Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 12


Πριν προλάβουν να κουνήσουν ρούπι όμως μια πυκνή μωβ σκιά με μαύρες φλέβες απλώθηκε από το πουθενά στο δωμάτιο. Όταν αυτή υποχώρησε, η Ήβη είδε τον Χάρη δίπλα σε μια κοπέλα τυλιγμένη σε μια μικρή πετσέτα. Είχαν τα ραβδιά τους στραμμένα εναντίον της. Η Ηλέκτρα όμως δεν κατέβασε το δικό της όπως ο Χάρης.
«Λιβερσάτσε!» η Ήβη δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Βρέθηκε ξαπλωμένη στο πάτωμα σε χρόνο μηδέν. Ο Νέστορας έτρεξε στο πλευρό της σε αντίθεση με τον Χάρη που την κοιτούσε με αδιαφορία ενώ έβαζε το ραβδί του ξανά στην τσέπη του. Η Ήβη δε σκόπευε να λυγίσει από τη συμπεριφορά του, σηκώθηκε και...
«Είσαι τρελή!» δεν κατάλαβε το πως, το μόνο που ήξερε ήταν ότι εκείνη ευθυνόταν γι’ αυτό που παρέσυρε την Ηλέκτρα με τόση φόρα στον τοίχο ενώ αίμα άρχισε να κυλάει από το στόμα και τη μύτη της.
«Σταμάτα!» ο Χάρης την άρπαξε από το μπράτσο εξαγριωμένος. Δεν τον είχε προσέξει να έρχεται. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι είχε κυριευτεί από θυμό χωρίς λόγο. Χρειάστηκε λίγο χρόνο για να επαναφέρει τον εαυτό της σε τάξη. Αμφιταλαντεύτηκε για λίγο άσκοπα και έπειτα έστρεψε το βλέμμα της στην Ηλέκτρα. Ο Χάρης και ο Νέστορας ήταν τώρα στο πλευρό της για να σιγουρευτούν ότι ήταν καλά. «Τί στο καλό νομίζεις ότι κάνεις;» τη ρώτησε εκνευρισμένος.
«Εκείνη μου επιτέθηκε πρώτη, εντάξει;» αντιμίλησε η Ήβη. Εκείνος δεν απάντησε, έκανε μια απροσδιόριστη γκριμάτσα και απεύθυνε το λόγο στην αδελφή του που τώρα κρατούσε πονεμένη το πίσω μέρος του κεφαλιού της. «Είσαι καλά;»
«Ναι, εντάξει είμαι. Να υποθέσω ότι γνωρίζεστε;» τον ειρωνεύτηκε.
«Αυτή είναι.» απάντησε με παγερή αδιαφορία το αγόρι.
«Δηλαδή στην τελική θα πρέπει να σε ευχαριστήσω, έτσι δεν είναι; Τι ειρωνεία!» η Ήβη πάγωσε. Κρίνοντας από το βομβαρδισμένο σπίτι, η κοπέλα απέναντι της πρέπει να ήταν η αδερφή του Χάρη και θα έπρεπε να ήταν νεκρή.
«Πες μου ότι δε σε λένε Ηλέκτρα.» σχεδόν την παρακάλεσε.
«Δεν πειράζει, μου έσωσες τη ζωή, ένα μικρό χτύπημα στο κεφάλι μου άξιζε.» η Ήβη άρχισε να βηματίζει ανήσυχα μέσα στο δωμάτιο. Ήταν ηφαίστειο ενεργό και από στιγμή σε στιγμή θα εκκρινόταν.
Ξαφνικά το γεγονός ότι η αδελφή του πέθανε ακριβώς την ίδια μέρα με τη μητέρα της και τον Μάρκο έμοιαζε δευτερευούσης σημασίας σε σύγκριση με αυτό που είχε μόλις συνειδητοποιήσει.
«Ελεεινό κάθαρμα!» φώναξε στον Χάρη δακρύζοντας. «Ώστε αυτό ήταν όλο; Και εγώ η ηλίθια...» δεν ήθελε να βάλει τα κλάματα, γι’ αυτό έδωσε στον εαυτό της λίγο χρόνο. «Το μόνο που ήθελες από την αρχή ήταν να τη σώσεις. Θα έκανες τα πάντα... Σωστά, τί άλλο... Τα είχες υπολογίσει όλα. Και εγώ που νόμιζα ότι έφυγες γιατί... Ούτε καν που σε ένοιαξε!» ο μονόλογος της δεν τον συγκίνησε ιδιαίτερα, κάτι που έκανε την όλη περίσταση ακόμα πιο αβάσταχτη.
«Δεν είναι η κατάλληλη ώρα για τις εκρήξεις ζήλιας σου. Πρέπει να φύγουμε από εδώ.» ο Χάρης δε φάνηκε πρόθυμος να της δείξει τίποτα άλλο πέρα από αδιαφορία.
«Ήβη, σε παρακαλώ.» ο Νέστορας που τώρα την κοιτούσε σα παραπονεμένο κουταβάκι την παρότρυνε με το βλέμμα του να αφήσει τον καυγά και να φύγουν.
«Να πάμε που;» ρώτησε τρεμάμενη από το θυμό. Ήθελε να του φωνάξει, να τον χτυπήσει, αλλά έκρινε πως θα ήταν καλύτερο να μην ξεσπάσει. Γι’ αυτό αποφάσισε να τα κρατήσει μέσα της.
«Στο μόνο μέρος που δε θα περιμένουν να πάμε.»
***

Η Άννα και η Καίτη είχαν αποξενωθεί τις τελευταίες μέρες και για το μόνο που μιλούσαν ήταν οι λεπτομέρειες του σχεδίου τους. Η πρώτη ξεσπούσε συχνά τα νεύρα της σε ανύποπτο χρόνο κάτι που ήταν ανυπόφορο για την Καίτη. Ο σχεδιασμός της εκδρομής είχε γίνει πονοκέφαλος για μαθητές και καθηγητές. Ώσπου έφτασε επιτέλους η μέρα.
Θα πήγαιναν με αεροπλάνο, ωστόσο για την καλύτερη ενημέρωση των μαθητών και εξυπηρέτηση των υπευθύνων του υπουργείου, θα χωρίζονταν σε βάρδιες.
«Μόλις βγήκε ανακοίνωση, ήμαστε στην τρίτη βάρδια.» η Καίτηείχε μόλις μπει στο δωμάτιο. Η Άννα κοιτούσε για χιλιοστή φορά αυτήν την εβδομάδα την κάτοψη του υπουργείου. «Κάθε βάρδια κρατάει είκοσι λεπτά, πέντε λιγότερα από αυτά που υπολογίσαμε.»
«Δεν πειράζει.» της είπε απορροφημένη.
«Δεν πειράζει; Τί έγινε το ‘κάθε δευτερόλεπτο έχει αξία;’» την πείραξε η Καίτη.
«Θυμάσαι την τρύπα στο χάρτη στο χολ της εισόδου;» μουρμούρισε η Άννα.
«Ναι;» είπε ανυπόμονα η Καίτη.
«Μόλις θυμήθηκα κάτι που μας είχε πει η Ήβη. Πριν από δέκα νομίζω χρόνια είχε γίνει ένας σεισμός και χρειάστηκε να μετακομίσουν γιατί καταστράφηκε το σπίτι τους. Έκανα μια μικρή έρευνα και φαίνεται ότι η τύχη είναι με το μέρος μας. Η ανατολική πτέρυγα του υπουργείου είχε πάθει μεγάλη ζημιά και χρειάστηκε να την ξαναχτίσουν αλλά τα σχέδια έχουν αποκλίσεις μεταξύ τους… Πήγα σήμερα πάλι στη βιβλιοθήκη και ρώτησα τη Μιράντα αν υπάρχουν τα παλιά αρχιτεκτονικά σχέδια.» της εξήγησε όταν υπέπεσε στην αντίληψη της ότι η φίλη της δυσκολευόταν να την παρακολουθήσει.
«Ποιά είναι η Μιράντα;» απόρησε η κοπέλα.
«Η υπεύθυνος της βιβλιοθήκης;» της είπε η Άννα σα να είχε μόλις διαψεύσει κάποιον που ισχυριζόταν ότι η γη ήταν επίπεδη.
«Δεν ήξερα ότι έχουμε υπεύθυνη βιβλιοθήκης.» η Άννα άφησε -μετά δυσκολίας- ασχολίαστη την απάντηση της φίλης της και συνέχισε.
«Αν βάλεις το ένα σχέδιο πάνω στο άλλο φαίνεται ότι υπάρχει κάτι σαν τούνελ και οδηγεί στη δυτική πτέρυγα.»
«Δε νομίζεις ότι αν αρχίσουμε να γκρεμίζουμε τοίχους θα τραβήξουμε περισσότερη από την προσοχή που επιδιώκουμε;» την πείραξε η Καίτη.
«Δε θα χρειαστεί να γκρεμίσουμε τίποτα, το τέλος του τούνελ καταλήγει στο ασανσέρ.»
«Ναι σωστά, μια τρύπα στο ασανσέρ είναι ποιό διακριτική.» συνέχισε να την ειρωνεύεται.
«Θα μπούμε από το άνοιγμα στην οροφή, κάθε ασανσέρ έχει.» είπε ελαφρώς εκνευρισμένη.
«Ναι, αλλά εγώ κατά πάσα πιθανότητα δε θα χωράω!» της εξήγησε με ένταση η Καίτη.
 «Θα χωρέσεις!» της φώναξε.
«Ποιό είναι το πρόβλημα σου; Ειλικρινά τόσο καιρό προσπαθώ να σε καταλάβω αλλά δε γίνετε! Και εγώ ανησυχώ για την Ήβη και τον Χάρη και εγώ φοβάμαι για τι μπορεί να γίνει αλλά δεν ξεσπάω σε εσένα!»
«Ποιός ξεσπάει τώρα;»
«Υποτίθεται ότι πρέπει να ενωνόμαστε στα δύσκολα όχι να απομακρυνόμαστε.» συνέχισε η Καίτη αγνοώντας την προσπάθεια της Άννας να βγει υπεράνω.
«Συγγνώμη αν θέλω να είναι όλα τέλεια για να μην πατώσει το σχέδιο μας και που δεν αντέχω τη βλακεία σου!»
«Αυτό ήταν!» τη σταμάτησε προσβεβλημένη. «Εγώ θα σε περιμένω στο αεροπλάνο και φρόντισε να έχεις μια καλή συγγνώμη για εμένα όταν με βρεις.»
«Πού πάς; Πρέπει να επαναλάβουμε το...» προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί αλλά τα λόγια της δεν εισακούστηκαν.
«Όχι αν είσαι έτσι!» είπε και χτύπησε την πόρτα πίσω της καθώς έφευγε.
Η αυλή ήταν ο χώρος από όπου θα αναχωρούσε η πρώτη βάρδια και ο προορισμός της Καίτης. Είχε άγχος και αυτό σήμαινε ότι θα χανόταν ανάμεσα στον κόσμο προσπαθώντας να ξεχαστεί. Στο δρόμο της για εκεί συνάντησε τον Γιάντη. Προσπάθησε να τον αποφύγει καθ’ ότι, από τότε που μαθεύτηκε το σκασιαρχείο της Ήβης με τον Χάρη, η πρώτη ήταν το μόνο πράγμα που το αγόρι είχε στο μυαλό του, αλλά και το μοναδικό θέμα σε κάθε τους συζήτηση. Κάτι που την απογοήτευε πάρα πολύ.
Ήξερε ότι η ίδια και ο Γιάντης ήταν μόνο φίλοι… πολύ καλοί φίλοι. Έτσι, κατηγόρησε τον εαυτό της που αφέθηκε να πιστέψει έστω και για μια στιγμή ότι εκείνος είχε ξεπεράσει την Ήβη. Ότι θα του άρεσε εκείνη έστω και λίγο.
«Έϊ, Καίτη! Εδώ!» το κορίτσι είχε μόλις βγει από την πύλη και σκεφτόταν να κάνει μεταβολή και να φύγει προσποιούμενη ότι δεν τον είχε ακούσει. Αλλά ο χρόνος που έδωσε στον εαυτό της για να επεξεργαστεί τις επιλογές της την πρόδωσε.
«Α, καλημέρα Γιάντη.» του είπε υποδυόμενη ότι δεν τον είχε προσέξει… λες και δεν ήταν το άτομο που αγαπούσε αλλά ένας οποιοδήποτε συμμαθητής της.
«Εμείς είμαστε στην τρίτη βάρδια, στις δύο πρώτες θα πάνε οι τελειόφοιτοι.» την ενημέρωσε με ένα χαμόγελο.
«Ναι, το ξέρω...» ήταν το μόνο που σκέφτηκε να πει.
«Τι ανόητη ιδέα. Λες και οι μπούρδες που θα μας αραδιάσουνε θα μας βοηθήσουν σε τίποτα.»
«Μην το λες.» είπε η Καίτη θιγμένη που το αγόρι κατέκρινε την ιδέα της Άννας.
«Έλα τώρα... Εεε... μήπως η...» δε χρειαζόταν να ολοκληρώσει τη φράση του. Η Καίτη ήξερε ακριβώς τι σκόπευε να τη ρωτήσει και δεν ήθελε να το ακούσει.
«Όχι, δεν ξέρω τίποτα.» ήθελε να τη ρωτήσει αν η Ήβη είχε προσπαθήσει να έρθει σε επαφή μαζί της. Η Καίτη ήξερε ότι το αγόρι δεν την πίστευε. Για την ακρίβεια, είχε καταλάβει πως εκείνη και η Άννα σχεδίαζαν κάτι εδώ και καιρό. Είχε προσπαθήσει να μάθει περισσότερα για το μυστικό τους σχέδιο αλλά δεν ήταν αρκετά τυχερός.
 «Έλα τώρα Καίτη.» επέμεινε.
«Για χιλιοστή φορά, σου λέω την αλήθεια!» είχε υψώσει τον τόνο της φωνής της αλλά δεν την ένοιαζε. Δεν είχε μόνο εκνευριστεί από την επιμονή του αλλά είχε ανάγκη να ξεσπάσει.
Η Άννα δεν ήταν πλέον η αστεία και υπομονετική φίλη που είχε, η Ήβη είχε εξαφανιστεί μαζί με το μοναδικό άτομο που η Καίτη μπορούσε να φλυαρεί ακατάπαυστα για τον ανεκπλήρωτο έρωτα της με τον Γιάντη και το σχέδιο που τόσο καιρό κατέστρωναν, η μόνη τους ελπίδα να βρουν την άκρη του μίτου, θα δοκιμαζόταν σε λίγη ώρα.
Η αποτυχία δεν μπορούσε να είναι επιλογή. Έπρεπε να πετύχει. Έπρεπε… αν ήθελε όλα να γίνουν όπως παλιά. Δεν ήταν αρκετά αφελής ώστε να ελπίζει στο τέλος αυτής της ιστορία, το μόνο που ήθελε ήταν η επανένωση των τεσσάρων φίλων. «Ξεπέρασε το! Τελειώσατε! Ο μόνος λόγος που ήσουν κομμάτι της ζωής της ήταν γιατί εγώ σε κρατούσα σε αυτή. Σταμάτα επιτέλους να ψάχνεις πάτημα, δε θα ξαναγυρίσει δίπλα σου ακόμα κι αν της σώσεις τη ζωή… αν αυτό είναι που ονειρεύεσαι ότι θα κάνεις. Άλλωστε έχει τον Χάρη και σίγουρα της είναι πιο χρήσιμος από εσένα. Και είναι ερωτευμένη μαζί του! Μαζί του, όχι με εσένα! Άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα γύρω σου! Δε σε αντέχω.» κατέληξε απηυδισμένη. Δεν το εννοούσε, απλά το είπε για να το πει. Το αγόρι έμεινε να την κοιτάζει τρομοκρατημένο και ανίκανο για οποιαδήποτε αντίδραση.
Τα βήματα της την οδηγούσαν μακριά του. Δεν ήξερε που πήγαινε αλλά δεν την ένοιαζε. Πολλά κεφάλια γύρισαν προς το μέρος τους και αμέσως μετά το σοκ, θα άρχιζαν να σχολιάζουν κάθε λέξη που ειπώθηκε. Αλλά δεν την ένοιαζε. Η σκέψη ότι είχε αφήσει τον Γιάντη στήλη άλατος, μπερδεμένο όπως εκείνη, της έφτιαξε λίγο το κέφι. Ίσως ήταν το ξέσπασμα, ίσως η αίσθηση ότι τον πλήγωσε όπως την πλήγωνε εκείνος, ίσως είχε αρχίσει να της στρίβει, αλλά ένιωθε πολύ καλύτερα.
***

«Τί είναι αυτό το μέρος;» ρώτησε η Ήβη αηδιασμένη από την εικόνα του τοπίου. Έμοιαζε με ένα μάτσο καταγώγια από ταινίες του δέκατου όγδοου αιώνα. Λίγα μόλις μέτρα μακριά από το σημείο που στεκόντουσαν, μία μικρή ομάδα αντρών συμπεριφέρονταν ύποπτα. Και τα μάτια της Ήβης που ήταν καρφωμένα επάνω τους χειροτέρεψε τα πράγματα. Καταλαβαίνοντας το λάθος της, έστρεψε το βλέμμα της μακριά.
«Αυτό είναι η Σάρλοτ.» ήρθε η απάντηση από την Ηλέκτρα που δεν έμοιαζε να μοιράζετε την ίδια απάθεια. «Μα καλά, τί κάνουν τόση ώρα;» ο Χάρης και ο Νέστορας είχαν μπει σε ένα μαγαζί που φάνταζε να πουλάει σχεδόν οτιδήποτε μπορούσες να σκεφτείς. Όλοι συμφωνούσαν πως τα έντονα χρώματα που φορούσε η Ήβη θα τραβούσαν πολύ την προσοχή μέσα σε έναν όχλο από ουδέτερα χρώματα. Έπειτα, ο Χάρης είπε πως χρειαζόταν μερικά πράγματα ‘για μετά’.
«Τί μπορούμε να κάνουμε για μια τόσο όμορφη δεσποινίδα;» οι άντρες που πριν από λίγο χάζευε η Ήβη τις είχαν πλησιάσει. Ήταν πέντε σε αριθμό, είχαν όλοι τους μακριά ατημέλητα μαλλιά και έμοιαζαν λίγο πολύ με ξοφλημένους ροκάδες.
«Ναι, προσέξαμε πως σου τραβήξαμε την προσοχή.» η Ήβη ήξερε ότι η Ηλέκτρα ήταν έτοιμη γι’ αντεπίθεση, αλλά ήταν πέντε και εκείνες δύο. Ακόμα και αν ο Χάρης ερχόταν εγκαίρως, δεν έπρεπε να τραβήξουν την προσοχή. Έτσι προσπάθησε να χειριστεί την κατάσταση διαφορετικά.
«Δεν ξέρω, αισθάνεσαι χρήσιμος σήμερα;» είχε μαζέψει όλο της το θράσος αλλά τα γόνατα της εξακολουθούσαν να τρέμουν.
«Οοο, το κοριτσάκι δαγκώνει.» σχολίασε ο δεύτερος. «Πες μου όμως, δεν είσαι από τα μέρη μας, έτσι δεν είναι;»
«Δεν απάντησες στην ερώτηση μου, γιατί να απαντήσω εγώ στη δική σου;» συνέχισε ακάθεκτη η Ήβη.
«Θες να σου δείξω πόσο χρήσιμος είμαι;» της είπε ο πρώτος άντρας ενώ οι υπόλοιποι χασκογελούσαν. «Εντάξει κορίτσι μου.» αποκόπηκε από το πλήθος και την πλησίασε σε απόσταση αναπνοής κρατώντας ταυτόχρονα τη ζώνη του παντελονιού του. Η Ήβη πίστευε πως αν δεν υποχωρούσε θα του έδειχνε ότι δε φοβόταν και εκείνος θα έκανε πίσω. Αλλά η Ηλέκτρα ήξερε είχε διαφορετική άποψη. Έτσι έβγαλε το ραβδί της διακριτικά και στόχευσε χαμηλά στη μέση του άντρα.
«Θα σου συνιστούσα να μην κάνεις καμία κίνηση.» του είπε η Ηλέκτρα.
«Μπορεί να μην το πρόσεξες, αλλά έχουμε πλεονέκτημα.» της είπε απτόητος ο άντρας.
«Για δες, ο Αλέξης και η παρέα του.» ο Χάρης είχε μόλις βγει από το μαγαζί. Είχε φορτώσει τον Νέστορα με τις σακούλες ενώ εκείνος είχε τα χέρια του στις τσέπες όπου όλοι ήξεραν ότι βρισκόταν το ραβδί του. «Εγώ στη θέση σου θα έφευγα. Ξέρεις, η αδελφή μου δεν αστειεύεται και σίγουρα ούτε και εγώ. Γιατί να καταλήξουμε λοιπόν σε κανένα από τα μπουντρούμια του άρχοντα αντί να εκμεταλλευτούμε αυτήν την απαίσια μέρα; Τί λες;» η Σάρλοτ, όπως κάθε άλλο μέρος, πέρα του Obweiben και του πύργου του Ναπολέοντα, ήταν μέρος όπου η μαγεία έπρεπε να παραμείνει κρυφή. Η γη πέρα από την Σάρλοτ ήταν υπό την εποπτεία του υπουργείου, αλλά εκεί κινούσε το νήματα ο Ναπολέοντας. Καυγάδες γινόντουσαν συχνά, αλλά τίποτα που θα κινούσε την προσοχή στα τσιράκια που τριγυρνούσαν σε ανύποπτους χρόνους για να φροντίσουν να τηρείται ο νόμος τους.
Οι πέντε άντρες έδειχναν να γνωρίζουν καλά τον Χάρη. Έτσι ο καυγάς τελείωσε πριν καλά καλά αρχίσει. «Γιατί δε λες στη φίλη σου την επόμενη φορά να κρατήσει τη μύτη της μακριά από τις δουλειές μας;» του πρότεινε ο Αλέξης. Ο Χάρης δεν απάντησε, μόνο περίμενε να τους δει να φεύγουν.
Η Ήβη είχε μεν τα μάτια της καρφωμένα στους πέντε αγνώστους αλλά ο νους της ήταν στον Χάρη και το πώς εκείνος είχε έρθει την πιο κατάλληλη στιγμή για να τη...
«Να κρατήσω τη φίλη μου μακριά από τις υποθέσεις τους;» η φωνή του αγοριού διέκοψε τους συνειρμούς της. «Τι στο καλό έκανες;» την τράβηξε από το μπράτσο και την έσυρε στο στενάκι πίσω από το κτήριο που ψώνιζε.
«Έλα τώρα Χάρη άσ’ την ήσυχη, δεν ξέρει από αυτά τα μέρη.» την υπερασπίστηκε η Ηλέκτρα. «Τί περίμενες;» παραδόξως, δεν ανέφερε τίποτα για την παράτολμη συμπεριφορά της Ήβης.
«Καταρχάς με πονάς.» διαμαρτυρήθηκε η κοπέλα ενώ τραβούσε το χέρι της από τη λαβή του Χάρη. «Και δεύτερον, δεν υπάρχει κανένας λόγος να φωνάζεις. Δε θα σε καταλάβω καλύτερα από το αν μου μιλάς ήρεμα. Και μεταξύ μας, προτιμώ το δεύτερο τρόπο!» έμειναν για λίγο να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον και έπειτα ο Χάρης απομακρύνθηκε αρπάζοντας μία από τις σακούλες που είχε φορτώσει στον Νέστορα. Κρίνοντας από το πόσο τσαλακωμένες ήταν και τον ατσούμπαλο τρόπο που τις κρατούσε το μικρό ξωτικό, είχε σκοντάψει κάπου, κάτι στο οποίο οφειλόταν η καθυστέρηση του. Της πέταξε τη σακούλα και της ζήτησε να αλλάξει.
«Τί... εδώ; Μπορεί να έρθει κανείς.» διαμαρτυρήθηκε εκείνη
«Φόρεσε το πάνω από τα ρούχα σου μέχρι να βρούμε ένα μέρος να κοιμηθούμε.»
«Δε θα χρειαστεί να κοιμηθούμε. Πρέπει να γυρίσουμε στο παρόν σήμερα κιόλας.» τον ενημέρωσε υψώνοντας τον τόνο της φωνής της ξανά.
«Και πάλι, πρέπει να βρούμε ένα μέρος για να μιλήσουμε… ήρεμα.» η κοπέλα έπραξε όπως της υπέδειξαν. Μέσα στη σακούλα βρήκε ένα μακρύ σκούρο μωβ φόρεμα που έφτανε ως τα γόνατα της. Το πάνω μέρος σκέπαζε ολόκληρο το λαιμό, ενώ το κάτω είχε δύο μεγάλα σκισίματα στα πλαϊνά που ξεκινούσαν από το ύψος της λεκάνης και φανέρωναν το μαύρο τζίν σωλήνα που φορούσε από κάτω. Έδεσε την καφέ δερμάτινη ζώνη που βρήκε την σακούλα γύρω από την μέση της και έπειτα τους ακολούθησε.
«Όταν έλεγες, να καταλήξουμε σε κανένα από τα μπουντρούμια του άρχοντα, σε ποιόν αναφερόσουν; Είναι κάποιο παρατσούκλι, κάτι σαν αρχηγός καμιάς συμμορίας;» η Ήβη πρόσεξε πως η Ηλέκτρα έδειχνε να διασκεδάζει με τις ερωτήσεις της και ήταν αυτή που της απάντησε.
«Παρατσούκλι; Είσαι στα αλήθεια άσχετη, έτσι δεν είναι; Μίλαγε για τον άρχοντα Ναπολέων, ξέρεις τον αρχηγό των Άβετορ.»
«Ένα μέρος που δε θα ψάξουν ποτέ;» επανέλαβε τα λόγια του Χάρη αποσβολωμένη. «Έτσι το λες εσύ; Γιατί εγώ το λέω ένα μέρος που δεν χρειάζεται να ψάξουν! Είναι σα να τους λέμε ελάτε να μας πιάσετε!»
«Επέτρεψε μου να αναλάβω εγώ την ασφάλεια μας από δω και στο εξής.» της είπε ειρωνικά το αγόρι.
«Ναι, γιατί μου είναι τόσο εύκολο να σε εμπιστευτώ ξανά!» σχολίασε πικραμένα η Ήβη.
«Εγώ το βρίσκω πολύ έξυπνο…» πήρε το λόγο ο Νέστορας. «μπορείς να εμπιστευτείς εμένα. Θα κάνω τα πάντα για να σε προστατεύσω.» της είπε με περίσσεια ενθουσιασμού.
«Ναι, εσένα μπορώ να σε εμπιστευτώ.» μουρμούρισε ενώ τον απάλλαξε από ένα μέρος του φορτίου του και την ίδια στιγμή κάρφωσε τον Χάρη με το βλέμμα της.
«Σωστά, τον ξέρει τόσες ώρες.» την ειρωνεύτηκε το αγόρι.
«Γιατί δε με ενημερώνεις για τα σχέδια σου αντί να κάνεις χαζά σχόλια;» τον πίκαρε περισσότερο η Ήβη.
«Γιατί δε χρειάζεται.» της είπε με ένα ψεύτικο χαμόγελο το αγόρι.
«Δεν περιλαμβάνομαι σ’ αυτά; Σωστ...»
«Γιατί δεν έχω, σαΐνι.» τη διέκοψε εκνευρισμένος από την πολυλογία της. «Προς το παρόν θα πάμε να νοικιάσουμε ένα δωμάτιο.»
«Μα δεν έχουμε χρήματα.» αντιγύρισε.
 «Μην ανησυχείς, έχουμε φροντίσει εμείς για αυτό.» μουρμούρισε το αγόρι μέσα από τα δόντια του.
***

«Ο Ξένιος δεν έχει γυρίσει ακόμα;» ο Ναπολέων έκανε τον καθημερινό του περίπατο στα μπουντρούμια του πύργου του. Του άρεσε να μυρίζει τη δυσωδία του ιδρώτα και του αίματος στον αέρα. Όπως επίσης του άρεσε η εικόνα των τσακισμένων κορμιών που κειτόταν στο χώμα. Τον βοηθούσε να σκεφτεί. Περπατούσε μαζί με ένα από τα τσιράκια του, έναν μελαχρινό άντρας με γένια λίγων ημερών. Κούτσαινε ελαφρώς από το αριστερό του πόδι και είχε μια ουλή στο λαιμό του.
«Όχι, αφέντη μου. Δε με εκπλήσσει, άλλωστε είναι ζόρικη.» συμπλήρωσε με ένα αηδιαστικό χαμόγελο.
«Κάτι δεν πάει καλά.» ψιθύρισε ανήσυχα στον εαυτό του.
«Αν... μιλώντας υποθετικά πάντα, δε βρούμε το κομμάτι που μας έκλεψε...»
«Βρήκαμε είκοσι επτά χιλιάδες πεντακόσια εξήντα έξι κομμάτια διασκορπισμένα ανά τον κόσμο. Δε θα αφήσω μια γυναίκα να μου στερήσει το τελευταίο. Αυτός ο καθρέφτης θα ολοκληρωθεί.» τον διέκοψε δεσποτικά.
«Ναι, όμως περιμέναμε τόσους αιώνες, ίσως...» συνέχισε δειλά ο άντρας.
«Έχε πίστη και θα φτάσουμε στο τέλος.»
«Μάλιστα αφέντη μου.» ο υπήκοος του συμφώνησε αλλά κάθε άλλο παρά πεπεισμένος από τις απαντήσεις που πήρε έμοιαζε.
«Βρήκατε τον Λούκα;» πήδησε στο επόμενο θέμα.
«Όχι ακόμα.» τον ενημέρωσε ο άντρας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου