«Όλα τα ξωτικά είναι τόσο πεισματάρικα ή το πήρες από τη συμβίωση σου με ανθρώπους;»
«Λίγο και από τα δύο φοβάμαι. Λοιπόν... τί κάνουμε τώρα;»
«Θα μπούμε μέσα.»
«Αυτό εννοώ... πώς;»
«Περπατώντας.» του απάντησε με ένα χαμόγελο που δήλωνε πως καταλάβαινε τι πραγματικά εννοούσε παρόλο που προσποιούταν την ανήξερη.
«Εννοείς...; Σα να μη συμβαίνει τίποτα; Έτσι απλά;» τη ρώτησε τρομοκρατημένο τώρα το ξωτικό.
«Ναι.»
«Δε νομίζεις ότι θα δουν τη διαφορά; Ξέρεις, ανάμεσα σε εμάς και αυτούς που πραγματικά συχνάζουν μέσα τον πύργο.»
«Όχι αν δεν την τονίσουμε... Πάντα ήθελα να γίνω ηθοποιός. Καιρός να δω πως θα τα πήγαινα.»
«Δεν έχω καλό προαίσθημα γι’ αυτό.» γκρίνιαξε ο Νέστορας.
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν περιμένω να βγει τίποτα καλό από αυτό. Οπότε... μπορείς να φύγεις αν θέλεις.»
«Το ξέρω, αλλά δε θα το κάνω. Το πολύ πολύ να πεθάνω... Ούτως ή άλλως βαρέθηκα.» συνέχισε αδιάφορα εξερευνώντας ταυτόχρονα με ανήσυχο βλέμμα τον περίγυρο.
«Μην το λες αυτό Νέστορα... Σου υπόσχομαι ότι, αν βγούμε ζωντανοί από εδώ, θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να γυρίσεις πίσω.»
«Και εγώ σου υπόσχομαι ότι θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να βγεις ζωντανή και ακέραια. Δε με ενδιαφέρει πλέον να γυρίσω πίσω Ήβη. Από τότε που πέθανε η Γιασμήν το μόνο που σήμαινε αυτός ο κόσμος για εμένα ήταν εκδίκηση. Μετά σκόπευα να αυτοκτονήσω ή κάτι τέτοιο… αν δεν πέθαινα στην προσπάθεια.»
«Ανοησίες!» κατένευσε απηυδισμένη.
«Είσαι πολύ μικρή. Δεν περιμένω να καταλάβεις.» η απάντηση του την ξάφνιασε. Ποτέ πριν δεν είχε συνειδητοποιήσει τη διαφορά ηλικίας μεταξύ τους. Φαντάστηκε ότι είχε να κάνει με το μικρό του ανάστημα ή το παρουσιαστικό του.
Είχαν κιόλας περάσει την πύλη για τον πύργο. Μια έκταση από ξερό χώμα ήταν το μόνο που υπήρχε μέχρι την επόμενη πύλη που θα οδηγούσε στο εσωτερικό. Δεν υπήρχαν ούτε φανοστάτες, ούτε πυρσοί για να φωτίζουν το δρόμο. Μόνο το φως από τα λιγοστά αστέρια και το σεληνόφως.
«Ίσως... Μπορώ να πάρω πίσω την υπόσχεση μου;» του είπε δειλά η Ήβη αναφερόμενη στη δήλωση του ξωτικού για εκδίκηση. Δεν ήξερε τι θα αντιμετώπιζε όταν γυρνούσε και πάλι στο σπίτι του και δεν ήθελε να σκοτωθεί σε μία αποτυχημένη προσπάθεια να βλάψει το βασιλιά του. «Για καλό και για κακό.» ο Νέστορας δεν της απάντησε, μόνο χαμογέλασε μελαγχολικά. Έτσι η κοπέλα επανήλθε στο θέμα που τους απασχολούσε περισσότερο. «Ο Χάρης και η Ηλέκτρα είναι ακόμα ζωντανοί... Αλλά ο Ναπολέων συμπλήρωσε τον καθρέφτη.»
«Τι βλακώδες εκ μέρους της να μην το δώσει σε εμάς!» είπε μέσα από τα δόντια του το ξωτικό.
«Δεν χρειάζεται να ανησυχούμε. Δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την πύλη ακόμα. Χρειάζεται το φυλαχτό. Τα...» δεν είχε συνηθίσει το άκουσμα αυτής της λέξης, πόσο μάλλον να τη χρησιμοποιεί. «…πνεύματα δε θα τον άφηναν ποτέ να πλησιάσει το βιβλίο.»
«Μα ο μόνος τρόπος που τα πνεύματα θα τον άφηναν να πλησιάσει το βιβλίο θα ήταν αν ήταν φύλακας... Δεν... Εκτός και αν... Όχι!» το ξωτικό γρύλισε απειλητικά και μπήκε στο δρόμο της Ήβης εμποδίζοντας την να προχωρήσει περαιτέρω. «Δε θα σε αφήσω να πάς εκεί μέσα!»
«Νέστορα! Θυμάσαι το κομμάτι εκείνο του σχεδίου που αφορούσε στο να μην τραβήξουμε την προσοχή;» τον προειδοποίησε η κοπέλα ενώ εξέταζε το περιβάλλον γύρω τους.
«Θέλει την καρδιά σου Ήβη!»
«Ναι. Και τη θέλει ακέραιη, κάτι που μου δίνει προβάδισμα στις διαπραγματεύσεις!» αντέτεινε η κοπέλα. Ένας βρυχηθμός βγήκε από το στήθος του αντί για απάντηση. «Ξέρω πολύ καλά ότι δε θα μου κάνεις κακό.» του είπε η κοπέλα προσπαθώντας να τον παρακάμψει. Αλλά ο Νέστορας δεν την άφησε.
«Πλανιέσαι! Καλύτερα εγώ παρά αυτός!»
«Έϊ. Εσύ! Τί δουλειά έχεις εδώ;» Μια γυναίκα με παγερά χαρακτηρίστηκα, και πράσινα μάτια τους είχε πλησιάσει.
Η Ήβη της ανταπέδωσε το βλέμμα και απάντησε.
«Και εσένα τι σε νοιάζει;» η γυναίκα την κοίταξε με φθόνο αναμεμιγμένο με θυμό. Μάλλον η αναίδεια της Ήβης είχε αποδώσει καρπούς.
«Δε νομίζεις ότι αυτά τα λημέρια είναι επικίνδυνα για ένα μικρό κοριτσάκι σαν και εσένα;» η Ήβη δεν της απάντησε, όχι μόνο ώστε η σιωπή της κοπέλας να πικάρει περισσότερο τη γυναίκα, αλλά και γιατί φοβήθηκε ότι οποιαδήποτε απάντηση θα φαινόταν παιδαριώδης και θα επιβεβαίωνε περίτρανα τους ισχυρισμούς της. Κοίταξε τον Νέστορα δίνοντας του να καταλάβει πως έπρεπε να συνεχίσουν το δρόμο τους και το μικρό ξωτικό την ακολούθησε απρόθυμα.
Η γυναίκα εξαγριωμένη τη σταμάτησε πιάνοντας την από το μπράτσο. Η Ήβη τίναξε το χέρι της απελευθερώνοντας το από τη λαβή της και την κοίταξε κατάματα.
«Δε με νοιάζει ποιά είσαι, αλλά εμένα δε θα με αγνοείς!» γρύλισε.
«Δε μου αρέσει να μου λένε τι να κάνω.» της απάντησε η κοπέλα.
«Είναι καιρός μου φαίνεται να βρεις το δάσκαλο σου.» έβγαλε το ραβδί από την τσέπη της και σημάδεψε την Ήβη. Αλλά η κοπέλα ήταν γρηγορότερη από εκείνη:
«Αλμπήρα τσέσλι!» ανεμοστρόβιλος σηκώθηκε και μια μικρή ρωγμή που σημάδεψε το έδαφος προϊδέασαν τα επερχόμενα. Η αντίπαλος της τινάχτηκε λίγα μέτρα πιο πίσω.
Ίσως να ήταν λίγο υπερβολικό, αλλά η Ήβη είχε ανάγκη να την πάρουν στα σοβαρά. Άλλωστε ο προηγούμενος διάλογος τους δεν την έκανε να θέλει να υπερβάλει λιγότερο.
Με περίσσιο θυμό η γυναίκα σηκώθηκε και εκσφενδόνισε μια κατάρα που όμως αποκρούστηκε. Αλλά όχι από την Ήβη. Μια όμορφη κοπέλα στεκόταν μόλις λίγα μέτρα πιο πέρα. Η φυσιογνωμία της φάνηκε περίεργος γνώριμη στην Ήβη. Όταν η νεοφερμένη πλησίασε και η κοπέλα είδε αυτό το κοκκινωπό τρίχωμα και τα πανέμορφα πράσινα μάτια της ένα μόνο όνομα πέρασε από το μυαλό της.
Γαβριήλ...
Η Ήβη δεν είχε δει ποτέ τη Θάλεια από κοντά. Ήξερε ότι η εμφάνιση δεν ενδιέφερε ποτέ τον Γαβριήλ αλλά έπρεπε να παραδεχτεί ότι ήταν πανέμορφη.
«Πόσες φορές θα χρειαστεί να σου πω ότι αυτό δεν είναι, και δε θα είναι ποτέ, μέρος για τα καπρίτσια σου Σεσίλια;» είπε η Θάλεια.
«Δε σου πέφτει λόγος!»
«Μήπως έφευγες; Ή θες να επισπευτείς τον Ναπολέων;» η γυναίκα πήρε για πρώτη φορά τα μάτια της από την Ήβη για να κοιτάξει την Θάλεια με απαράλλακτο βλέμμα.
«Έμαθες φαντάζομαι για την Ηλέκτρα. Περιμένω πως και πως για τη δική σου σειρά. Προδότριες σαν και εσένα δεν τη βγάζουν ποτέ καθαρή.»
«Μην έχεις αυταπάτες. Τώρα...» η Θάλεια της έκανε νόημα με το αριστερό της χέρι για να περάσει την πύλη που είχε διασχίσει πριν από λίγο η Ήβη.
Αν και δεν περίμενε αυτήν την εξέλιξη, η Σεσίλια ακολούθησε φρόνημα τη διεύθυνση που της υπέδειξαν.
«Και εσύ πια είσαι;» πέραν της ερώτησης, η Θάλεια έδειχνε να αναγνωρίζει την Ήβη. Έτσι το κορίτσι υπέθεσε ότι η πρώην κοπέλα του ξαδέρφου της δεν ήθελε να δώσει δικαίωμα στην Σεσίλια που πιθανότητα ήταν ακόμα σε θέση να ακούσει τη συνομιλία τους.
«Δεν έχει σημασία. Έχω έρθει για δουλειές. Αυτό μόνο χρειάζεται να ξέρεις.» της απάντησε η Ήβη με αναίδεια.
«Λίγο αργά δεν κάνεις τις δουλειές σου;» το συνέχισε κοιτώντας την καχύποπτα.
«Ποτέ δεν είναι αργά.» όλα έδειχνα πως είχαν ξεφύγει από την ακτίνα της Σεσίλια, έτσι η Θάλεια μείωνε ολοένα και περισσότερο την απόσταση μεταξύ τους.
 «Μα καλά, τί στο διάολο κάνεις εσύ εδώ;» ψιθύρισε. Έδειχνε ανήσυχη αλλά η Ήβη δεν ήταν διατεθειμένη να δείξει κάποιο συναίσθημα. Το βλέμμα της Θάλειας έπεσε πάνω στον Νέστορα και φάνηκε να καταλαβαίνει. Τα μάτια της περιπλανήθηκαν ανάμεσα στο ξωτικό και την κοπέλα. «Τρελάθηκες;» κατάφερε τελικά να τη ρωτήσει. «Πρέπει να φύγεις από εδώ.»
«Όχι. Δεν πρέπει.» αντέτεινε η Ήβη θυμωμένη.
«Πιστεύεις ότι μπορείς να το σταματήσεις; Είσαι μόνο ένα παιδί! Το γεγονός είσαι φύλακας δεν το αλλάζει αυτό!»
«Κάποιος πρέπει να προσπαθήσει και δεν είσαι μεγαλύτερη από εμένα. Άλλωστε ο Γαβριήλ με έχει δασκαλέψει καλά, μην ανησυχείς.» η αναφορά στο όνομα του τάραξε την Θάλεια που φάνηκε να χάνει τον ειρμό των σκέψεων της για λίγο.
«Ο Γαβ... Μα πως; Έλειπε σε...»
«Πρέπει να διαλέξεις πλευρά.» την παρότρυνε η Ήβη με αυστηρότητα.
«Έχω ήδη διαλέξει.» είπε επαναφέροντας τον εαυτό της σε τάξη. Έπειτα έστρεψε το βλέμμα της μακριά και αγκάλιασε τον εαυτό της.
«Καλώς.» στα μάτια των δύο κοριτσιών μπορούσες να δεις τη διάθεση για μάχη. Δεν είχαν άλλωστε επιλογή. Υπηρετούσαν διαφορετικά στρατόπεδα και καμία από τις δύο δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει υποχωρήσεις. Η Ήβηένιωθε τον Νέστορα δίπλα της να τρέμει.
Γύρισε να δει αν είναι καλά και διαπίστωσε ότι ήταν διπλωμένος στα δύο. Έσκυψε από επάνω του ανήσυχη αλλά εκείνος όρμησε μπροστά τρομάζοντας την. Πριν τα πόδια του πατήσουν ξανά στο έδαφος, είδε τα ρούχα του να καταστρέφονται, τη σάρκα του να σκίζεται ενώ σε όλο του το σώμα φύτρωναν μαύρες τρίχες εξαιρετικά γρήγορα. Σε χρόνο που το μάτι σου αδυνατούσε να συλλάβει, είχε μεταμορφωθεί σε μια μαύρη αρκούδα.
 «Λιβερσάτσε!» όμως η κατάρα που εκσφενδόνισε η Θάλεια ενάντια στην Ήβη δεν έκανε τίποτα στην αρκούδα που δέχτηκε το χτύπημα προστατεύοντας την. Εξαγριωμένο το ζώο, την έριξε αναίσθητη χτυπώντας τη στον κεφάλι με το μπροστινό της πόδι.
Η Ήβη δεν μπήκε στον κόπο να κάνει ερωτήσεις. Άλλωστε ήταν αρκούδα, δεν μπορούσε να απαντήσει.
«Τί διακριτικό!» τον ειρωνεύτηκε ενώ άρχισε να τρέχει προς την είσοδο του πύργου.
Παρά το σκοτάδι, η μεταμόρφωση του Νέστορα δεν είχε περάσει απαρατήρητη. Από κάθε κατεύθυνση ξεπρόβαλαν άντρες και γυναίκες που έτρεχαν οπλισμένοι προς το μέρος τους. Η Ήβη δεν ήταν προετοιμασμένη για τέτοιου είδους εισβολή. Ήξερε πως ο πύργος δεν ήταν ασφαλές αλλά ήταν ο στόχος της, έτσι δεν είχε ενδοιασμούς που να αφορούν την κατεύθυνση που θα ακολουθούσε.
Τα πράγματα είχαν δυσκολέψει επικίνδυνα.
Ευτυχώς για εκείνη, ο Νέστορας φαινόταν να έχει αναισθησία στα ξόρκια και τις κατάρες που προσέκρουαν στη γούνα του. Ήταν η δική της αυτόνομα κινούμενη ασπίδα. Ο δρόμος για τον πύργο ήταν μακρύτερος απ’ ότι πίστευε ενώ η πόρτα ήταν τουλάχιστον πέντε μέτρα και πάνω σε αυτήν ήταν χαραγμένο περίτεχνα ένα μεγάλο δέντρο. Κάθε κλαδί και όνομα. Δεν έδωσε περισσότερη προσοχή, ανέβηκε τα πέντε σκαλοπάτια που απλώθηκαν μπροστά της και το κλάσμα του δευτερολέπτου που ο Νέστορας χρειάστηκε για να κλωτσήσει την πόρτα, εκείνη γύρισε για να ρίξει στα τυφλά ένα ξόρκι.
«Νετόριουμ!» δεν πρόσεξε αν είχε αντίκτυπο. Είχε ακούσει τον κρότο που έκανε η πόρτα, αυτό σήμαινε ότι ο δρόμος ήταν ελεύθερος και έτσι έτρεξε πάλι πίσω από την ασπίδα της.
Έβαλε όλη της την δύναμη για να σπρώξει το αριστερό φύλλο της πόρτας ώστε να κλείσει, αλλά και πάλι δεν ήταν αρκετό. Ο Νέστορας από την άλλη δεν είχε δυσκολευτεί καθόλου, έσπρωξε το δεξί φύλο με τα πισινά του και έσπευσε να βοηθήσει την Ήβη. Όμως τους είχαν προφτάσει, ένας κόκκινος πίδακας φωτός χτύπησε την κοπέλα στο δεξί μπράτσο προκαλώντας της ένα βαθύ κόψιμο. Άφησε ένα επιφώνημα να της ξεφύγει και πισωπάτησε. Ο Νέστορας εξαγριωμένος σηκώθηκε στα δύο πισινά του πόδια και μετά έπεσε ξανά στα τέσσερα ώστε να ωθήσει αυτούς που είχαν περάσει την πόρτα έξω. Επανέλαβε αυτήν την κίνηση μερικές φορές. Μετά οπισθοχώρησε και σηκώθηκε ξανά, αυτή τη φορά να κλείσει το άλλο φύλλο. Όταν τα δύο φύλλα ενώθηκαν, ο Νέστορας έκατσε μπροστά από τη χαραμάδα που σχημάτισαν για να εμποδίσει την πόρτα από το να ανοίξει ξανά.
Ήταν μια τρομακτική αρκούδα, αλλά η εικόνα του εκείνη τη στιγμή έφερε ένα χαμόγελο στα χείλη της. Ίσως ήταν ιδέα της, αλλά το πρόσωπο του είχε πάρει μια περίεργη και αστεία έκφραση. Άφησε ένα βρυχηθμό ως ένδειξη ενόχλησης προς τις προσπάθειες των έξω να μπουν μέσα και άλλον έναν που παρακινούσε την Ήβη να φύγει.
«Όχι!» εκείνη απάντησε με σθένος. «Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω μόνο σου! Αν καταφέρουν να περάσουν θα σε σκοτώσουν!» σαν απάντηση τράβηξε πίσω τα ζυγωματικά του για να φανούν τα δόντια του.
 Σωστά...
Δεν ήταν ένα μικρό απροστάτευτο ξωτικό πλέον, αλλά μια μεγαλόσωμη επικίνδυνη αρκούδα. Έπειτα η Ήβη έπρεπε να βιαστεί. Του χαμογέλασε δείχνοντας του ότι τον έβρισκε αστείο και κερδίζοντας έτσι μια στιγμή για να τον αποχαιρετήσει με το βλέμμα της. Άλλωστε δεν περίμενε να γυρίσει ζωντανή. Του γύρισε την πλάτη και επεξεργάστηκε για πρώτη φορά το εσωτερικό.
Το ταβάνι απείχε περίπου οκτώ μέτρα από το πάτωμα. Τοίχοι και οροφή ήταν στολισμένα με τοιχογραφίες. Η Ήβη υπέθεσε ότι εικόνιζαν κατορθώματα της φίλης ή των αρχηγών τους. Κατά κύριο λόγο αφορούσαν μάχες είτε με μάγους, είτε με ανθρώπους. Μπροστά της απλωνόντουσαν τρείς διάδρομοι, ο ένας εμφανώς μεγαλύτερος από τους υπόλοιπους δύο. Χωρίζονταν μεταξύ τους με κολώνες αρχαϊκού ρυθμού. Στο τέλος του κεντρικού διαδρόμου βρισκόντουσαν τρείς πόρτες ενώ κατά μήκος των πλάγιων, υπήρχαν πέντε σε κάθε πλευρά.
Τέλεια! Σκέφτηκε.
Ένα γουργούρισμα σηματοδότησε την προσπάθεια του Νέστορα να της πει κάτι. Γύρισε για να τον κοιτάξει. Της έδειχνε με την πατούσα του την αριστερή πόρτα στο τέλος του κεντρικού διαδρόμου. Η Ήβη πήρε μια βαθιά ανάσα και κατευθύνθηκε προς την κατεύθυνση που της υπέδειξε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου