Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 13


Η Καίτη και η Άννα είχαν ξεγλιστρήσει της προσοχή της Μαρίας που ήταν η υπεύθυνη για τη συνοδεία της βάρδιας αυτής (λίγο δυσκολότερα απ’ ότι υπολόγισαν). Χρειάστηκε να ανέβουν στον πρώτο όροφο, όπου βρίσκονταν η αίθουσα στην οποία θα γινόταν η αναμενόμενη ενημέρωση, για να χαθούν στο πλήθος των μαθητών και να ξανακατέβουν στο ισόγειο.
Φυσικά και το σχέδιο τους δεν ήταν αψεγάδιαστο. Δεν είχαν σκεφτεί τι θα γινόταν αν κάποιος μέσα στην αίθουσα καταλάβαινε ότι έλειπαν. Απλώς ήλπιζαν ότι αυτό δε θα συνέβαινε μέχρι να γυρίσουν. Το κτήριο ήταν μεικτό, έτσι αποκαλούσαν τα κτίρια που χρησιμοποιούταν και από θνητούς και από μάγους. Έτσι έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικές.
Βάση του χάρτη, βρήκαν το σημείο που έψαχναν και…
«Σου είπα ότι δεν έπρεπε να χωριστούμε από το υπόλοιπο γκρουπ! Θα μπορούσες να πάρεις αυτό το αναθεματισμένο αναψυκτικό αργότερα!» η φωνή της Άννας είχε ανεβεί μερικές οκτάδες καθώς απευθυνόταν στην Καίτη.
Ένας άντρας με μελί σακάκι πάνω από το άσπρο του ζιβάγκο και γκρι παντελόνι αποσπάστηκε από το πλήθος ανήσυχος για να προσφέρει τη βοήθεια του στα δύο κορίτσια που έδειχναν να έχουν κάθε πρόθεση να πιαστούν στα χέρια από λεπτό σε λεπτό. Το καλοσυνάτο του πρόσωπο είχε ένα αμήχανο χαμόγελο αλλά τα κορίτσια δεν το πρόσεξαν καθότι δεν του έδωσαν καμία απολύτως σημασία. Έπρεπε να συνεχίσουν το σχέδιο τους.
«Φυσικά και θα το φορτώσεις σε εμένα. Ξέρεις δεν ήμουν εγώ αυτή που έπιασε ψιλή κουβέντα με αυτήν την ηλίθια στο ταμείο!» φώναξε η Καίτη.
«Ίσως δε θα έπρεπε να...» ο άντρας προσπάθησε να επέμβει αλλά η Άννα δεν του άφησε αυτό το περιθώριο.
«Φυσικά και δε φταις ποτέ εσύ! Μα πως το ξέχασα! Και η Σοφία ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΗΛΊΘΙΑ! Απλώς εσύ δεν είσαι σε θέση να καταλάβεις τι περνάει γιατί είσαι χοντρόπετση! Όπως και οτιδήποτε άλλο επάνω σου!»
«Αυτό που είπες δεν ήταν...» προσπάθησε να μιλήσει ο άντρας. Αλλά ούτε η Καίτη ήταν διατεθειμένη να τον αφήσει να επέμβει.
«Ε αυτό ήταν...» η Καίτη έδωσε τέλος στους διαξιφισμούς… και έλαβε δράση. Άρχισαν να χτυπάνε η μία την άλλη μπροστά στα έκπληκτα μάτια ολονών όταν δύο αστυφύλακες προσπάθησαν να τις χωρίσουν.
Τώρα παίζονταν όλα. Οι τρείς άντρες άρχισαν να τραβάνε την Άννα και την Καίτη προσπαθώντας να τις χωρίσουν και προειδοποιώντας τες με λόγια που καμιά από τις δύο τους δεν άκουγε. Μέσα στον πανικό και χωρίς κανένας να τις προσέξει, έβγαλαν τα ραβδιά τους και μουρμούρισαν κάτι ακατάληπτο.
Τώρα το τσούρμο από τους τρείς άντρες και τα δύο κορίτσια έπεσαν με δύναμη πάνω στον τοίχο, αυτός έπεσε σα χαρτόνι αποκαλύπτοντας ένα τούνελ γεμάτο από σοβάδες και τούβλα. Η Καίτη ψιθύρισε ένα ξόρκι και μετά σηκώθηκε ατσούμπαλα ξεφεύγοντας από τις λαβές των δύο αντρών που την κρατούσαν ενώ οι ίδιοι έμειναν να παλεύουν μεταξύ τους. Δεν έδωσαν σημασία στις κοπέλες που απομακρυνόντουσαν. Ο λεπτός τοίχος ανορθώθηκε κατά ένα βαθμό (κάτι που η Καίτη ήξερε ότι οφειλόταν στην Άννα) ώστε κανείς να μην προσέξει πως τα δύο κορίτσια είχαν μείνει πίσω από αυτόν και έπειτα οι άρχισαν να τρέχουν με ένα μεγάλο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη τους.
«Είχες δίκαιο για το ξόρκι της σύγχυσης, πολύ καλή ιδέα.» σχολίασε η Άννα.
«Ναι και εσύ ήσουν καλούτσικη.» την πείραξε η Καίτη. «Βάζω στοίχημα ότι αύριο θα έχω μελανιές. Το ξόρκι της απώθησης ήταν πολύ δυνατό.»
«Συγγνώμη γι’ αυτό. Παρεμπίπτοντος,» συμπλήρωσε δειλά. «ξέρεις ότι δεν εννοούσα τίποτα από αυτά που είπα, έτσι δεν είναι; Αναφέρομαι στο χοντρόπετση και...»
«Το ξέρω...» τη σταμάτησε η Καίτη πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της.
«Απλώς επειδή... ξέρεις ... όταν τσακωθήκαμε... συγγνώμη. Είχες δίκιο, και δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να πω για να με δικαιολογήσω… πέραν βέβαια από το ότι είμαι απαίσιος άνθρωπος...»
«Δεν είσαι και τόσο απαίσια… αλλιώς δε θα σου μίλαγα.» την πείραξε. «Καταλαβαίνω... είσαι απλά ερωτευμένη.» είπε με ένα γελάκι ενώ η Άννα ακολούθησε το παράδειγμα της.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα σταμάτησαν. Τις έλουσε κρύος ιδρώτας, το τούνελ από το σημείο αυτό και κάτω ήταν φραγμένο με μπάζα. Δεν υπήρχε περίπτωση να περάσουν.
«Και τώρα;» ρώτησε σαστισμένη η Άννα.
«Έπρεπε να φέρουμε και εκρηκτικά τελικά.» αστειεύτηκε. «Ωω την έχουμε πολύ άσχημα!»
«Ποιά θα το εξηγήσει στην Μαρία αυτό;» αναρωτήθηκε τρομοκρατημένη η Άννα. «Θα αποβληθούμε σίγουρα! Η μητέρα μου θα με σκοτώσει!»
«Έλα τώρα! Δε θα τα παρατήσουμε... Έχεις ιδέα πόσο ανυπόφορη ήσουν αυτήν την εβδομάδα; Δεν τα ανέχτηκα όλα για το τίποτα! Λοιπόν, πρέπει να σκεφτούμε κάτι και να το κάνουμε γρήγορα. Δε μας μένει και πολύς χρόνος… Το βρήκα!»
«Τί;» η ανυπομονησία της Άννας είχε κάνει τη φωνή της να βγει υστερική από τα χείλη της.
«Ειλικρινά δεν ξέρω πως και δεν το σκέφτηκες εσύ;» η Καίτη είχε πλέον χαλαρώσει και ένιωθε την ανάγκη να δώσει εύσημα στον εαυτό της.
«Θα μου πεις ή θα το ξημερώσουμε;» την αποπήρε η Άννα.
«Θυμάσαι το μάθημα στα φίλτρα, το κόλπο που μας έμαθε ο Γαβριήλ...»
«Όταν μας τελείωσε το οξύ;» συμπλήρωσε ενθουσιασμένη η Άννα.
«Ναι, μετατρέψαμε το αίμα του βατράχου σε οξύ… είχε να κάνει με το ph του αίματος και… κάτι για οξύμωρα σχήματα.»
«Κατάλαβα Καίτη.» τη διέκοψε η κοπέλα ενοχλημένη από την πολυλογία της φίλης της. «Πώς να μην το ξεχάσω; Είχε γύρει από επάνω μου για να μας δείξει. Μου είχε κοπεί η ανάσα, ούτε που άκουγα τι έλεγε!»
«Ευτυχώς για εσένα, έχεις μια υπέροχη φίλη.»
«Είσαι υπέροχη Καίτη.» η Άννα επιβράβευσε το εγώ της.
«Μόνο που...»
«Μόνο που...; Ασ’ το, θα το κάνω εγώ.» η Άννα είχε παραμελήσει το γεγονός ότι στην Καίτη δεν άρεσε καθόλου η ιδέα του αίματος. Έτσι έβγαλε από την τσάντα της το μπουκαλάκι με το νερό της και το έχυσε στο έδαφος. Έβγαλετο λαστιχάκι που είχε στα μαλλιά της και το έδεσε λίγο πιο πάνω από τον αγκώνα της σφιχτά. Έκοψε μία σελίδα από το σημειωματάριο στην τσάντα της και τη χρησιμοποίησε για να κόψει τον εαυτό της στην κλείδωση πάνω από τις φλέβες της. Η πίεση στο σημείο έκανε το αίμα της να πεταχτεί. Γέμισε περίπου μισό δάχτυλο το μπουκάλι και παρέδωσε τα ινία στη φίλη της ενώ εκείνη περιποιούταν το τραύμα της για να σταματήσει τη ροή.
«Οξύφλεβουν!» πρόσταξε η Καίτη. Δεν άργησε να καταλάβει ότι η ιδέα τους έμπαζε. Το οξύ άρχισε να καίει το μπουκάλι και τα δάχτυλα της. Το κορίτσι το πέταξε έντρομο προς τη μεριά του τείχους μπροστά τους και μαζί με την Άννα πισωπάτησαν τσιρίζοντας. Όταν συνειδητοποίησαν το λάθος τους, η μία έκλεισε το στόμα της άλλης και παρέμειναν σε αυτήν τη θέση μέχρι να αφουγκραστούν το χώρο και να σιγουρευτούν ότι δεν τις είχε ακούσει κανένας. Έπειτα επανέφεραν τους εαυτούς τους σε τάξη. Πεπεισμένες ότι είχαν κάνει μια τρύπα στο νερό, κοίταξαν με αγανάκτηση το τοίχωμα από σοβά μπροστά τους και συνειδητοποίησαν πως υπήρχε μια τρύπα στο σημείο όπου είχε πέσει το μπουκάλι. Πλησίασαν για να εκτιμήσουν τη ζημιά που είχαν κάνει.
«Νομίζω ότι μπορώ να δω την άλλη άκρη του τούνελ.» είπε χαρούμενα η Άννα. «Μπορούμε να το τελειώσουμε με κανένα ξόρκι.»
«Περίμενε και αν πέσει να μας πλακώσει;» τη σταμάτησα δειλά η Καίτη.
«Θα έπρεπε να φοβάσαι περισσότερο για το αν μας ακούσει κανένας. Δε θα πέσει, δεν είναι καν πραγματικό τείχος. Οι μάστορες βαρέθηκαν να βγάλουν τα μπάζα έξω και τα παράτησαν εδώ.»
«Είσαι σίγουρη;» επέμεινε η Καίτη.
«Θέλω να είμαι σίγουρη.» μουρμούρισε η Άννα.
«Αυτό δεν μου προκαλεί καμιά ασφάλεια.» είπε ανήσυχα η Καίτη ενώ παρακολουθούσε τη φίλη της να στοχεύει με το ραβδί της τον τοίχο.
«Θραφσιους!» είπε με βροντερή φωνή. Απομακρύνθηκαν μερικά βήματα και περίμεναν. Μπορούσαν να ακούσουν τον ήχο της ρωγμής που κινούταν πάνω στο πέτρωμα αλλά δεν έβλεπαν κάποιο αποτέλεσμα. Η Άννα σήκωσε ξανά το ραβδί της για να εξαπολύσει πάλι το ξόρκι. Πριν όμως προλάβει να πει τις λέξεις, πέτρες άρχισαν να υποχωρούν. Σύντομα, ένας περίεργος θόρυβος βούλωσε τα αυτιά τους και σκόνη κάλυψε το οπτικό τους πεδίο.
***

Κάθε προσπάθεια που έκανε ο Γαβριήλ να αποδράσει κατέληγε στο κενό. Δεν ήταν ψέμα ότι κανένας δεν είχε κατάφερε ποτέ να φύγει από τα μπουντρούμια αυτού του πύργου ζωντανός. Αλλά αυτό τον πείσμωνε περισσότερο.
Ως επί το πλείστον, η εικόνα της Ήβη σε οποιαδήποτε κατάσταση κοντά σε αυτήν που βρισκόταν το αναίσθητο κουφάρι του πατέρα της που κειτόταν στο απέναντι μπουντρούμι, τον τρέλαινε. Δεν ήξερε τι του είχε συμβεί αλλά η λιμνούλα από το πυκνό, σκούρο κόκκινο αίμα που είχε σχηματιστεί δίπλα του είχε πλέον αποξηραθεί... και εκείνος δεν είχε κουνήσει ρούπι. Δεν ήξερε αν έπρεπε να εφησυχάσει ή να τρομάξει από το γεγονός ότι ο Λουκάς δεν μπορούσε να πεθάνει.
Ο Νίκος είχε περάσει πριν από λίγες μέρες για να στρίψει και άλλο το μαχαίρι μέσα στην πληγή. Ο άντρας είχε ήδη ενημερώσει τον Ναπολέοντα για τα δρώμενα εκείνου του απογεύματος στο σπίτι της παλιάς ερωμένης του και δεν του άρεσαν καθόλου τα όσα είχε ακούσει.
Την υποτίμησα πολύ. Έλεγε κάθε φορά που ερχόταν στο κελί του Γαβριήλ για να δει αν μπορούσε να αποσπάσει περαιτέρω πληροφορίες.
Οποιαδήποτε πληροφορία θα σταματούσε τον πόνο. Τόσο απλά. Αυτό ισχυριζόταν ο Ναπολέων. Αλλά ακόμα και αν ο Γαβριήλ γνώριζε κάτι, θα προτιμούσε να πεθάνει από το να του πει το ο, τιδήποτε. Τουλάχιστον είχε την τιμή ο άρχοντας των Άβετορ να είναι εκείνος που σπαταλούσε το χρόνο του για να τον βασανίσει με το χειρότερο τρόπο που θα μπορούσε ποτέ να σκεφτεί το διεστραμμένο του μυαλό.
Είχε ακόμα όλα του τα άκρα και τα τραύματα του θα μπορούσαν να δείχνουν πολύ χειρότερα, αλλά ένα πράγμα που ίσχυε για τον κόσμο τους στον τομέα των βασανιστηρίων, ήταν ότι η εικόνα δεν μπορούσε να αποδώσει ούτε στο ελάχιστο την πραγματικότητα.
«Λοιπόν, ας κάνουμε μια συμφωνία. Θα με βοηθήσεις να αντιμετωπίσω ό, τι είναι αυτό που σκαρώνει η φιλεναδίτσα σου και εγώ προσωπικά θα φροντίσω ο θάνατος της να είναι ανώδυνος. Όσο το δυνατόν ανώδυνος για την ακρίβεια. Εμένα μου ακούγεται πολύ καλή συμφωνία δεδομένου ότι το κουφάρι της θα καταλήξει κάτω από το χώμα ούτως η άλλως.» του είπε ο Ναπολέων.
«Εμένα πάλι μου φαίνεται ότι είσαι πολύ απελπισμένος. Τί έγινε; Νιώθεις τη γη να χάνεται κάτω από το θρόνο σου;» τον πίκαρε ο Γαβριήλ.
«Αν νομίζεις ότι θα αφήσω ένα κοριτσόπουλο να σταθεί εμπόδιο στα σχέδια αιώνων… στα σχέδια που γενεές ολόκληρες η μια μετά την άλλη συνέχισε, πλανιέσαι πλάνην οικτρά.» η φωνή του Ναπολέοντα είχε γίνει πλέον ένας ψίθυρος. Υπήρχε κάτι το πρωτόγνωρο στον τρόπο που μιλούσε. «Έπειτα, εκείνη δε θα διαλέξει να σώσει τον κόσμο αν τα άτομα που αγαπάει βρίσκονται σε κίνδυνο. Όχι, είναι πολύ αδύναμη για να είναι σωτήρας.»
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Ναπολέων έπαιζε αυτό το χαρτί. Αλλά δεν ήξερε πως και ο Γαβριήλ έκρυβε έναν άσσο στο μανίκι του. Δεν σκόπευε να δώσει στην Ήβη αυτήν την επιλογή. Θα τερμάτιζε τη ζωή του ο ίδιος πριν της ζητηθεί να διαλέξει.
Αλλά αυτό θα ήταν η τελευταία του λύση. Όχι γιατί δίσταζε, αλλά γιατί έρεπε να βγει από αυτό το αναθεματισμένο κελί και να τη βοηθήσει με την αποστολή της. Είχε ακούσει πολλά πράγματα από τους φύλακες στον διάδρομο. Συζητούσαν μεταξύ τους τα βράδια όταν πίστευαν πως κανείς δεν τους άκουγε. Όχι πως τους ενδιέφερε ιδιαίτερα να προσέχουν τις κουβέντες τους, δε σκόπευαν να αφήσουν κανέναν από τους κρατουμένους να βγει ζωντανός ώστε να ανησυχούν. Κάτι που του έδινε μια ιδέα...
***

 Η Ηλέκτρα και η Ήβη καθόντουσαν στο δωμάτιο που ο Χάρης είχε κλίσει με τον Νέστορας να κοιμάται. Ήταν πολύ μικρό και… το μοναδικό που βρέθηκε. Πέρα από το κρεβάτι, υπήρχε μόνο ένα ξύλινο σκαμπό με μία παλιά τηλεόραση jvc επάνω. Δεν είχε τηλεκοντρόλ έτσι η Ήβη καθόταν πολύ κοντά στην οθόνη ώστε να αλλάζει τα κανάλια από τα ενσωματωμένα σε αυτήν κουμπιά. Η μοναδική πυγή φωτός ήταν ένα μικρό παράθυρο περίπου είκοσι επί είκοσι εκατοστά κάτι που έκανε πιο δύσκολο να διακρίνει τα σύμβολα επάνω στα κουμπιά.
Η Ηλέκτρα καθόταν αναπαυτικά στο κρεβάτι δίπλα στον Νέστορα και την παρατηρούσε εδώ και αρκετή ώρα. Η Ήβη το είχε καταλάβει αλλά δεν ήθελε να της δώσει σημασία. Ο Χάρης είχε βγει για λίγο έξω προκειμένου να κόψει κίνηση.
Η Ήβη είχε αρκετό χρόνο για να επεξεργαστεί τα όσα είχαν συμβεί και το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να νευριάσει ακόμα περισσότερο με τον Χάρη. Είχε κατανοήσει το γεγονός ότι η ισορροπία είχε εξασφαλιστεί εφόσον κάποιος άλλος είχε πάρει τη θέση της Ηλέκτρας στον τάφο αλλά ο Δημήτρης την είχε προειδοποιήσει ότι η παραμικρή αλλαγή θα μπορούσε να αλλάξει τα πάντα.
Αν η ζωή και ο θάνατος βρίσκονταν στα χέρια ενός ανθρώπου, τότε πια ήταν η σημασία του πεπρωμένου; Της μοίρας; Κάποιας ανώτερης δύναμης τέλος πάντων. Υπήρχε κάποιος λόγος για την έκβαση των πραγμάτων, ακόμα και αν οι υπόλοιποι τον αγνοούσαν. Ποιά ήταν εκείνη να το αψηφήσει αυτό; Σκέφτηκε.
Αλλά ήξερε πως αυτό που την ενόχλησε περισσότερο ήταν ότι για εκείνη, κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε την οδηγούσε ακόμα πιο κοντά στο να ζήσει και πάλι το θάνατο του καλύτερου της φίλου και της μητέρας της και δεν είχε τα κότσια να τους σώσει.
Ήξερε πολύ καλά ότι δεν μπορούσε, έτσι προσπαθούσε να μην το σκέφτεται, ψάχνοντας απεγνωσμένα για ό, τιδήποτε μπορούσε να τραβήξει την προσοχή της σε αυτό το χαζοκούτι μπροστά της. Αλλά δεν τα κατάφερε ούτε κατά διάνοια και η επιμονή της Ηλέκτρας να της αποσπάσει την προσοχή με το επίμονο βλέμμα της, επηρέαζε τη συγκέντρωση της προς το χειρότερο.
Ένιωθε εκείνη την παλιά τρύπα που της είχε πάρει τόσο καιρό να μάθει να αψηφά, να διπλασιάζεται. Να απλώνεται σε κάθε εκατοστό της καρδιάς της. Δυσκολευόταν να αναπνεύσει και ο πόνος της απώλειας την παρέλυε. Ένιωθε τον εαυτό της χωρισμένο στα δύο. Το ένα της κομμάτι ήταν σακατεμένο, παράλυτο ενώ το άλλο έβραζε από θυμό και αδρεναλίνη. Ήταν κάτι που είχε μάθει να κάνει, αψηφούσε τον ένα της εαυτό προκειμένου να υπερισχύσει ο άλλος. Αν δεν το έκανε, θα παρέλυε στην πραγματικότητα και θα μετατρεπόταν σε ζόμπι.
«Δε θα επέλεγες να με σώσεις αν τα πράγματα είχαν έρθει αλλιώς, έτσι δεν είναι;» είπε η Ηλέκτρα σπάζοντας τη σιωπή.
«Όχι... Δε θα το επέλεγα.» συμφώνησε βλοσυρά.
«Δηλαδή, εσύ θα άφηνες το άτομο που αγαπάς να πεθάνει ακόμα και αν είχες επιλογή;» τη ρώτησε απροκάλυπτα. Η Ήβη δεν απάντησε. Ένιωσε το δυνατό της, θυμωμένο εαυτό να λουφάζει από τον πόνο. Της πήρε περίπου ένα ολόκληρο λεπτό για να ανακτήσει την ψυχραιμία της και έπειτα άρχισε ξανά να αλλάζει τα κανάλια μανιασμένα. «Γιατί;» συνέχισε απτόητη, ανελέητη.
«Γιατί δεν κάνεις και κάτι χρήσιμο;» αντιμίλησε η Ήβη. «Μιας και σώθηκες εννοώ… Γιατί θέλησαν να σε σκοτώσουν; Δε θα το πω στον Χάρη, αν δε θες.» η φωνή της κατάφερε να βγει ήρεμη… και παγερή, κάτι που ξάφνιασε την Ήβη αφάνταστα.
«Τότε δε θα σου είμαι χρήσιμη και θα με σκοτώσεις.» της εξήγησε χαρμόσυνα η Ηλέκτρα.
«Δεν είμαι δολοφόνος.» είπε με φωνή που έτρεμε από θυμό.
«Ναι καλά. Είσαι έτοιμη να σκοτώσεις τη μητέρα σου και το φίλο σου, αλλά δεν είσαι δολοφόνος; Νομίζω ότι δεν έχεις ξεκαθαρίσει μερικές έννοιες στο μυαλό σου.» η Ήβη έκλεισε τα μάτια της σφιχτά και προσπάθησε να συγκεντρωθεί ώστε να μην της κάνει κακό. Ήταν τόσο δύσκολο να είσαι με τη μεριά των καλών. Σκέφτηκε. Έπρεπε πάντα να κάνεις το σωστό όσο και αν πονούσε αυτό.
Δεν είχε ακούσει την Ηλέκτρα να λέει κάτι ακατάληπτο. Η Ήβη ένιωσε μερικές σταγόνες να πιτσιλάνε το πρόσωπο της και άνοιξε τα μάτια της. Η τηλεόραση έβγαζε καπνούς. Ο Χάρης στεκόταν με ένα απορημένο βλέμμα μπροστά από την πόρτα και η Ηλέκτρα με το ραβδί της στραμμένο στη βρεγμένη τώρα τηλεόραση.
«Θα μας κάψεις όλους εδώ μέσα;» φώναζε αλαφιασμένη.
«Τί έγινε;» ρώτησε ο Χάρη με ήρεμη φωνή.
«Η φιλενάδα σου από εδώ δε φαίνεται να μπορεί να συγκρατήσει τα νεύρα της.» φώναξε η Ηλέκτρα.
«Τότε σταμάτα να την προκαλείς;» της πρότεινε ο Χάρης με ένα προσποιητό χαμόγελο.
«Θα πάρεις το μέρος της; Ούτε καν που ξέρεις τι έγινε!» παρεξηγήθηκε εκείνη.
«Ναι, αλλά ξέρω εσένα. Ήβη τί ώρα πρέπει να είσαι... να γυρίσεις;» πρόσθεσε αρνούμενος να συνεχίσει αυτήν τη συζήτηση.
«Κατά τις πέντε.» μουρμούρισε το κορίτσι. Προσπάθησε σκληρά για να μη σχηματίσει την εικόνα της μητέρας της και του Μάρκου να κείτονται νεκροί στο μυαλό της. Σηκώθηκε ήρεμα και τον κοίταξε φευγαλέα πριν ξαπλώσει ανάσκελα στο κρεβάτι.
«Εγώ θα πάω να κάνω ένα ντους.» είπε ακόμα θυμωμένη η Ηλέκτρα.
«Μην αργήσεις, θα φύγουμε σε λίγο.» της είπε το αγόρι και εκείνη απάντησε κοπανώντας την πόρτα πίσω της.
Αυτό δεν κατάφερε να ξυπνήσει τον Νέστορα, κάτι που έδωσε στην Ήβη το συναίσθημα ότι είχε μείνει μόνη της μαζί με τον Χάρη. Δεν ήθελε να ερμηνεύσει εκείνον τον ακανόνιστο κτύπο που σήμανε την αντίδραση της καρδιάς της σε αυτήν την πληροφορία.
Το αγόρι έψαχνε τις σακούλες που είχε προμηθευτεί και έβαλε τα πράγματα που χρειαζόταν σε ένα σακ βουα γιαζ.
«Που θα πάμε;» τον ρώτησε η Ήβη όταν ηττήθηκε από τη σιωπή του.
«Εσύ στο σπίτι σου,» είπε τονίζοντας ιδιαίτερα την πρώτη του λέξη. «εμείς στον πύργο.» το κορίτσι ανασηκώθηκε γεμάτο απορία.
«Τί θα κάνετε εκεί;»
«Θα προσπαθήσουμε να μάθουμε τι γίνεται… Ήβη, όλο αυτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα. Δεν πίστευες ότι θα το αφήσουμε ανεκμετάλλευτο;» τη ρώτησε αγανακτισμένος.
«Και γιατί να μην έρθω και εγώ; Γιατί δεν πάμε τώρα;» συνέχισε να ρωτά ενθουσιασμένη από την επιλογή που της παρουσιάζονταν. «Θα με χρειαστείτε.» ήθελε να το είχε σκεφτεί η ίδια αντί να κάθεται άπραγη και να περιμένει τη συντέλεια του προσωπικού της κόσμου. Ξαφνικά, τσάκωσε τον εαυτό της να ανησυχεί. Ο Χάρης της είχε εξηγήσει ότι η περιοχή αυτή άνηκε στη δικαιοδοσία του άρχοντα Ναπολέων. Τί θα γινόταν λοιπόν αν τους έπιαναν;
«Η Ηλέκτρα υποτίθεται πως είναι νεκρή. Δε νομίζεις ότι θα θίξεις ένα πολύ ευαίσθητο θέμα αν την πας εκεί;» επιχειρηματολόγησε ενάντια στο σχέδιο του. Παρ’ όλη του τη στάση απέναντι της, η Ήβη δεν ήθελε ο Χάρης να πάθει κακό, δεν μπορούσε να τον αφήσει να φύγει.
«Ξέρουμε τρόπους να μπαινοβγαίνουμε στον πύργο απαρατήρητοι… Χρόνια εξάσκησης.» μουρμούρισε χωρίς να της δίνει ιδιαίτερη σημασία. «Και ξέρουμε τα σωστά άτομα. Εσύ θα κινούσες υποψίες και θα μας καθυστερούσες. Θα σε γυρίσουμε πίσω και μετά θα εξαϋλωθούμε έξω από την Σάρλοτ απ’ όπου θα πάμε στον πύργο.»
«Μα δε θα έχετε αρκετό χρόνο!» συνέχισε με περισσότερη ένταση το κορίτσι.
«Εκεί υπολογίζουμε αν κάτι πάει στραβά.» είπε με την ίδια απάθεια στη φωνή.
«Γιατί δεν εξαϋλώνεστε κατευθείαν μέσα στον πύργο; Θα γλιτώνατε πολύ χρόνο.» πρότεινε.
«Δεν μπορείς να εξαϋλωθείς στην Σάρλοτ, ούτε στον πύργο. Είναι όπως στο Obweiben
«Μα...»
«Τα έχουμε σκεφτεί όλα,» της είπε κοφτά. «ηρέμησε.»
«Δεν ξέρω, η Ηλέκτρα δε μου φαίνεται και πολύ πρόθυμη να συνεργαστεί. Δε μας λέει τίποτα!»
«Θα τη συμμορφώσω εγώ… μην ανησυχείς.» πρόσθεσε ειρωνικά.
 «Μη μου λες να μην ανησυχώ!» ξέσπασε το κορίτσι. «Φυσικά και ανησυχώ! Αν πάθεις κάτι;» η τελευταία της πρόταση γλίστρησε από τα χείλη της πριν καλά καλά το καταλάβει. Και το μετάνιωσε την αμέσως επόμενη στιγμή.
Πώς μπορούσε να τον αγαπάει ενώ εκείνος της είχε φερθεί έτσι; Σκέφτηκε.
Το αγόρι βρέθηκε προ εκπλήξεως, κάτι που του στοίχισε λίγες στιγμές προτού απαντήσει.
«Τότε δε θα χρειαστεί να αντιμετωπίσεις την Μαρία όταν γυρίσεις. Απλά δε θα υπάρχω στο μέλλον σου.» της απάντησε ειρωνικά.
Δε θα υπάρχω στο μέλλον σου.
Τα λόγια του αυτά την τρομοκράτησαν. Δε θα υπήρχε στο μέλλον της; Δεν μπορούσε ούτε καν να το φανταστεί. Τώρα, και για πρώτη της φορά, η Ήβη συνειδητοποίησε πως όλες εκείνες οι στιγμές που είχαν περάσει μαζί, όλες τους οι κουβέντες και τα πειράγματα, δεν ήταν η προσπάθεια της να του δείξει πως τον εμπιστευόταν. Αλλά μια προσπάθεια να αγνοήσει το γεγονός ότι δεν έπρεπε να τον εμπιστευτεί για να αφεθεί σε αυτά που ένιωθε.
Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια της πριν προλάβει να το καταλάβει. Πριν προλάβει να τα σταματήσει. Εκείνος σταμάτησε να πακετάρει και την κοίταξε με βλέμμα γεμάτο απορία.
 «Κλαίς;» πήρε τα μάτια της από πάνω του και έκατσε και πάλι στο κρεβάτι με τα χέρια της να κρύβουν το πρόσωπο της και την πλάτη γυρισμένη στον Χάρη ο οποίος, απτόητος κάθισε δίπλα της. Τράβηξε τα χέρια της από το πρόσωπο της και παρά την αντίσταση που εκείνη πρόβαλε, την έκλεισε στην αγκαλιά του.
Ένιωσε τις πληγές της να μουδιάζουν και ζεστασιά να την τυλίγει. Δεν ήθελε να φύγει ποτέ της από εκεί αλλά συγκέντρωσε κάθε ίχνος εγωισμού και αυτοσυγκράτησης που της είχε απομείνει για να παλέψει ξανά εναντίον του. Όμως και πάλι δεν τα κατάφερε, πιθανότατα γιατί δεν το ήθελε. Δεν την ένοιαζε αν θα την εγκατέλειπε, αν θα την πλήγωνε ξανά. Αρκεί να την κρατούσε στην αγκαλιά του λίγες στιγμές ακόμα.
«Συγγνώμη. Ήμουν βλάκας.» ψιθύρισε το αγόρι. Η Ήβη προσπάθησε να κρατήσει σταθερό τον τόνο της φωνή της, να μην κλαψουρίσει. Αλλά δεν τα κατάφερε.
«Για τι πράγμα μιλάς;» τον ρώτησε παραξενευμένη.
«Έπρεπε να καταλάβω πως ένιωθες. Όταν τον είδες.» μιλούσε για τον Μάρκο; Όμως δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο της ζητούσε συγγνώμη.
«Εσένα τι σε νοιάζει;» τον ρώτησε ενώ απελευθερώθηκε από εκείνον.
«Μη λες ανοησίες.» της είπε κοιτώντας τη μέσα στα μάτια ηττημένος. «Ανάθεμα Ήβη, πρέπει να ξεκαθαρίσεις λίγο τα πράγματα μέσα στο κεφάλι σου.»
 «Τί εννοείς;» το κορίτσι εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει το σκοπό αυτής της συζήτησης.
«Ή εμένα ή τον Μάρκο. Δεν γίνεται και τα δύο.» της δήλωσε ξεκάθαρα. Έδειχνε απογοητευμένος, την μπέρδευε ακόμα περισσότερο.
Πριν από λίγα μόλις λεπτά ήταν όλα ξεκάθαρα. Ο Χάρης δε νοιαζόταν για το σκηνικό στο δωμάτιο του, εντός ολίγου, νεκρού φίλου της γιατί δεν έτρεφε αισθήματα για εκείνη. Ήταν παγερός και απόμακρος. Έπειτα δεν είχε μπει καν στον κόπο να τη διαψεύσει, να σκαρφιστεί μια δικαιολογία, κάποιο ελαφρυντικό για το κατά πόσο όλα εκείνα τα αισθήματα που έδειχνε τρέφει για εκείνη ήταν μονάχα ένα κόλπο για να την κρατήσει μακριά από το να προβλέψει ότι το μόνο που ήθελε ήταν η διάσωση της αδελφής του. Είχε αψηφήσει τελείως την όποια δραματική αλλαγή αυτό θα έφερνε στο μέλλον. Όλα τα βέλη έδειχναν πως την χειραγωγούσε.
Η Ήβη σηκώθηκε με ένα τίναγμα και απομακρύνθηκε από τον Χάρη όσο της επέτρεπε το μικρό δωμάτιο, κολλώντας έτσι με την πλάτη της στον τοίχο. Τα μάτια της είχαν πάρει μια απόχρωση του χρυσού. Πάντα συνέβαινε αυτό όταν έκλαιγε. Τον κοιτούσε σχεδόν τρομοκρατημένη στην ιδέα ότι αυτό το άτομο μπορούσε να τη χειραγωγήσει τόσο απλά. Άνοιξε το στόμα της αλλά δε βρήκε τις λέξεις. Έτσι προσπάθησε ξανά.
«Τί άλλο έχει μείνει λοιπόν;» η φωνή της ήταν γεμάτη θυμό ενώ τα δάκρυα δε σταμάτησαν να κυλάνε στα μάγουλα της. Το αγόρι την κοιτούσε μπερδεμένος, μη μπορώντας να καταλάβει τον ειρμό των σκέψεων της. Έτσι το κορίτσι αποφάσισε να τον βοηθήσει. «Ξέχασες μήπως κάτι; Έχεις κάποιο άλλο σχέδιο που χρειάζεσαι βοήθεια; Μάλλον τελικά έβγαλες πολύ γρήγορα τη μάσκα σου.» ο Χάρης έδειχνε να καταλαβαίνει περί τίνος επρόκειτο. Μια έκφραση πόνου φάνηκε να περνά φευγαλέα από το αγγελικό του πρόσωπο για να υποδεχτεί ένα ψεύτικο λοξό χαμόγελο.
«Σωστά. Ξέρεις κάτι; Ας πάρει ο καθένας το δρόμο του. Δε φαίνεται να μας βγαίνει ούτως ή άλλως. Θα σε βοηθήσω σαν αντάλλαγμα για τη χάρη που μου έκανες αλλά μετά...» δεν ολοκλήρωσε τη φράση του. Αντί αυτού, βάλθηκε να την κοιτάξει για λίγο με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα.
Θα ήταν ανόητο από μέρους της Ήβης να αρνηθεί οποιαδήποτε βοήθεια. Άλλωστε ο Χάρης είχε επιτελέσει το σκοπό του, θα ήταν κρίμα να μην κερδίσει κάτι από όλη αυτήν την ιστορία. Αλλά το πείσμα μίλησε πριν τη λογική της.
«Ευχαριστώ, αλλά δε θα πάρω. Ούτως ή άλλως δε θα σου έκανα ποτέ συνειδητά τέτοιο χατίρι, οπότε δεν μπορείς να το θεωρήσεις βοήθεια, έτσι;»
«Δε σε ρώτησα.» της απάντησε αυταρχικά.
«Συγγνώμη;»
«Δεν έχεις καθόλου πείρα έστω πάνω σε τέτοιες καταστάσεις. Σε συνδυασμό με τον αυθορμητισμό σου και το ξερό σου το κεφάλι, θα καταλήξεις νεκρή πολύ σύντομα.»
«Και εσένα τί σε νοιάζει;» η φωνή της παραμορφώθηκε από το θυμό.
Ειλικρινά πίστευε ότι μπορούσε να πέσει στην ίδια παγίδα δύο φορές; Σκέφτηκε. Η πειστικότητα στα μάτια του και στη φωνή του την έκανε να εκνευριστεί ακόμη περισσότερο. Όχι μόνο μαζί του αλλά και με το εκείνο κομμάτι της που ήθελε τόσο πολύ να πιστέψει στα λόγια του, που τη φόβιζε.
Εκείνος δεν απάντησε στην ερώτηση της. Την κοίταξε για λίγο απογοητευμένος και μετά στράφηκε στον Νέστορα. Είχε ξυπνήσει και άκουγε τη συζήτηση τους καθούμενος οκλαδόν στο κρεβάτι. Η Ήβη αναρωτήθηκε τι σκεφτόταν το μικρό ξωτικό. Όμως την προσοχή της τράβηξε αυτή η όμορφη κοπέλα που είχε τρυπώσει το δωμάτιο σαν τον ποντικό και στεκόταν δίπλα στην πόρτα. Η Ηλέκτρα είχε τελειώσει από το ντους της. Στο πρόσωπο της αποτυπώνονταν περιέργεια αλλά και αυταρέσκεια.
«Πηγαίνουμε;» πρότεινε η Ήβη. Είχε θιχτεί αρκετά η περηφάνια της όταν το ξέσπασμα της απευθυνόταν μόνο στον Χάρη. Πόσο μάλλον τώρα που είχε και κοινό.
«Μα είναι νωρίς ακόμα.» είπε ο Χάρης.
«Εσύ μπορείς δηλαδή να έρχεσαι και να σώζεις ζωές αλλά εγώ δεν μπορώ να γυρίσω λίγο νωρίτερα σπίτι μου;»
Η αλήθεια όμως ήταν ότι εφόσον θα ανάγκαζε τον εαυτό της να υποστεί το θάνατο των πιο αγαπημένων της προσώπων από την αρχή, ήθελε να περάσει λίγο περισσότερο χρόνο μαζί τους. Ο λόγος που δεν το έκανε πρωτύτερα ήταν επειδή φοβόταν ότι δε θα τους άφηνε να πεθάνουν.
Άλλος ένας λόγος που γύρισε νωρίτερα στο σπίτι της εκείνη τη μέρα ήταν η ελπίδα ότι θα μάθαινε πως είχε ξεκινήσει αυτή η ιστορία. Μέχρι πρότινος, είχε φτιάξει αυτήν τη γελοία σκηνή στο μυαλό της που ήθελε τον πατέρα της, κυριολεκτικά από την μία στιγμή στην άλλη, να μεταμορφώνεται σε ένα μανιασμένο, σχιζοφρενή δολοφόνο. Ένα τέρας που προσέλκυσε όμοιους του εκκρίνοντας μία ανύποπτη για εκείνη αίσθηση φρίκης και πόνου.
Ο Χάρης και ο Νέστορας τη συνόδεψαν μέχρι το σπίτι της εφόσον οι δυο τους συμφώνησαν ότι η Ήβη θα μπορούσε εύκολα να προκαλέσει σκηνικό με τον αυθορμητισμό και την περιέργεια της κυκλοφορώντας μόνη στην Σάρλοτ. Όταν πλέον σιγουρεύτηκαν ότι κανείς δεν τους είχε ακολουθήσει, σκεφτόμενοι κυρίως τη συμμορία που είχαν συναντήσει πρωτύτερα, εξαϋλώθηκαν μέχρι τη Δράμα.
Ο Νέστορας ήθελε να έρθει μαζί της αλλά η Βαλεντίνη δε θα αντιδρούσε πολύ καλά στη θέα ενός καλικάτζαρου. Έτσι για να γλιτώσει την περαιτέρω ανάκριση, του ζήτησε να την περιμένει σε ένα ασφαλές μέρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου