Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 3

Την επόμενη εβδομάδα, η Ήβη στριφογύριζε συνέχεια στο μυαλό της αυτά που είχε μάθει από τη γιαγιά της... και την εικόνα του περίεργου αυτού αγοριού που είχε προσφάτως γνωρίσει. Δε μοιράστηκε όμως καμία από αυτές τις σκέψεις με τις φίλες της ή οποιονδήποτε άλλο.
Είχε θυμώσει με τον εαυτό της που ασχολούταν με κάτι τόσο ανούσιο όπως ένα αγόρι… ανούσιο σε σύγκριση με μαντάτα που αφορούσαν εκείνη και τον πατέρα της. Αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί σε αυτό το κομμάτι του εαυτού της που ελκυόταν από τον Χάρη τόσο μοιραία. Ήταν σα να μην είχε επιλογή.
Ωστόσο, τίποτα παράξενο δεν είχε συμβεί όπως την προειδοποίησε η Μαρία… τίποτα πέρα από τη συμπεριφορά της.
«Τί συμβαίνει;» η Άννα και η Καίτη έπαιρναν το πρωινό τους στην τραπεζαρία όταν ήρθε να τους βρει η Ήβη. Η πρώτη από τις δύο φίλες είχε καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καλά την τελευταία εβδομάδα, όμως όλες τις οι προσπάθειες να μάθει το λόγο κατέληγαν στο κενό. Η Καίτη χαμογελούσε πονηρά καθώς πίστευε ότι οφειλόταν στον πονόδοντο που την ταλαιπωρούσε τελευταία.
«Σαν τί θες να συμβαίνει δηλαδή;» ρώτησε την Άννα αγνοώντας τα γελάκια της Καίτης.
«Τώρα προσπαθείς να ξεγελάσεις εμένα ή τον εαυτό σου;» επέμεινε η Άννα. «Τον τελευταίο καιρό φέρεσαι πολύ αλλόκοτα.» συνέχισε ανήσυχα.
«Κάτι καινούριο φαίνεται θα τάραξε τα νερά της.» υπαινίχτηκε η Καίτη. Η Ήβη ήξερε ότι η φίλη της αναφερόταν στον Χάρη. Την είχε κάνει πολλές φορές τσακωτή να τον χαζεύει με βλέμμα ονειροπαρμένο. Αλλά η Ήβη δεν μπορούσε να το ελέγξει. Κάτι πάνω σε εκείνο το αγόρι, από τη χροιά της φωνής του μέχρι τη μυρωδιά του, την τραβούσε τόσο έντονα.
«Τί εννοείς;» τη ρώτησε η Άννα. Αλλά ο ερχομός του Χάρη στην παρέα έφερε το τέλος της συζήτησης τους.
«Καλημέρα.» είπε ενώ (όπως κάθε πρωί) κάθισε δίπλα στην Καίτη.
«Καλημέρα.» είπαν με μια φωνή τα τρία κορίτσια. Η Ήβη προσπάθησε να κρύψει την απογοήτευση της για την προτίμηση του νεοφερμένου να κάτσει δίπλα στην Καίτη κάνοντας επίθεση στο μπολ με τα δημητριακά μπροστά της.
«Πού θα μας πάνε σήμερα τελικά;» τις ρώτησε το αγόρι. Η ερώτηση του έφερε προ απροόπτου την Ήβη που δεν είχε ιδέα για τι πράγμα μιλούσε.
«Σε ένα πάρκο, λίγο έξω από το Obweiben. Για την ακρίβεια, έγινε πάρκο μετά από μια φωτιά που είχε ξεσπάσει από απροσεξία κάποιου επιστάτη.» τον ενημέρωσε η Καίτη.
«Αλήθεια, αφού το σχολείο είναι Ελληνικό γιατί έχει ξένο όνομα;» συνέχισε μένοντας αδιάφορος από την τοποθεσία της εκδρομής τους.
«Δεν ξέρω... Φαντάζομαι ότι έχει να κάνει με την ηλικία του. Τα όρια της Ελλάδας ήταν πάντα αμφισβητήσιμα. Ίσως παλιότερα να άνηκε στην επικράτεια κάποιας άλλης χώρας.» ήρθε η απάντηση από την Άννα.
«Ναι, απλώς κράτησαν το όνομα για να μη μας αποτρέψουν από την ιστορική αξία που έχει.» συνέχισε η Καίτη μιμούμενη τη φωνή της Σίλβιας.
«Το είχεςξεχάσει,έτσι δεν είναι;» η Άννα είχε καρφώσει τα μάτια της πάνω στην Ήβη, την κοιτούσε εξεταστικά.
«Όχι, το θυμόμουνα.» είπε ψέματα ξέροντας ότι η Άννα αναφερόταν στην εκδρομή. Όμως να δείχνει να πείθει κανέναν.
***
Η Σάρλοτ δεν έμοιαζε τόσο με πόλη όσο με ένα μάτσο καταγώγια του δέκατου όγδοου αιώνα. Κάποτε ήταν ένα όμορφο δάσος βορειοανατολικά του Konz, στο Λουξεμβούργο. Αλλά τώρα το είχαν εκμεταλλευτεί οι Άβετορ και άλλοι εξόριστοι για εμπόριο ανθρώπινων οργάνων ή άλλων δυσεύρετων και παράνομων αντικειμένων.
Όμως δε σύχναζαν μόνο μάγοι σε αυτά τα μέρη αλλά και άνθρωποι. Άλλοι γυρεύοντας κάποιο ζωτικό όργανο που θα έσωζε τη ζωή του αγαπημένου τους και άλλοι γιατί έκαναν δουλειές για τους Άβετορ (χωρίς να ξέρουν απαραίτητα την ύπαρξη της φύσης τους ή να πιστεύουν σε αυτήν).
Ο Ναπολέοντας ήταν ένας πολεμοχαρής άντρας, κάτι που φανέρωναν τα σημάδια στο πρόσωπο του καθώς και το παρουσιαστικό του. Μελαμψό και επιβλητικό. Δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ από τον πύργο του, θεωρούσε ταπεινωτικό να αναμειγνύετε με τους υπηκόους του. Όμως αυτή ήταν ξεχωριστή περίσταση. Έψαχνε τον Λουκά. Του είχαν πει πως ήταν ο κατάλληλος για τη δουλειά αλλά κανένα από τα τσιράκια του δεν κατάφερε να τον φέρει σε εκείνον.
 Καθόντουσαν σε ένα μικρό ξύλινο μπαρ και συζητούσαν για αρκετή ώρα. Είχαν φροντίσει να είναι γεμάτο έτσι ώστε ο θόρυβος από τις συνομιλίες τους να καλύπτονταν από αυτές των υπολοίπων και να μη δώσουν τροφή για σχόλια.
«Μου ζητάς βοήθεια για να πιάσεις ένα μικρό κορίτσι;» τον ρώτησε ο Λουκάς εμφανώς ενοχλημένος.
«Ποιός μίλησε για βοήθεια; Απλά θέλω να κάνεις εσύ τη δουλειά για εμένα.» του απάντησε διπλωματικά ο Ναπολέων.
«Γιατί; Φοβάσαι μη λερώσεις τα χέρια σου;» τον ειρωνεύτηκε.
«Μου είπαν κάτι ενδιαφέρον για εσένα.» συνέχισε ο άντρας αφήνοντας ασχολίαστα τα λεγόμενα του Λουκά.
«Δηλαδή;» τον ρώτησε αδιάφορα ενώ έπινε μία γουλιά από το ουίσκι του.
«Ότι σε καταράστηκαν οπαδοί της δύναμης των τριών. Δε φανταζόμουν ότι αυτοί οι κλέφτες της γνώσης της μαγείας θα μπορούσαν να καταφέρουν ποτέ κάτι τέτοιο... αλλά απ’ ότι φαίνεται θα πρέπει να τα πάω καλά μαζί τους. Λέγεται πως η ψυχή σου υποδουλώθηκε στο σκοτάδι. Πως δεν μπορεί να το απαρνηθεί. Και σαν πρώην φύλακας... είσαι ο καταλληλότερος. Βλέπεις, το κορίτσι που θέλω είναι φύλακας.» ο Ναπολέων πρόσεξε πως για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ο Λουκάς πάγωσε στη θέση του. Σήκωσε το βλέμμα του από το ποτό και ύστερα κοίταξε ανέκφραστα τον Ναπολέων.
«Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν μπορώ να αρνηθώ την πρόταση σου.» του απάντησε καθώς σηκωνόταν για να φύγει.
«Εγώ νομίζω ότι δε θα το κάνεις.» του απάντησε ο Ναπολέων πριν ο άντρας προλάβει να απομακρυνθεί. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί σε αυτά του Λουκά. Ήταν λες και ήξερε κάποιο μυστικό που θα του εξομολογούταν από λεπτό σε λεπτό. «Άλλωστε σε προστάζω.»
***
Ένα μικρό σαλόνι είχε στριμωχθεί στη μέση του δωματίου και δύο μικρές γλάστρες είχαν αφεθεί σε τυχαία σημεία. Το γραφείο του πρωθυπουργού ήταν φορτωμένο από διάφορες αντίκες και βιβλία ανάλογης εποχής. Ένα πέτρινο τζάκι διακοσμούσε τη γωνία δίπλα από το παράθυρο. Θέα του ήταν μία αχανής τσιμεντούπολη. Ο Ριχάρδος θα προτιμούσε κάτι πιο αρμονικό, αλλά τα γραφεία της κοινότητας τους βρισκόταν στο ίδιο υπουργείο με αυτά των ανθρώπων για λόγους αμεσότητας. Έτσι, στην προσπάθεια τους να κρατήσουν χαμηλό προφίλ, είχαν εγκατασταθεί σε μέρη του κτιρίου όπου κανείς δε θα τους αναζητούσε. Ή ίσως μέρη όπου οι υπόλοιποι εργαζόμενοι δεν ήξεραν ότι υπήρχαν.
Ο Ριχάρδος ήταν ο πρωθυπουργός των μάγων, καθήκον που πολλές φορές μισούσε. Καθόταν στο γραφείο περιμένοντας τον επισκέπτη του. Η γραμματέας του τον είχε μόλις διακόψει μία συνέλευση. Είχαν εξαντλήσει το θέμα και όμως δεν μπορούσαν να καταλήξουν πουθενά. Οπότε ανακουφίστηκε όταν η γυναίκα πέρασε διακριτικά στο χέρι του ένα χαρτάκι που έλεγε: επείγον.
Είχε ανάγκη να πάρει μια ανάσα.
«Περάστε.» έδωσε το έναυσμα.
«Καλημέρα.» του απάντησε ο άντρας καθώς έμπαινε στο γραφείο.
«Γαβριήλ; Τί κάνεις εδώ;» ο πρωθυπουργός δε φάνηκε να ξέρει τι να περιμένει από την παρουσία του Γαβριήλ απέναντι του, όμως σίγουρα δε χάρηκε.
«Ήρθα για την Ήβη, πιστεύω ότι άρχισε να ανακαλύπτει τις δυνάμεις της.» του είπε χωρίς περιστροφές.
 «Πιστεύεις;» ο Ριχάρδος επανέλαβε τα λόγια του άντρα με απειλητικό τόνο.
«Ναι σήμερα...» ο Γαβριήλ επρόκειτο να δώσει την αναφορά του αλλά τα νέα που έφερνε είχαν ταράξει τον άντρα απέναντι του για τα καλά.
«Με διέκοψες από μια σημαντική συνέλευση για να μου πεις τι πιστεύεις;»
«Λες και δεν ανακουφίστηκες που σε τράβηξαν από το λάκκο με τα φίδια.» του απάντησε όπως θα απαντούσε σε ένα άτομο που γνώριζε χρόνια και ένιωθε οικεία μαζί του. Ο Ριχάρδος ήθελε να τον διαψεύσει, αλλά αυτό θα τον έκανε ψεύτη. Αν και τώρα ευχόταν να ήταν ακόμα σε εκείνο το μικρό γραφείο μαζί με δώδεκα αλλά άτομα και την αποπνικτική οσμή του καπνού από τα πούρα τους. Μπροστά σε αυτό το μαντάτο, η συνέλευση από την οποία αγωνιούσε να ξεφύγει δεν ήταν τίποτα.
«Μου είχες πει ότι δε θα φτάναμε σε αυτό το σημείο.» γρύλισε ο πρωθυπουργός.
«Όχι, σου είχα πει ότι μπορεί να μη χρειαζόταν να φτάσουμε σε αυτό το σημείο.» τον διόρθωσε ο Γαβριήλ. «Όμως φτάσαμε, τί λες να κάνουμε τώρα;»
«Θα πέσουν πάνω της σαν τα όρνια που μυρίζονται ψοφίμι.» μουρμούρισε ο Ριχάρδος.
«Εννοείς τους Άβετορ;»
«Ναι, αυτούς τους καταραμένους. Θα εκμεταλλευτούν κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο, για να την κάνουν ότι θέλουν. Ήδη έχουν αρχίσει να προκαλούν πολλά προβλήματα. Έχουν γίνει ασυγκράτητοι.» το πρόσωπο του Ριχάρδου έγινε κενό καθώς μιλούσε.
«Προτείνω να της το πούμε, έτσι θα είναι πιο προσεκτική.»
«Όχι, είναι μόνο ένα μικρό κορίτσι, δεν μπορούμε να στηριχτούμε πάνω της.» είπε ο πρωθυπουργός επαναφέροντας τον εαυτό του στην πραγματικότητα.
«Αν δεν το κάνουμε, θα είναι ένα νεκρό κορίτσι.» του απάντησε ο Γαβριήλ μέσα από τα δόντια.
«Δε θα της κάνουν τίποτα, τη χρειάζονται.» τον διέψευσε ο Ριχάρδος.
«Και μετά από αυτό; Αφού την χρησιμοποιήσουν;» επιχειρηματολόγησε παρασυρόμενος από τα συναισθήματα του. «Δε διαφωνώ μαζί σου, αλλά πρέπει να ξέρει. Αλλιώς μπορεί να κάνει καμιά βλακεία.» συμπλήρωσε ελπίζοντας αυτό το επιχείρημα να αγγίξει τον άντρα απέναντι του.
«Είπες ότι έχετε καλή σχέση, εκμεταλλεύσου το. Κάνε τη να σου μιλήσει, βοήθησε τη να χρησιμοποιεί τις δυνάμεις της.» κατέληξε μετά από ενός λεπτού σιγής.
«Και τί; Θα περιμένουμε για εκείνους να κάνουν την πρώτη κίνηση;» συνέχισε ο Γαβριήλ χωρίς να πιστεύει ότι η λύση που του προσφερόταν ήταν αρκετή.
«Ακριβώς. Πρέπει να μάθουμε τί είναι αυτό που θέλουν από εκείνη. Και να τους το πάρουμε!» ο ζήλος στη φωνή του έκανε τον Γαβριήλ να παγώσει στη θέση του.
«Δε μου αρέσει αυτό.» του δήλωσε αποφασίστηκα.
«Δεν έχει σημασία.» του απάντησε ο Ριχάρδος αδιάφορα. Και πριν προλάβει να διαφωνήσει περαιτέρω μαζί του, ο πρωθυπουργός σηκώθηκε από το γραφείο του και έφυγε δίχως να προσθέσει κάτι άλλο.
***

Η Καίτη και ο Χάρης είχαν μία ιδιαίτερη χημεία, περνούσαν πολύ χρόνο μαζί και αυτό ήταν κάτι που πολλοί είχαν παρεξηγήσει. Αν και δεν το περίμενε, η Ήβη κατάφερε να ξεχαστεί όση ώρα βρισκόταν στο πάρκο. Ο Χάρης είχε φτιάξει στην Καίτη ένα περιστέρι από μερικά φύλλα φοίνικα. Η Ήβη το είχε βρει πολύ γλυκό και έκτοτε δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από επάνω του. Της άρεσε να είναι κοντά του, της άρεσε να είναι κοντά στις φίλες της. Της είχε λείψει πολύ η Καίτη και η Άννα, παρ’ όλο που ήταν δική της απόφαση να τις κρατήσει σε απόσταση.
Ένα άσχημο γέλιο ερχόταν στα αυτιά της και μόνο ο πόνος στα μάγουλα της την έκανε να καταλάβει ότι αυτός ο ήχος έβγαινε από το δικό της στόμα. Ο Χάρης την είχε κάνει πάλι να γελάσει, ήταν κάτι που κατάφερνε καλά. Συνειδητοποιώντας το αυτό, ένιωθε να ξυπνάει από κάποιου είδους λήθαργο. Απολάμβανε τη μέρα της σαν ένα καθημερινό κορίτσι, όμως τα προβλήματα της ήταν κάθε άλλο παρά συνηθισμένα. Από τη μια στιγμή στην άλλη, βυθίστηκε ξανά στις σκέψεις που τη βασάνιζαν όλη την εβδομάδα.
Δεν μπορώ να τους το πω, θα θελήσουν να με βοηθήσουν.
Μπορούν άραγε;
Όχι, δε θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου αν είχαν την κατάληξη του Μάρκο.
Δεν αντέχω να περιμένω χωρίς να έχω ιδέα για το τί.
Τί θέλουν από εμένα; Ποιος…;
Η φωνή της Καίτη που τώρα της απεύθυνε το λόγο, την έκανε να καταλάβει ότι δε στεκόταν μόνη της στο κενό, αλλά αποτελούσε μέρος της περιμέτρου ενός πηγαδιού.
«Πού χάθηκες πάλι;» τη ρώτησε.
«Απλώς... σκεφτόμουν τον Μάρκο.» είπε μόνο τη μισή αλήθεια… καλά, ίσως και να δει την αντίδραση του αγοριού. Όμως το πρόσωπο του ήταν κενό.
«Ήταν ένας φίλος της... θνητός... καρκίνος.» δεν κατάλαβε γιατί η φίλη της μπήκε στη διαδικασία να τον ενημερώσει, πόσο μάλλον να σκαρφιστεί και αυτό το ψέμα. Αλλά δεν τη διέψευσε.
Η περιφερική της όραση την ενημέρωσε για μια γνώριμη φιγούρα που την παρατηρούσε από απόσταση λίγων μόλις μέτρων. Οι φίλες της βάλθηκαν να αναζητήσουν με το βλέμμα τους το λόγο που της απέσπασε την προσοχή ενώ ο άγνωστος διώκτης της κρύφτηκε πίσω από τον κορμό ενός δέντρου.
«Μα καλά, τί κοιτάς τόση ώρα και έχεις φρικάρει;» αναρωτήθηκε η Άννα. Όμως δεν πήρε την απάντηση που έψαχνε.
Η Ήβη ήξερε αυτήν τη φυσιογνωμία, την ήξερε πολύ καλά.
Δεν ένιωθε τα πόδια της και η καρδιά της άρχισε να κλοτσάει δυνατά μέσα στο στήθος της. Έκανε αφόρητη ζέστη και τσάκωσε τον εαυτό της να θέλει... Όχι, δε θα δάκρυζε! Όλα αυτά δεν την εμπόδισαν να τον ακολουθήσει κατά πόδας. Δεν το σκέφτηκε. Πιθανότατα να ήταν μία από εκείνες τις πολύ άσχημες ιδέες, αλλά τα πόδια της την κατεύθυναν από μόνα τους ενώ το ένστικτο και η λογική της της έλεγαν να μην το κάνει.
«Μα καλά, πού πας;» ήταν άραγε αυτός ο ψίθυρος από τις φωνές των φίλων της η τελευταία προειδοποίηση ότι αυτό που πήγαινε να κάνει ήταν μια τρέλα; Η τελευταία προειδοποίηση ότι είχε τραβήξει ρότα προς το δρόμο για το θάνατο της; Αν ήταν, δεν είχε κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Πριν προλάβει να το συνειδητοποιήσει, η Ήβη άρχισε να τρέχει. Αυτός ο άντρας είχε πάρει εντολή να τη σκοτώσει. Δεν είχε σημασία το ότι ήταν πατέρας της, δεν είχε επιλογή.
Κι όμως εκείνη ήθελε να τον δει.
Ο Λουκάς έτρεχε μακριά της αλλά η Ήβη επιτάχυνε ολοένα και περισσότερο. Το έδαφος ήταν βραχώδες και ανηφορικό, κάτι που καθιστούσε δύσκολο αυτό το κυνηγητό. Ήξερε πως δε θα μπορούσε να συνεχίσει για πολύ, έτσι έβγαλε το ραβδί της από την τσέπη της και...
«Λιβερσάτσε!» είπε χρησιμοποιώντας όσο αέρα είχε απομείνει στα πνευμόνια της. Η κατάρα τον χτύπησε στην πλάτη και τον έκανε να πέσει κάτω. Ο άντρας γύρισε ανάσκελα στηρίζοντας ταυτόχρονα το βάρος του στους αγκώνες του για να ανυψώσει τον κορμό του από το έδαφος. Την κοίταξε κατάματα ενώ η Ήβη είχε ακόμα στραμμένο το ραβδί της εναντίον του. Τα χέρια της έτρεμαν και οι παλάμες της είχαν ιδρώσει. Η ανάσα της ήταν κομμένη και το στομάχι της ανήσυχο.
Τα δευτερόλεπτα περνούσαν αλλά κάνεις τους δεν έκανε καμία κίνηση. Η Ήβη παρατηρούσε το πρόσωπο του, συγκρίνοντας το με την τελευταία φορά που το είδε. Άθελα της, ένιωσε νοσταλγία. Η Άννα, η Καίτη και ο Χάρης κατέφτασαν πίσω της. Την είχαν πάρει στο κατόπι, ήθελαν να μάθουν τι συνέβαινε. Ο τελευταίος στη θέα του πατέρα της έμεινε στήλη άλατος, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από την Ήβη. Ο Λουκάς εκμεταλλεύτηκε το λίγο χρόνο που η κοπέλα αφιέρωσε στη θέα του Χάρη, σοκαρισμένου από το θέαμα μπροστά του, για να εξαϋλωθεί.
«Τί στο καλό ήταν αυτό;» την ρώτησε η Άννα με κομμένη την ανάσα. Εκείνη και η Καίτη δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους. Όμως η Ήβη δεν τους έδωσε σημασία. Αυτό που της τράβηξε την προσοχή ήταν το αγόρι.
«Τί ήταν αυτό;» τον ρώτησε μπερδεμένη.
«Εξαρτάτε από το τί εννοείς.» της απάντησε διπλωματικά.
«Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ!» του είπε η Ήβη χωρίς να είναι σίγουρη για το πώς έπρεπε να αντιδράσει. «Από που τον ξέρεις;»
«Δεν τον ξέρω.» η Ήβη όμως ήταν σίγουρη ότι αυτό ήταν ψέμα.
«Σε είδα πως τον κοίταγες!» ξέσπασε. Το αγόρι την κοίταξε με ενδοιασμούς όμως τελικά απάντησε στην ερώτηση της.
«Δούλευα κάποια περίοδο μαζί του. Αυτό είναι όλο.» της είπε προσπαθώντας να μη δώσει πολύ έμφαση στα λόγια του.
«Αυτό είναι όλο;» τον ειρωνεύτηκε εκείνη. «Τί εννοείς, δούλευες μαζί του;» τον ρώτησε πιο μπερδεμένη από ποτέ.
«Δεν μπορώ να σου εξηγήσω. Είναι πολλά που δεν ξέρεις.» της είπε προσπαθώντας εμφανώς να την αποφύγει.
«Πειράζει που δεν καταλαβαίνουμε τίποτα;» ρώτησε δειλά η Καίτη.
«Και θα εξακολουθήσω να μην ξέρω αν κανείς δε μου εξηγεί!» είπε νιώθοντας πως βρισκόταν στα όρια της υστερίας. Ωστόσο ο Χάρης δεν έδειχνε πρόθυμος να τη διευκολύνει. Οπότε το κορίτσι άλλαξε τακτική και τον κοίταξε με ένα ικετευτικό βλέμμα, η θέα του οποίου φάνηκε να αποδιοργανώνει για λίγο τον Χάρη.
«Ο λόγος που ήρθα στη σχολή εξ’ αρχής, ήταν γιατί άκουσα πως θα σε έβρισκα εδώ.» ξεκίνησε να λέει αναποφάσιστα. «Ξέρω, πιθανότατα καλύτερα από εσένα, τι πραγματικά είσαι. Ήλπιζα να με βοηθήσεις. Όταν συνειδητοποίησα πως δεν είχες ιδέα... δεν μπόρεσα να σου πω τίποτα. Θα σε έφερνα σε σύγχυση.» η Ήβη δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να ακούσει αυτού του είδους την απάντηση. Αλλά πήγαινε γυρεύοντας, έτσι δεν είναι; Αν ο μόνος λόγος που ο Χάρης είχε έρθει στο Obweiben ήταν να αναζητήσει τη βοήθεια της, αυτό σήμαινε ότι η όποια σχέση και αν είχαν αναπτύξει, ήταν ψεύτικη. Και αυτό την πόνεσε.
«Τί εννοείς, τι πραγματικά είναι;» όμως η Καίτη δεν πήρε την απάντηση που γύρεψε ούτε αυτή τη φορά.
«Δούλευα με τους Άβετορ αλλά...» συνέχισε να λέει το αγόρι.
«Περίμενε... δούλευες μαζί με τους Άβετορ;» αυτή η μικρή τρύπα που η Ήβη ένιωσε πρωτύτερα να ανοίγει πάνω στις ήδη προϋπάρχουσες μέσα στο στήθος της, μόλις έγινε λίγο μεγαλύτερη και το στομάχι της δέθηκε κόμπος.
«Οι γονείς μου είναι Άβετορ.» διευκρίνισε το αγόρι μπερδεύοντας την ακόμα περισσότερο. Η Ήβη άφησε το στόμα της να πέσει ανοιχτό και τον κοιτούσε σοκαρισμένη, μετά όμως συγκρότησε τον εαυτό της.
«Εσύ τί είσαι;»
«Περίμενε, άφησε με να σου εξηγήσω.» ο Χάρης είχε αρχίσει να χάνει την ηρεμία του. Και παρ’ όλο που η κατάσταση ήταν περίπλοκη, η Ήβη δεν μπόρεσε παρά να αντλήσει ικανοποίηση βλέποντας την ψυχραιμία του να υποχωρεί.
«Τί να μου εξηγήσεις; Δεν υπάρχει κάτι που να πεις και να μπορεί να αλλάξει το γεγονός ότι δούλευες μαζί τους.» του φώναξε επαναφέροντας τον εαυτό της στην πραγματικότητα.
«Σκότωσαν την αδελφή μου.» είχε υψώσει άθελα του τον τόνο της φωνής του. «Δούλευε για αυτούς αλλά έμαθε πράγματα που δεν έπρεπε να μάθει και έτσι...» συνέχισε με πιο ήπιο τόνο. Δεν ολοκλήρωσε τη φράση του, μόνο γύρισε το βλέμμα του στο χώμα.
«Και ψάχνεις κάποιον να σε βοηθήσει να βρεις το δολοφόνο;» είπε χαμηλώνοντας και η ίδια την ένταση. Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου αρκούσε για να σε αλλάξει ριζικά. Και αυτό το ήξερε πολύ καλά η Ήβη.
«Όχι, ξέρω ποιοί το έκαναν. Οι γονείς μου.» η ιστορία του έμοιαζε αρκετά με τη δική της. Αυτό που δεν ήξερε όμως ήταν κατά πόσο αυτά που της έλεγε ήταν πραγματικά γεγονότα ή η εξομολόγηση μιας ψεύτικης αλήθειας.
«Ακόμη κι αν όλα αυτά είναι αλήθεια...» ξεκίνησε να λέει τονίζοντας τις αμφιβολίες της για τα λεγόμενα του. «δε μου απάντησες. Εσύ με ποιούς είσαι;»
«Με κανέναν.» της απάντησε σχεδόν χωρίς να το σκεφτεί.
«Δε σε πιστεύω.» του δήλωσε αποφασίστηκα.
«Δική σου είναι η επιλογή.» της απάντησε αδιαφορώντας για τη δυσπιστία της.«Εγώ τουλάχιστον ξέρω που βρίσκομαι. Εσύ;»
«Εγώ τί;» τον ρώτησε επιθετικά.
«Ξέρεις;»
«Δε σε αφορά.» του απάντησε χωρίς να αλλάξει το ύφος της.
«Αυτό λέει κάθε φορά που δεν ξέρει τι θέλει.» η Άννα, η Ήβη και ο Χάρης γύρισαν να κοιτάξουν την Καίτη. Κανείς τους δεν είχε καταλάβει τι εννοούσε. «Ότι δε μας αφορά η απόφαση της.» εξήγησε νιώθοντας αμήχανα από την ξαφνική προσοχή.
«Και όμως, πιστεύω ότι ξέρει. Όπως επίσης ξέρει ότι είμαστε στην ίδια πλευρά. Και το ξέρει καλά.» είπε ο Χάρης με την υποψία ενός χαμόγελου να γαργαλάει τις άκρες των χειλιών του.
«Α ώστε όλοι ξέρεται καλύτερα από εμένα τι θέλω και τι πρόκειται να κάνω; Ε λοιπόν όχι!» είχε τόσες πολλές ερωτήσεις, αλλά διάλεξε να περιμένει. Έπρεπε πρώτα να βάλει μια τάξη στο μυαλό της.
Έτσι έφυγε αποφεύγοντας την οπτική επαφή. Η Άννα και η Καίτη την ακολούθησαν κατά πόδας αρχίζοντας να κάνουν ένα σορό ερωτήσεις, αλλά εκείνη δεν απάντησε σε καμία τους.
«Ο πατέρας σου ήταν αυτός;» ξεκίνησε η Καίτη.
«Γιατί τον σημάδευες με το ραβδί σου;»
«Τί ήταν όλα αυτά που λέγατε με τον Χάρη;»
«Ναι, τι εννοούσε τι πραγματικά είσαι

Το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Γαβριήλ είχε φωνάξει την Ήβη στην αίθουσα των φίλτρων για να μιλήσουν.
«Φαίνεσαι χαμένη, συμβαίνει τίποτα;»
«Γύρισε ο Λουκάς.» του απάντησε χωρίς περιστροφές. Ο Γαβριήλ ήταν το μόνο άτομο στο οποίο είχε ανοιχτεί πραγματικά μετά από τα γεγονότα των δέκατων πέμπτων γενεθλίων της. Η γιαγιά της απέφευγε να αναφερθεί στο θάνατο της κόρης της και εκείνη δεν πίστευε ότι η Μαρία θα ήταν το είδος του ακροατή που νιώθει άνετα όταν ακούει τον πόνο των άλλων. Η Άννα και η Καίτη ήξεραν κάθε λεπτομέρεια σχετικά με τα γεγονότα, όμως ποτέ δεν τους είχε μιλήσει για το τι πραγματικά σκεφτόταν ή ένιωθε.
«Το ξέρω.» αυτή η απάντηση ήταν σίγουρα το τελευταίο πράγμα που η κοπέλα περίμενε να ακούσει όταν απάντησε στην πρόσκληση του με την παρουσία της εκεί.
«Απ... πως;»
«Ξέρεις ότι δουλεύω στο υπουργείο.» της είπε με τρόπο που δήλωνε ότι έβρισκε την ερώτηση της περιττή.
«Όχι, ξέρω ότι δούλευες στο υπουργείο.» του διευκρίνισε η Ήβη.
«Εγώ δε σου είπα ποτέ ότι σταμάτησα.» της είπε ένοχα συνειδητοποιώντας την παρεξήγηση που είχε δημιουργηθεί.
«Ναι, αλλά τώρα δουλεύεις εδώ.» συνέχισε η κοπέλα μπερδεμένη. Ένα συναίσθημα που έμοιαζε να την κατακλύζει συχνά τις τελευταίες μέρες.
«Είναι το ίδιο πράγμα.» της απάντησε.
«Δεν καταλαβαίνω.» η Ήβη προσγειώθηκε σε ένα από τα σκαμπό του πλησιέστερου πάγκου και έπειτα αναζήτησε τη φιγούρα του ξάδελφου της.
«Το υπουργείο παρακολουθούσε κάθε δουλεία του Λουκά από τότε που... ξέρεις.» από τότε που σκότωσε τη μητέρα της και τον καλύτερο της φίλο; Ναι, ήξερε. «Περιμέναμε αυτή του την κίνηση.»
«Κάθε του δουλειά;» επανέλαβε η Ήβη ανήσυχη.
«Εε... νόμιζα ότι... η Μαρία δεν…»
«Ναι, μου μίλησε. Δεν ήξερα ότι... δηλαδή τόσο καιρό τον... παρακολουθείς; Από τη σχολή; Πώς; Περίμενες να έρθει να με βρει; Ήξερες ότι θα το κάνει;»
«Όχι, εγώ πρόσεχα εσένα. Δε σου κρύβω ότι στην αρχή δε συμφώνησα με την απόφαση να σου ορίσουν σωματοφύλακα γι’ αυτό αρνήθηκα τη δουλειά. Ήθελαν όμως να σε έχουν από κοντά και σκόπευαν να διορίσουν κάποιον άλλο. Θεώρησα πως θα ήταν προτιμότερο αυτός ο κάποιος να είναι ένα πρόσωπο που σε καταλαβαίνει. Συγγνώμη που δε σου μίλησα νωρίτερα αλλά δεν ήθελα... εννοώ, ήταν ακόμα νωπό το τραύμα. Ίσως να μην έκανα καλά που σου το έκρυψα. Γι’ αυτό ήθελα να σου μιλήσω σήμερα.» ο Γαβριήλ έψαχνε στο πρόσωπο της για οποιαδήποτε αντίδραση, αλλά δε βρήκε τίποτα.
«Δεν ήξερα ότι είχε αναμειχθεί και το υπουργείο.» μουρμούρισε η Ήβη μετά από λίγο.
«Το υπουργείο βρίσκεται παντού.» της απάντησε δίνοντας της να καταλάβει ότι η εμπλοκή του υπουργείου ήταν μία παράμετρος που θα έκανε καλά να υπολογίζει πιο συχνά. «Έπειτα, αυτή είναι μια ιδιόρρυθμη περίπτωση. Αν οι Άβετορ σε βάλουν στο χέρι και αποκτήσουν αυτό που θέλουν, τότε την έχουμε πολύ άσχημα.» η εκδοχή του Γαβριήλ για τη χρησιμότητα του θανάτου της στους Άβετορ έδινε ξαφνικά μία άλλη διάσταση στο θέμα.
«Μπορώ να... πάψω να είμαι;»
«Μόνο αν...» δεν ολοκλήρωσε τη φράση του ενώ έψαξε στο πρόσωπο της Ήβης για κάτι που το κορίτσι δεν κατάφερε να αποσαφηνίσει. «Όχι.» κατέληξε.
«Δηλαδή, αυτό δε θα σταματήσει ποτέ;» τον ρώτησε συγχυσμένη.
«Λυπάμαι. Αλλά θα φτιάξουν τα πράγματα. Μην ανησυχείς. Θα σου φαίνει όλο και πιο ευχάριστο να είσαι φύλακας, είναι μια καταπληκτική δύναμη και εσύ θα γίνεσαι δυνατότερη με τον καιρό.» η Ήβη δεν μπορούσε να καταλάβει αν ο Γαβριήλ εννοούσε τα όσα έλεγε ή προσπαθούσε απλά να της φτιάξει τη διάθεση. «Τί έγινε όμως;» ήξερε ότι αναφερόταν στον Λουκά. Επιτέλους, κάτι για το οποίο ήθελε να μιλήσει.
«Ήταν σήμερα στο πάρκο.» της πήρε λίγη ώρα μέχρι να του εξηγήσει τι είχε συμβεί. Όταν τελείωσε ο Γαβριήλ δεν είπε τίποτα, παρά μόνο αφέθηκε στις σκέψεις του.
Πριν εκείνος προλάβει να μιλήσει, η Ήβη σηκώθηκε από το σκαμπό της με μία γρήγορη κίνηση και τον αγκάλιασε σφιχτά. Κάτι που έφερε τον άντρα προ εκπλήξεως. Ωστόσο ανταποκρίθηκε κρατώντας την.
«Φοβάμαι.» ψιθύρισε στο αυτί του.
«Το ξέρω.» της είπε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. «Πρέπει να μάθεις να χρησιμοποιείς τη δύναμη σου. Μπορώ να σε βοηθήσω αλλά την περισσότερη δουλειά πρέπει να την κάνεις εσύ.» της είπε ενώ ανησυχία σκίαζε τα μάτια του.
«Μα εγώ δε θέλω να αναμιχθώ σε αυτό.» του είπε απελευθερώνοντας τον από την αγκαλιά της.
«Πολύ φοβάμαι ότι δεν έχεις αυτή την επιλογή.» η Ήβη μετάνιωσε για το ξέσπασμα της στη θέα του Γαβριήλ να την κοιτάζει με οίκτο. Έτσι έστρεψε το βλέμμα της αλλού.
«Γιατί;» αναρωτήθηκε ενώ δεν μπήκε στον κόπο να μειώσει τον τόνο στη φωνής της. «Γιατί πρέπει να ζήσω έτσι; Δε θέλω! Δε θέλω να φοβάμαι μήπως κάποιο δικό μου πρόσωπο μπορεί να έχει την τύχη του Μάρκο. Και δε θέλω να ζήσω μόνη. Τόσο εγωιστικό είναι αυτό; Τόσα πολλά ζητάω;» είχε βουρκώσει και έπειτα τα μάτια της συνάντησαν αυτά του Γαβριήλ.
«Όχι, δε ζητάς τίποτα.» μουρμούρισε λυπημένα. «Όμως θυμήσου αυτό που θα σου πω. Μη διώξεις αυτούς που αγαπάς από τη ζωή σου. Αυτοί σε κάνουν αυτό που είσαι, αυτοί θα σε τραβήξουν από τον γκρεμό όταν φτάσεις στο χείλος του. Αυτοί θα είναι η δύναμη σου όταν θα νιώθεις πως δεν αντέχεις άλλο.» υπήρχε ένταση στη φωνή του καθώς μιλούσε, ένταση που έκανε την Ήβη να ανατριχιάσει.
«Και αυτοί θα είναι εκείνοι που θα βρεθούν στο στόχαστρο των δικών μου αποφάσεων.» του απάντησε αφήνοντας ένα δάκρυ να κυλήσει.
«Τουλάχιστον άφησε τους να αποφασίσουν εκείνοι.» της είπε αδυνατώντας να βρει κάτι που θα αντέκρουε το συμπέρασμα της.
«Δεν μπορώ.» μισούσε το γεγονός ότι κάθε φορά που βρισκόταν σε σύγχυση έπρεπε να βάζει τα κλάματα. Ήταν πιο σκληρή από αυτό και το ήξερε. Αλλά δεν κατάφερε να το σταματήσει εκείνες τις ανόητες σταγόνες που κύλισαν από τα μάτια τη.
«Δεν είσαι μόνη σου σε αυτό. Αν πέσεις, θα πέσει όλη η κοινότητα μας μαζί σου… και όχι μόνο. Η μάχη είναι όλων μας. Σε αυτήν την παρτίδα από σκάκι εσύ είσαι η βασίλισσα. Κάποιοι θα χρειαστεί να θυσιαστούν για εσένα, αλλά το να κερδίσουμε την παρτίδα είναι ο στόχος του παιχνιδιού. Πρέπει να το καταλάβεις. Έτσι είναι η ζωή, πρέπει να θυσιάζεις κάτι σημαντικό για να κερδίσεις κάτι σημαντικότερο.» ο Γαβριήλ παρασυρόμενος από το νόημα των λόγων του, έπιασε την Ήβη από τους ώμους και την ταρακούνησε.
«Γι’ αυτό χώρισες με τη Θάλεια;» τον ρώτησε προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα… και να μάθει την απάντηση στην μοναδική ερώτηση που αρνιόταν πεισματικά να ενδώσει.
«Έχουμε σημαντικότερα πράγματα να συζητήσουμε, δε νομίζεις;» της είπε με πρόσωπο ξαφνικά σκυθρωπό. Η Θάλεια ήταν η γυναίκα που κάποτε αγαπούσε. Η γυναίκα για την οποία θα έπεφτε στη φωτιά. Όμως αυτό είχε αλλάξει εδώ και δύο χρόνια και η Ήβη ποτέ δεν κατάφερε να μάθει το γιατί. Ωστόσο υποψιαζόταν πως αυτή του η απόφαση είχε ως υπόβαθρο την πεποίθηση του Γαβριήλ ότι η ασφάλεια της Θάλειας δεν ήταν βέβαιη με εκείνον στο πλευρό της.
«Δε μιλάς ποτέ γι’ αυτό.» του είπε με βραχνή από τα δάκρια φωνή. Έπειτα σκούπισε το πρόσωπο της ανακουφισμένη που δε θα συζητούσαν άλλο γα εκείνη.
«Τί λες για Παρασκευή βράδυ; Κατά τις δέκα;» τη ρώτησε ο Γαβριήλ αποφεύγοντας να της απαντήσει. Όποιες και αν ήταν οι αναμνήσεις του από το χωρισμό τους, του είχαν αφήσει βαθιά σημάδια. Παρ’ όλο που το πρόσωπο του Γαβριήλ δε φανέρωνε τα συναισθήματα του, η Ήβη μπορούσε να τον καταλάβει. Μερικές φορές, καλύτερα και από τον ίδιο.
«Πρέπει να κοιτάξω το πρόγραμμα μου. Νομίζω ότι έχω ήδη κανονίσει.» του είπε αποφασίζοντας να ελαφρύνει το κλίμα.
«Με δουλεύεις, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε αβέβαιος.
«Ναι.» του απάντησε με ένα χαμόγελο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου