Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 20


 «Έχουμε επισκέψεις.» ήταν το μόνο που είπε εκείνος ο ηλικιωμένος στον Ναπολέοντα που θαύμαζε ακόμα τον καθρέφτη. Πριν ο άντρας προλάβει να αντιδράσει στην είδηση που του είχε μόλις φέρει ο υπήκοος του, η πόρτα άνοιξε με πάταγο.
Ένα μικρό κορίτσι, με καστανά σγουρά μαλλιά, εισέβαλε απρόσκλητη.
Η Ήβη είχε το ραβδί της έτοιμο στο χέρι. Χτύπησε τον καθρέφτη με ένα ξόρκι που δε χρειάστηκε να προφέρει κάνοντας τον έτσι θρύψαλα.
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα.
Ο ηλικιωμένος άντρας έβγαλε με ταχύτητα ανάρμοστη για την ηλικία του, το ραβδί του και...
«Ουμπέριουμ!» ένας στρόβιλος από μαύρη σκόνη και άσπρο φώς τη χτύπησε εκτοξεύοντας την στον τοίχο.
Κάτι παχύρευστο κύλησε από το στόμα της. Άνοιξε τα μάτια της και είδε τον κοντό γκριζομάλλη ηλικιωμένο να την κοιτά με ένα υστερικό χαμόγελο. Την έπιασε από το λαιμό και τον κράτησε σφιχτά μέσα στη λαβή του ενώ ταυτόχρονα της έσπασε το δεξί πόδι. Ο άντρας χαλάρωσε για λίγο το κράτημα του για να απολαύσει αυτό που επόταν: Η Ήβη κραύγασε με όλη της τη δύναμη σαν αυτό να μαλάκωνε τον πόνο. Με το ελεύθερο χέρι του εκείνος ψαχούλεψε ένα σημείο κοντά στον αριστερό της πνεύμονα και έπειτα το πίεσε με δύναμη.
Το χτύπημα του δεν πόνεσε το κορίτσι αλλά δεν μπορούσε πλέον να αναπνεύσει και όσο περισσότερο προσπαθούσε τόσο περισσότερο έσφιγγε η ανθρώπινη θηλιά στο λαιμό της. Θα πίστευε κανείς ότι ο πόνος ή ο πνιγμός της ήταν ικανά να κρατήσουν απασχολημένο το μυαλό της. Αλλά προφανώς θα έκανε λάθος.
Πίσω από τον ώμο του αντιπάλου της μπορούσε να δει τον Ναπολέοντα να μαζεύει τα σπασμένα κομμάτια του καθρέφτη σε ένα στρόβιλο και να τα εξαφανίζει ως δια μαγείας. Η Ήβη δε θα ξεχνούσε το βλέμμα με το οποίο την κοίταξε ο άρχοντας ή καλύτερα την οργή μέσα σε αυτό. Οργή αναμεμιγμένη με αγνό μίσος και περιέργεια. Ήξερε ποιά ήταν. Αλλά έμοιαζε να έχει ακόμα πολλές ερωτήσεις.
Ένιωθε τα πνευμόνια της να βράζουν και η έλλειψη αέρα τη ζάλιζε. Το μυαλό της είχε μουδιάσει από τον πόνο και οι φλέβες πάνω από τα μηνίγγια της παλλόταν δυνατά, τόσο που έμοιαζαν με σφυριές. Έβλεπε το δολοφόνο της να απολαμβάνει κάθε στιγμή και αυτό την τρέλαινε. Πόσο θα ήθελε να...
«Άφησε την.» μουρμούρισε ο Ναπολέων.
Με φανερή απογοήτευση και μια μικρή καθυστέρηση, ο άντρας υπάκουσε και πριν η Ήβη προλάβει να σωριαστεί στο πάτωμα, εκείνος πίεσε για άλλη μια φορά το σημείο εκείνο που είχε χρησιμοποιήσει για να της στερήσει την δυνατότητα να αναπνέει. Το κορίτσι έβγαλε έναν παράξενο θόρυβο και εισέπνευσε λαίμαργα τον αέρα. Κάθε πνοή έκαιγε τα πνευμόνια της αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. Είδε το ζευγάρι από πόδια που στεκόταν μπροστά της να απομακρύνεται και σκούπισε με το μανίκι της το αίμα που έτρεχε από το στόμα και τη μύτη της.
Μετάνιωνε για τον τρόπο που είχε εκθέσει τον Χάρη και τον Νέστορα σε θανάσιμο κίνδυνο. Ο Μάρκος, η Ηλέκτρα και η μητέρα της ήταν ζωντανοί. Κάτι που μπορεί να άλλαζε δραματικά το παρόν. Ήταν ολομόναχη με δύο... τρείς... περισσότερους...
Ο χώρος είχε γεμίσει κόσμο. Στο παρατηρητήριο αλλά και στην αίθουσα αυτή κάθε αυτή. Η Ήβη προσποιήθηκε ότι κρατούσε το στέρνο της πιάνοντας κρυφά ένα μικρό φιαλίδιο που είχε κρύψει στο στήθος της. Το είχε επικαλεστεί κρυφά από τον Νέστορα πριν έρθουν στην Σάρλοτ. Ήταν οξύ, το χρησιμοποιούσαν συχνά στο μάθημα των φίλτρων και έτσι είχε εφεδρικό στο σπίτι της. Αν ήταν τυχερή, θα κατέστρεφε την καρδιά της πριν οι Άβετορ προλάβουν να τη χρησιμοποιούν ως συστατικό στο φυλαχτό τους. Οι σουβλιές πόνου επιδεινώνονταν όλο και περισσότερο ενώ κρατούσε με δυσκολία τα βογκητά της, δεν ήθελε να δώσει την παραμικρή ευχαρίστηση σε κανέναν τους.
Κατά πάσα πιθανότητα σε λίγο θα πέθαινε, ίσως έπρεπε να δώσει περισσότερη έμφαση σε αυτό. Αλλά το μόνο πράγμα που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ο Χάρης. Το χαμόγελο του, η φωνή του... το άγγιγμα του. Κατά κάποιον τρόπο χαιρόταν που αυτό θα ήταν το τέλος. Τώρα δεν υπήρχε λόγος να παλέψει με τον εαυτό της, να νιώσει ένοχη για τα συναισθήματα της. Δεν είχε σημασία αν θα τον συγχωρούσε ή όχι. Οπότε παραδόθηκε σε αυτά. Και ήταν χαρούμενη γιατί θα ήταν το τελευταίο συναίσθημα που ήθελε να έχει. Αγάπη... Δεν είχε πει ποτέ της αυτή τη λέξη... Τι κρίμα.
«Ομολογώ ότι ξαφνιάζομαι.» ο Ναπολέων την απέσπασε από τον ειρμό των σκέψεων της. Το ύφος του τώρα είχε γίνει διερευνητικό. «Πώς το έμαθες;» η Ήβη δεν του απάντησε. Τον κοίταξε βλοσυρά και μετά εξερεύνησε το περιβάλλον γύρω της. «Πρέπει να είσαι πολύ έξυπνη... ή ταλαντούχα... Μα πώς;» το κορίτσι εξακολούθησε να τον αγνοεί. Αν μην τι άλλο, δεν πίστευε ότι μπορούσε να προφέρει τίποτα πέρα από επιφωνήματα πόνου. «ΑΠΑΝΤΗΣΕΜΟΥΟΤΑΝΣΟΥΜΙΛΑΩΠΟΥΝΑΠΑΡΕΙ!» δεν άντεχε τον πόνο... γύρισε το βλέμμα της στο πάτωμα στην προσπάθεια της να συγκεντρωθεί ενώ έγδαρε το μάρμαρο με τα νύχια της και τα αυτιά της βούιζαν.
Μια έντονη βαβούρα ζάλιζε το μυαλό της. Νόμιζε ότι ήταν μέσα στο κεφάλι της αλλά οι δύο άντρες μπροστά της έμοιαζαν ιδιαίτερα ανήσυχοι. Η Ήβη γύρισε για να εντοπίσει την εστία της αναστάτωσης και αυτό που είδε την ξάφνιασε.
Μια μεγάλη μαύρη αρκούδα είχε έρθει από το πουθενά για να κάτσει δίπλα της εμποδίζοντας έτσι τον οποιοδήποτε να πλησιάσει σε ακτίνα πέντε μέτρων από εκείνη. Γιατί όμως δεν της επιτίθονταν; Το δικό της δέρμα δεν ήταν αδιαπέραστο στα ξόρκια, θα μπορούσαν να τη σκοτώσουν και μετά να ξεφύγουν εύκολα από τον θυμό του ζώου. Μια γνώριμη φωνή έκανε την καρδιά της να κλοτσήσει από ελπίδα.
«Γεια σου Ναπολέων.» το χαμόγελο του πατέρα της έμοιαζε σχεδόν διαβολικό, αλλά δεν την τρόμαζε.
«Λουκά; Μα πως... Σε προστάζω να το σταματήσεις αυτό!» βρυχήθηκε ο Ναπολέων. Ο άρχοντας κοίταξε τον περίγυρο του για υποστήριξη. Αλλά κανένας δεν ξεπρόβαλε από το πλήθος, κανένας δεν προσπάθησε να τον βοηθήσει. Παρέμειναν θεατές σε μία παράσταση που παρακολουθούσαν με δέος.
«Λυπάμαι αλλά...όχι.» του απάντησε με ειρωνεία ο πατέρας της.
«Τί; Δεν είσαι σε θέση να με αψηφάς! Σε έχουν καταραστεί! Κάνε αυτό που σου λέω αμέσως!»
«Βλέπεις, το θέμα με την κατάρα είναι ότι πρέπει να υποβληθώ στο σκοτάδι. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να κάνω αυτό που θες εσύ. Αν κάποιος άλλος με βρει πριν από εσένα, δε θα μπορώ να σε βοηθήσω αν δεν τελειώσω με αυτό που μου ανατέθηκε. Δες το σα τηλεφωνική γραμμή...κατειλημμένη.» αυτή η σατανική απόλαυση πλημμύριζε τη φωνή του αλλά η Ήβη στάθηκε περισσότερο στο γεγονός ότι κάποιος είχε προδώσει τον Ναπολέων. Κάποιος είχε οργανώσει πραξικόπημα πίσω από την πλάτη του, δεν ήταν πλέον ο βασιλιάς τους… Είχε πάψει να είναι εδώ και πολύ καιρό.
«Ποιός τόλμησε...όχι.»
«Ας πούμε ότι κάποιοι πιστεύουν ότι πρέπει να αποσυρθείς.» συνέχισε ο Λουκάς.
Η Ήβη άκουσε έναν βρυχηθμό να βγαίνει από το στήθος του Νέστορα για να καταλάβει ότι ο άντρας που τη βασάνιζε πριν από λίγο προσπαθούσε να την προσεγγίσει στα ύπουλα. Στο άκουσμα του θυμωμένου θηρίου ο ηλικιωμένος πάγωσε στη θέση του.
Ένα ρίγος τη διαπέρασε και ένιωσε την επιθυμία να ψάξει για κάτι άγνωστο. Κοίταξε το παρατηρητήριο όπου είδε τον Χάρη και την Ηλέκτρα να κουβεντιάζουν ανέμελα. Ο πρώτος είχε στηρίξει το βάρος του στους αγκώνες του που ακουμπούσαν στο τοιχάκι του παρατηρητηρίου ενώ η δεύτερη ακουμπούσε με τη δεξιά της πλευρά μια κολώνα λίγο πιο δίπλα. Το αγόρι την κοίταξε απηυδισμένο με βλέμμα γεμάτο περιέργεια αναμεμιγμένο με ανακούφιση την ίδια στιγμή.
Η μουσούδα του Νέστορα που τρίφτηκε στο μάγουλο της την έκανε να τραβήξει τα μάτια της από εκείνον για να καθησυχάσει την ανήσυχη αρκούδα με ένα στοργικό βλέμμα και ένα χάδι.
«Είμαι καλά.» είπε ψέματα η κοπέλα.
Ο Λουκάς τυλίχτηκε σε μαύρη πυκνή σκιά και χάθηκε μέσα σε αυτήν. Βρήκε την πορεία του που είχε ως τελικό προορισμό τον Ναπολέων τον οποίο και σκέπασε σα σύννεφο. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που τον έκανε να ουρλιάζει. Η Ήβη όμως δεν μπορούσε να τον ακούει. Η αρκούδα σηκώθηκε τελικά από το πλευρό της και πήρε στο κατόπι τον ηλικιωμένο άντρα. Τον στρίμωξε σε μια γωνία αλλά η κοπέλα δεν ήθελε να δει ή να ακούσει ποτέ της ποια ήταν η μοίρα του, έτσι έστρεψε το κεφάλι της από την άλλη περιμένοντας για τα ουρλιαχτά να σταματήσουν. Προσπάθησε να μη σκέπτεται τον πόνο που συγκλόνιζε κάθε εκατοστό του σώματος της. Αλλά αυτό θα σήμαινε ότι έπρεπε να στρέψει την προσοχή της σε κάτι άλλο και τα πάντα της θύμιζαν την αποτυχία της. Κάτι που δεν ήθελε να σκεφτεί αυτή τη στιγμή.
Μόνο όταν η άκρη του ματιού της έπιασε το αναίσθητο σώμα του Ναπολέοντα και ένιωσε ένα απαλό χάδι στο μάγουλο της σήκωσε ξανά το βλέμμα. Ο Λουκάς είχε και πάλι την ανθρώπινη μορφή του και στεκόταν στο πλευρό της. Η Ήβη δεν μπορούσε να αποσαφηνίσει κανένα από τα συναισθήματα που πέρασαν από το πρόσωπο του γιατί όλα τους έφυγαν τόσο γρήγορα για να δώσουν τη θέση τους στην ανακούφιση.
«Είμαι καλά.» του απάντησε πριν προλάβει να ρωτήσει. «Ποιός…;» ήθελε να μάθει την ταυτότητα του καινούριου της εχθρού, του επόμενου άρχοντα, αλλά ο Λουκάς προέβλεψε την ερώτηση της.
«Οι Όλιβαρ... όχι δεν τους έπιασε ο πόνος για την μοίρα των παιδιών τους.» πρόλαβε την επόμενη ερώτηση της. «Εποφθαλμιούσαν τη θέση καιρό τώρα. Απλά άδραξαν της ευκαιρίας. Δεν αλλάζει τίποτα. Εξακολουθώ να είμαι ένα τέρας.» η φωνή του έτρεμε και έκρυψε το πρόσωπο του δίνοντας έτσι την ευκαιρία στην Ήβη να τον ξαφνιάσει αγκαλιάζοντας τον.
«Συγγνώμη... έπρεπε να είχα κάνει κάτι νωρίτερα αντί να σου γυρίσω την πλάτη. Δεν έπρεπε να συνεχίσω σα να μη συνέβαινε τίποτα.» έκλεγε και δεν έφταιγε μόνο ο φυσικός πόνος.
 Ο Λουκάς την τράβηξε μακριά από την αγκαλιά του για να μπορέσει να την κοιτάξει στα μάτια.
«Αυτό δεν είναι δικό σου λάθος! Με ακούς; Τί νομίζεις ότι θα γινόταν αν το μάθαινες νωρίτερα; Αυτά τα τέρατα θα σε είχ...» δεν κατάφερε να τελειώσει την φράση του.
«Γιατί δεν φεύγουμε από εδώ;» τον διέκοψε εκείνη. Δεν ήθελε να μιλήσει για συνέπειες, δεν ήθελε να μιλήσει για σχέδια. Ήθελε μόνο να φύγει. Πονούσε. «Μπορούμε να το συζητήσουμε κάπου αλλού. Σε ένα νοσοκομείο ας πούμε;»
«Το πόδι σου!» είπε τρομαγμένος ο Λουκάς. «Πώς μπόρεσα να το ξεχάσω;»
«Είναι εντάξει... απλά πονάει.» δεν μπορούσε πλέον να λέει ψέματα. Ο πόνος την είχε καταβάλει και κάτι τέτοιο δεν περνούσε απαρατήρητο.
Ο Λουκάς τη βοήθησε να σηκωθεί στηρίζοντας τη στο σώμα του βοηθώντας την έτσι να προχωρήσει. Όταν πέρασαν την πόρτα κάτι απρόσμενο τους περίμενε.
Η Βαλεντίνη και η Μαρία, έρχονταν από τη δεύτερη πόρτα του αριστερού διαδρόμου ενώ η Καίτη και η Άννα από την Πέμπτη (με δισταγμό μπροστά στο εξαγριωμένο βλέμμα της Μαρίας). Και οι δύο είχαν εμφανή τα σημάδια της μάχης πάνω τους. Και τώρα ο Χάρης έρχονταν από την τρίτη πόρτα στα δεξιά, μαζί του ήταν Γαβριήλ. Χαμόγελα επιτυχίας ήταν ζωγραφισμένα στα πρόσωπα όλων τους. Τέλος, η Ηλέκτρα βγήκε από την τέταρτη πόρτα του δεξιού διαδρόμου.
Όλοι μαζί σχημάτισαν ένα μεγάλο πηγάδι γύρω της. Τον κύκλο έσπασαν πρώτες η Βαλεντίνη και η Μαρία που έσπευσαν να την αγκαλιάσουν.
«Αοουυυ! Ααα!» ήταν η απάντηση της Ήβης στις ένθερμες εκδηλώσεις τους.
 «Το πόδι σου...» είπε τρομοκρατημένη η Βαλεντίνη.
«Είμαι εντάξει.» επανέλαβε για πολλοστή φορά. «Πώς βρεθήκατε όλοι εσείς εδώ;» τους ρώτησε σοκαρισμένη.
«Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση!» συνέχισε η Μαρία που κάρφωσε το βλέμμα της στην Άννα και την Καίτη.
«Μας πήρε τηλέφωνο ο Χάρης.» τα φόρτωσε στο αγόρι η Καίτη.
«Ναι, και την επόμενη φορά να δώσεις καλύτερες οδηγίες! Παραλίγο να χαθούμε!» τον κατηγόρησε η Άννα.
«Και σας είπε… τί; Ούτε καν που τον ξέρεται!» συνέχισε η Ήβη αναφερόμενη στο γεγονός ότι βρισκόντουσαν στο παρελθόν. Ένα παρελθόν όπου ο Χάρης δεν έχει σπουδάσει στο Obweiben και κατά συνέπεια, δεν έχει συναντήσει ποτέ του την Άννα και την Καίτη.
«Ναι αλλά θα τον μάθουμε.» είπε γεμάτη ενθουσιασμό η Καίτη κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι στον προαναφερόμενο που της χαμογέλασε ευγενικά. «Έπειτα ήξερε ότι τρώω τα αυγά μου με κέτσαπ, ότι η αγαπημένη μου σοκολάτα είναι με φουντούκι. Ότι η Ήβη χουζουρεύει τουλάχιστον δέκα λεπτά πριν σηκωθεί το πρωί... Και πολλά ακόμα που... θα του πω όταν γίνουμε φίλοι.»
«Ήταν πολύ σίγουρη για να μην την πιστέψω και ξέρεις πόσο αναποφάσιστη είναι!» της εξήγησε η Άννα.
«Ψεύτρα!» την κατηγόρησε η Καίτη.
«Καλά, πήραμε τηλέφωνο στο σπίτι σου και δεν το σήκωνε κανείς. Υποτίθεται ότι θα γιόρταζες τα γενέθλια σου οπότε... να ‘μαστε! Χρόνια πολλά παρεμπιπτόντως.» η Ήβη κοίταξε τον Γαβριήλ δίνοντας του να καταλάβει ότι είχε έρθει η δική του σειρά να δώσει εξηγήσεις.
«Με ειδοποίησε ο Χάρης.» τώρα όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στην Βαλεντίνη και τη Μαρία.
«Ο Λουκάς.» απάντησε η τελευταία ρίχνοντας του (μετά βίας) ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης.
Η Ήβη είχε λουστεί από κρύο ιδρώτα. Ένιωθε ευγνωμοσύνη για όλους όσους βρίσκονταν εκεί και είχε τόσα πολλά να τους ρωτήσει… αλλά δεν την κρατούσαν τα πόδια της. Κατέρρευσε την αμέσως επόμενη στιγμή.
***

«Η κοπέλα έχει πολλούς συμμάχους...» είπε η Μόλη Όλιβαρ στον άντρα της. Καθόταν σε ένα σπασμένο μπαούλο στο σπίτι της κόρης τους στη Νέα Ζίχνη και παρατηρούσε ανέκφραστα το χώρο. Ο Νίκος στεκόταν λίγα μέτρα πίσω της και ατένιζε τον ουρανό μπροστά από ένα σπασμένο παράθυρο.
«Είναι μόνο ένα μάτσο παιδαρέλια. Δεν χρειάζεται να ανησυχείς για αυτούς.» της απάντησε μετά από λίγο.
«Είναι και τα παιδιά σου ανάμεσα τους.» του θύμισε η γυναίκα ενώ κάποιας μορφής συναίσθημα διατάρασσε τη φωνή της.
«Τότε διάλεξαν το δρόμο τους. Περιμέναμε αιώνες για αυτό, δε θα μας επιτρέψω κανένα παραστράτημα. Ό, τι κι αν σημαίνει αυτό.» είπε ανέκφραστα ο άντρας. «Μας φέρθηκαν σα σκουλήκια. Μας ταπείνωναν, ξανά και ξανά επειδή μπορούσαν. Τέρμα! Είναι η σειρά μας να βγάλουμε τη φυλή μας από την αφάνεια. Και είμαστε κοντά.»
«Γι’ αυτό ακριβώς δεν πρέπει να βιαστούμε.» του τόνισε η ανακτώντας και πάλι το παγερό της προσωπείο.
«Σωστά... Το κορίτσι έχει πονηρευτεί. Θα είναι πιο δύσκολο. Ίσως μας φέρει εμπόδια.»
«Είναι εκνευριστικό το ότι τη χρειαζόμαστε.»
«Όλα θα βρουν το δρόμο τους αγάπη μου. Μην ανησυχείς... Το νερό θα μπει στο αυλάκι.»
«Και ο καθρέφτης; Δεν ξέρουμε που τον έστειλε.»
«Ωω ξέρουμε...»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου