Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 7


Η Ήβη ένιωσε πάλι τη γη κάτω από τα πόδια της και άνοιξε τα μάτια της. Βρισκόταν στο σαλόνι μιας έπαυλης. Η παρουσία του Νέστορα εκεί ήταν η αιτία που η Ήβη έπεσε στην αγκαλιά του Χάρη και τον φίλησε. Αιφνιδιασμένο το αγόρι, πήρε το λόγο.
«Είναι το σπίτι της αδελφής μου. Είμαστε στη Νέα Ζίχνη. Όμως θα έρθουν να σε ψάξουν εδώ όταν καταλάβουν ότι λείπεις γι’ αυτό δεν μπορούμε να μείνουμε περισσότερο από μια νύχτα.»
Την επόμενη όμως στιγμή μια κίτρινη λάμψη εμφανίστηκε από το πουθενά και μόλις εξασθένησε ο Γαβριήλ στεκόταν μπροστά τους. Ο Χάρης δεν πρόλαβε να αντιδράσει αλλά η Ήβη μπήκε μπροστά από την κατάρα που ο Γαβριήλ έριξε στο αγόρι της. Την εκσφενδόνισε στον απέναντι τοίχο ενώ παρέσυρε μαζί της ένα άσπρο τραπεζάκι.
«Μείνε μακριά της.» φώναξε ο Γαβριήλ όταν είδε τον Χάρη να τρέχει κοντά της. Ο άντρας, με αργά βήματα που είχαν σκοπό τον βοηθήσουν να επιστήσει την προσοχή του στο αγόρι, πήγε στο πλευρό της Ήβης.
«Ήβη; Με ακούς; Ήβη;» η φωνή του Γαβριήλ βγήκε ανήσυχη από τα χείλη του. Το κορίτσι σάλεψε λίγο στον ήχο της χροιάς του και έπειτα άνοιξε τα μάτια της.
«Γαβριήλ...» ανακάθισε και έκρυψε το πρόσωπο της στις χούφτες της προτού τον κοιτάξει κατάματα και... «Γαβριήλ… εγώ... Θέλω να πά...»
«Δεν υπάρχει περίπτωση.» τη διέκοψε ο ξάδερφος της έχοντας καταλάβει τι ήθελε να του πει.
«Δεν καταλαβαίνεις.» του αντιμίλησε εκείνη.
«Τί ακριβώς μου ζητάς να καταλάβω;» τη ρώτησε εξαγριωμένος. «Πώς... πώς μπορείς να φέρεσαι τόσο εγωιστικά και απερίσκεπτα; Έφυγες από τη σχολή! Ανταλλάζεις άτομα που θα έκαναν τα πάντα για εσένα με έναν άγνωστο;» άουτς… αυτό την είχε πονέσει.
«Όχι,» του απάντησε δειλά. «κάνεις λάθος. Δεν αντάλλαξα κανέναν και ο Χάρη δεν...»
«Αν δεν κάνω λάθος πριν από λίγο καιρό παραδέχτηκες και εσύ η ίδια πως δεν είναι άξιος εμπιστοσύνης;» τη διέκοψε ενώ απομακρυνόταν από κοντά της. Η Ήβη στάθηκε στα πόδια της και μιμήθηκε το παράδειγμα του φωνάζοντας.
«Δεν μπορώ να είμαι έτσι!» ξέσπασε. «Δεν μπορώ να σκέφτομαι τα πράγματα από δέκα μεριές και να μην ξέρω αν μπορώ να εμπιστευτώ αυτόν με τον οποίο μιλάω!» ο Χάρης και ο Νέστορας είχαν κάτσει πλάι πλάι και περίμεναν. Ο πρώτος κοιτούσε με ανεξιχνίαστο ύφος και ο δεύτερος έδειχνε να φοβάται τους υψηλούς τόνους και την παρουσία ενός παραπάνω ανθρώπου.
«Ναι, αλλά αυτό θα σε κρατήσει ζωντανή. Και εσένα και τους φίλους σου! Και μη μου πεις ότι δε νοιάζεσαι γι’ αυτούς!» στο άκουσμα αυτών των λέξεων, η κοπέλα βούρκωσε.
«Πώς μπόρεσες…; Πώς... πιστεύεις ότι...» προσπάθησε να βάλει τη λογική και το συναίσθημα της σε μία πρόταση, αλλά δεν τα κατάφερνε.
«Νομίζω πως αρκετά έκανες μέχρι τώρα.» επενέβη ο Χάρης. Ο Γαβριήλ τον κοίταξε με βλέμμα απεχθές όμως είχε συνειδητοποιήσει την απήχηση των λόγων του στην Ήβη.
«Συγγνώμη, το παράκανα. Δεν το εννοούσα έτσι.» απολογήθηκε ο άντρας.
«Νομίζω ότι πρέπει να φύγεις, μην ξεχνάς ότι είσαι ακόμη στο σπίτι μου.» επέμεινε ο Χάρης.
«Δε φεύγω αν δεν πάρω μαζί μου την Ήβη.» δήλωσε κατηγορηματικά εκείνος. Τώρα οι δυο τους την κοιτούσαν περιμένοντας για κάποια απάντηση στην ανείπωτη ερώτηση τους απάντηση. Όμως δεν μπορούσε να τη δώσει. Χρειαζόταν χρόνο, ένα προνόμιο που δεν είχε.
Από τη μια, ο Γαβριήλ είχε δίκαιο. Η απόφαση που είχε πάρει ήταν επιπόλαιη και δε θα μπορούσε να την οδηγήσει πουθενά από τη στιγμή που δεν είχε κάποιο σχέδιο για τα μελλούμενα. Όμως ο Χάρης θα έφευγε, πως θα μπορούσε να τον αφήσει να φύγει έτσι απλά; Άλλωστε, αυτή ήταν η ευκαιρία της Ήβης να πάρει τα ινία, να μπει στο παιχνίδι. Ένα παιχνίδι που δεν ήξερε τους κανόνες αλλά στο οποίο ήθελε να δώσει ένα τέλος. Και η ζωή του Χάρη με τους Άβετορ τον έκανε άξιο συμπαίχτη.
Ένιωθε πιεσμένη με την απρόσμενη τροπή των πραγμάτων. Ευχήθηκε ο χρόνος να μπορούσε να γυρίσει πίσω, όμως αυτό δεν γινόταν. Έτσι προσπάθησε να αδειάσει το μυαλό της. Έπρεπε να πάρει μία απόφαση και δεν μπορούσε να το κάνει όσο βρισκόταν σε σύγχυση. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε τον πατέρα της, εκείνος θα ήξερε τι να κάνει. Πάντα ήξερε...
Και τότε ένιωσε μια αφόρητη ζέστη ενώ την τύλιγε παγωνιά. Δεν κράτησε παρά μόνο για λίγα δευτερόλεπτα αλλά η αίσθηση ότι την απογύμνωναν από το σκελετό της ενώ της έπαιρναν το πνεύμα της μακριά, χάραξε αυτή τη στιγμή ανεξίτηλα στη μνήμη της.
Όταν συνήλθε βρισκόταν ξαπλωμένη στο δωμάτιο της στη Δράμακαι φορούσε τις πιτζάμες της. Ο χώρος ήταν ακριβώς όπως τον είχε αφήσει το προηγούμενο σαββατοκύριακο, όταν είχε επιστρέψει εκεί με τη γιαγιά της.
Ένα μονό κρεβάτι, με την πλευρά του προσκέφαλου να ακουμπά τον νότιο τοίχο, βρισκόταν κάτω από το ανοιχτό παράθυρο ενώ ένα μεγάλο παλιό μπαούλο αποτελούσε τη συνέχεια του στην αντίθετη πλευρά. Στα αριστερά της βρισκόταν ένα κομοδίνο και λίγο πιο πέρα, ένα μεγάλο γραφείο φορτωμένο με βιβλία. Απέναντι από αυτό και σε επαφή με τον δυτικό τοίχο δίπλα από την εξώπορτα, ήταν μια ντουλάπα από ξύλο τριανταφυλλιάς. Στη δεξιά πλευρά του κρεβατιού ήταν μία συρταριέρα με έναν ορθογώνιο καθρέφτη πάνω σε αυτήν ενώ ένα στρογγυλό τραπέζι με σιδερένιο σκελετό και γυάλινη επιφάνεια διεκδικούσε το κεντρικό σημείο του δωματίου.
Εκείνος ο χτύπος στην πόρτα της στέρησε το χρόνο που χρειαζόταν για να συνειδητοποιήσει τι είχε μόλις συμβεί. Ο Λουκάς μπήκε στο δωμάτιο φορώντας το πιο όμορφο χαμόγελο του, αυτό που η Ήβη έβλεπε φευγαλέα κάθε νύχτα προτού κοιμηθεί. Όμως αυτή η συνήθεια άνηκε στη φαντασία της, είχε να δει τον Λούκα για πάρα πολύ καιρό και πολλά είχαν προηγηθεί από τότε. Πετάχτηκε από το κρεβάτι της και κόλλησε στον πλησιέστερο τοίχο ψάχνοντας στις τσέπες για το ραβδί της.
«Καλημέρα, αν και βλέπω πως δεν ξεκίνησε και τόσο καλά για εσένα. Εφιάλτης;» ο γλυκός τόνος στη φωνή του άντρα την έκανε να ανατριχιάσει. Ο πατέρας της μείωνε με κάθε του βήμα την απόσταση ανάμεσα τους και εξακολουθούσε να της χαμογελάει.
Η Ήβη θυμόταν αυτή τη συζήτηση… την είχε κάνει ξανά. Στο ίδιο δωμάτιο, με το ίδιο πρόσωπο και μετά από μια γρήγορη ματιά στο ημερολόγιο που ήταν κρεμασμένο δίπλα από την πόρτα, την ίδια μέρα. Τη μέρα των γενεθλίων της… δύο χρόνια πριν. Τότε δεν ήξερε τι να απαντήσει, δε θυμόταν τι όνειρο είχε δει. Αλλά τώρα όχι μόνο θυμόταν αλλά ήξερε πολύ καλά ότι δεν ήταν όνειρο. Είχε γυρίσει πίσω στο παρελθόν. Κάτι που σήμαινε ότι η μητέρα της δεν είχε δολοφονηθεί και... ο Μάρκο ζούσε.
«Εεε... όχι.» ψέλλισε η Ήβη.
Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ότι η Βαλεντίνη βρισκόταν στο σούπερ μάρκετ και… το κορίτσι δεν περίμενε για κάποια απάντηση. Έφυγε τρέχοντας για το διπλανό σπίτι όπου ο Μάρκος ετοιμαζόταν για το σχολείο. Η σχολή της Ήβης γιόρταζε την επέτειο από το θάνατο μίας μάγισσας που πέθανε στην πυρά την εποχή του δέκατου έβδομου αιώνα. Είχε θυσιαστεί για να προστατεύσει το μυστικό της ύπαρξης μιας κοινότητας μάγων και η Σίλβια είχε αποφασίσει πως ο καλύτερος τρόπος για να την τιμήσουν εκείνη την χρονιά θα ήταν να κηρύξουν την ημέρα ως αργία και όχι να διεξάγουν την καθιερωμένη γιορτή.
Χτύπησε τρείς φορές την πόρτα του γειτονικού σπιτιού. Η μητέρα του Μάρκου, μια μικρού αναστήματος κοκκινομάλλα κυρία που σου θύμιζε κάτι από γάτα, άνοιξε την πόρτα.
«Καλημέρα κυρία Αντωνία!» για ακόμα μια φορά, η Ήβη δεν περίμενε. Πήγε τρέχοντας στο δωμάτιο του Μάρκου στον όροφο και άνοιξε την πόρτα χωρίς να χτυπήσει.
Ο χώρος δεν είχε πολλά πράγματα, μονάχα ένα ημίδιπλο κρεβάτι η άκρη του οποίου εφαπτόταν στον ανατολικό τοίχο και βρισκόταν μισό περίπου μέτρο μακριά από την πόρτα. Στα δεξιά, υπήρχε ένα μικρό γραφείο. Δεν ήταν όπως τα συνηθισμένα δωμάτια εφήβων με τους τοίχους γεμάτους αφίσες και η Ήβη ήξερε ότι αυτό οφειλόταν στη μητέρα του. Τέλος, μια μεγάλη ντουλάπα βρισκόταν στα δεξιά της πόρτας και τρία πουφ ήταν τυχαία πεταμένα στο πάτωμα μαζί με άπλυτα ρούχα και παπούτσια.
 Εκείνη τη στιγμή, το αγόρι άλλαζε την μπλούζα του. Ξαφνιασμένος, σταμάτησε και βάλθηκε να κοιτάξει την Ήβη προτού εκείνη του αραδιάσει ένα πλατύ χαμόγελο και πηδήσει στην αγκαλιά του απ’ όπου και τύλιξε τα πόδια της γύρω από τη μέση του.
Έμειναν σε αυτήν τη θέση για λίγα λεπτά αλλά μετά ο Μάρκος αναζήτησε το πρόσωπο της και όταν το βρήκε η Ήβη τον φίλησε. Το κορίτσι δεν ήξερε το λόγο γι’ αυτήν της την παρόρμηση και μετάνιωσε την επόμενη κιόλας στιγμή. Όμως εκείνος ανταποκρίθηκε. Στο παρελθόν είχε φοβηθεί πολλές φορές ότι η φιλία τους μπορεί να έφτανε σε αυτό το σημείο, όμως τώρα το είχε προκαλέσει η ίδια.
Η Ήβη ακούμπησε ξανά με τα πόδια της το πάτωμα και τραβήχτηκε πριν ο Μάρκος προλάβει να καταλάβει πολλά. Κάλυψε το στόμα της με το χέρι της. Απέναντι από την πόρτα του δωματίου βρισκόταν ένα παράθυρο. Δεν είχε κουρτίνα και κοιτούσε στο δρόμο. Η Ήβη είδε τον Χάρη να στέκετε με τον Νέστορα (που είχε φορέσει τώρα ένα γυναικείο παντελόνι για να κρύψει τα ζωώδη του πόδια) στην άκρη του πεζοδρομίου. Κρίνοντας από το ύφος του Χάρη, το αγόρι είχε παρακολουθήσει όλη τη σκηνή και έκρινε πως δεν είχε μείνει τίποτα άλλο για να δει.
Έκανε μεταβολή και έφυγε. Ο Νέστορας έδειχνε να διστάζει για μια στιγμή αλλά μετά τον ακολούθησε. Ίσως πίστευε ότι θα ήταν πιο φρόνιμο να μη μένει μόνος του ούτε λεπτό, κάτι τέτοιο άλλωστε θα τραβούσε προσοχή επάνω του.
***

Η Άννα καθόταν στο περβάζι του παραθύρου στο δωμάτιο της, περίμενε από στιγμή σε στιγμή να φανεί ο Γαβριήλ με την Ήβη. Δεν είχε πει τίποτα στην Καίτη. Φοβόταν πως αν το ξεστόμιζε θα γινόταν ακόμα πιο πραγματικό. Φοβόταν ότι οι λέξεις θα έδιναν σάρκα και οστά σε αυτόν τον εφιάλτη. Μα πως μπόρεσε να τις αφήσει; Χωρίς ούτε μια ένδειξη για το που θα πήγαινε, τι θα έκανε. Πόσο μάλλον τι θα έπρεπε να κάνουν εκείνες τώρα. Μήπως η Ήβη πίστεψε ότι δε θα ήθελαν να τη βοηθήσουν; Ήταν δικός τους το λάθος;
Ο Γαβριήλ την είχε προστάξει (κάτι που δεν της άρεσε καθόλου) να πάει στο δωμάτιο της και να μην πει κουβέντα σε κανένα. Αλλά ξαφνικά, αυτό του το σχέδιο δεν της άρεσε καθόλου.
Η Καίτη μπήκε ορμώμενη στο δωμάτιο κάνοντας την κοπέλα ν’ αναπηδήσει.
«Τί έπαθες εσύ;» τη ρώτησε αδιάφορα.
«Σαν τί να πάθω δηλαδή;» της απάντησε ένοχα.
«Γιατί είσαι τόσο τσιτωμένη;»
«Δεν... δεν έχω τίποτα, απλά ανησυχώ για την Ήβη. Με την όλη ιστορία δηλαδή. Τί λες να γίνει;»
«Δεν έχω ιδέα,» είπε η Καίτη επιστρατεύοντας λίγο περισσότερο από το ενδιαφέρον της. «και εγώ το σκέφτομαι συνέχεια. Μήπως είδες τον Χάρη; Σήμερα το πρωί ήθελε να μου μιλήσει αλλά θα ειδοποιούσε πρώτα την Ήβη. Δεν τον ξαναείδα από τότε όμως… ούτε την Ήβη τώρα που το σκέφτομαι. Περίεργο.»
«Που να ξέρω εγώ, εε... ίσως να… κάνουν κανένα φροντιστήριο πάλι. Της μαθαίνει μαύρη μαγεία σωστά;»
«Τι τυχερή!» είπε η Καίτη με ονειροπόλο ύφος. «Θα σκότωνα για να μάθω έστω και τα μισά από αυτά που μαθαίνει. Όχι ότι θα ήθελα να είμαι στη θέση της... ούτε θα σκότωνα στα αλήθεια δηλαδή. Τρόπος του λέγειν... Χέϊ σου μιλάω!» πρόσθεσε ενοχλημένη όταν συνειδητοποίησε ότι η προσοχή της Άννας δεν ήταν σε εκείνη. Δεν της άρεσε να μην την προσέχουν ενώ μιλούσε.
«Εε; Συγγνώμη δε σε άκουγα, τί είπες;»
«Μη μου πεις ότι σκέφτεσαι πάλι τον Γαβριήλ. Δε βαρέθηκες να υποφέρεις εξ’ αιτίας του;» τη ρώτησε απηυδισμένη.
«Όχι.» της απάντησε πληγωμένη η Άννα.
«Ε, τότε καλά να πάθεις που πήγες και τον ερωτεύτηκες!» την κατηγόρησε η Καίτη.
«Ο Χάρης και η Ήβη έφυγαν.» δεν άντεχε να σηκώνει άλλο αυτό το βάρος μόνη της. Και δεν ήθελε να συνεχίσουν τη συζήτηση πάνω στα προσωπικά της. Στο κάτω κάτω, ήταν και εκείνη φίλη της Ήβης, θα έπρεπε να αναλάβει και τις ευθύνες της.
«ΤΙ; Πότε; Πού; Πώς; Γιατί;» η Καίτη είχε ανοίξει πρωτύτερα μία σοκολάτα, μία από αυτές που φυλούσε στο συρτάρι του κομοδίνου της. Της έπεσε από τα χέρια και προσγειώθηκε στο πάτωμα καθώς το κορίτσι τινάχτηκε από το κρεβάτι όπου και καθόταν πριν από λίγο.
«Δεν ξέρω.» αυτό ήταν, η Άννα ξέσπασε σε κλάματα. «Πήγα στο γραφείο του Γαβριήλ να βρω την Ήβη, αλλά μετά εκείνος χλόμιασε και άρχισε να τρέχει. Τον πήρα από πίσω. Μου φώναζε να φύγω, να γυρίσω στον κοιτώνα μου, αλλά δεν τον άκουσα. Βγήκαμε έξω από το κάστρο. Μετά από λίγο βρήκαμε ένα ανοιγμένο μπαούλο με μερικά ρούχα του Χάρη. Έγινε έξω φρενών, δεν τον έχω ξαναδεί έτσι. Μετά εξαϋλώθηκε και... δεν ξέρω τι γίνετε. Λείπουν πολύ ώρα.» δεν ήξερε αν οι σκέψεις της ειπώθηκαν σε μία κατανοητή για την Καίτη σειρά, αλλά δεν την ενδιέφερε. Τα είχε βγάλει από μέσα της και ένιωθε κιόλας καλύτερα.
«Τί... μα... και εμείς τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουμε τώρα;» η Καίτη βημάτιζε ανήσυχα. Έπειτα άνοιξε το συρτάρι από το κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι της και πήρε μία ακόμα σοκολάτα την οποία και καταβρόχθισε σε λιγότερο από λίγα δεύτερα.
«Δεν ξέρω! Δε μου είπε τίποτα. Σε κανέναν μας δεν είπε. Απλά… έφυγε.» είπε απεγνωσμένη η Άννα. «Ίσως… ίσως να έγινε κάτι. Κάτι που δεν προλάβαινε να μας πει.» τη δικαιολόγησε.
«Το ξέρει η Μαρία;» ρώτησε η Καίτη ξαφνικά τρομαγμένη από αυτήν της τη σκέψη.
«Δε νομ...» όμως η Άννα βιάστηκε να μιλήσει αφού εκείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε με ένα τρίξιμο και μέσα στο δωμάτιο μπήκε η Μαρία.
Οι δύο φίλες έμειναν στήλη άλατος.
«Καλησπέρα.» πήρε πρώτη το λόγο η Καίτη.
«Μην μπαίνεις στον κόπο Καίτη, τα άκουσα όλα.» ο τόνος της ήταν κοφτός, σχεδόν απειλητικός και έκανε τα δύο κορίτσια να σκεβρώσουν
«Γιατί αν κρυφακούμε εμείς είναι τόσο σοβαρό παράπτωμα αλλά οι μεγάλοι μπορούν να το κάνουν άφοβα;» συνέχισε λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου αργότερα το κορίτσι. Η φωνή της είχε υιοθετήσει μία προσποιητή εφορία για να λιώσει τον πάγο που μπήκε ανάμεσα τους. «Καλά σκάω.» πρόσθεσε μόλις αντάλλαξε βλέμματα με την Μαρία η οποία προσγειώθηκε στο κρεβάτι της συντετριμμένη.
***

Ο Ναπολέοντας καθόταν στην ίδια έρημη αίθουσα και μιλούσε γι’ ακόμη μια φορά με τον ίδιο κακομούτσουνο υπηρέτη.
«Τί εννοείς εξαφανίστηκαν;» η ένταση στη φωνή του αφέντη του έκανε τον άντρα να μαζέψει σα σκυλί που ο κύριος του σκόπευε να το χτυπήσει.
«Δ... δε ξέρω αφέντη μου. Ήμασταν στη Νέα Ζίχνη, στο σπίτι της Ηλέκτρας και περιμέναμε το γιο του. Και όντως ήρθε, αλλά δεν ήταν μόνος του. Το κορίτσι και ένα ξωτικό ήταν μαζί του και μετά από λίγο ήρθε και εκείνος από το υπουργείο… που ο γνωστός της Θάλειας. Και μάλωναν. Όταν σταμάτησαν ο Νίκος προχώρησε μπροστά για να στριμώξει το κορίτσι αλλά μια λάμψη μας τύφλωσε. Όταν άνοιξα πάλι τα μάτια μου είχαν χαθεί όλοι τους.
«Ώστε δεν είναι και τόσο άχρηστη.» μονολόγησε ο Ναπολέοντας. «Κατάφερε να ανοίξει μια πύλη… που πήγες; Κατάρα!» χτύπησε το χέρι του στο χερούλι του θρόνου τόσο δυνατά που ο υπήκοος του αναπήδησε από το φόβο του. «Αυτό μπορεί να μου χαλάσει όλα τα σχέδια. Τί γίνεται με τον καθρέφτη;» απαίτησε να μάθει εξαγριωμένος.
«Επισκευάστηκε,» βιάστηκε να απαντήσει ο υπηρέτης του. «βρίσκεται στο σημείο ένωσης. Βρήκαμε ότι χρειαζόμασταν για να κατασκευάσουμε το φυλαχτό… όμως δεν έχουμε τίποτα για το χάρτη. Ίσως τελικά χρειαστούμε το κορίτσι να κάνει τη δουλειά για εμάς.» συμπλήρωσε δειλά.
«Πρέπει όμως πρώτα να το βρούμε, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε ειρωνικά.
«Μάλιστα αφέντη μου.» ο άντρας έκανε μια βαθιά υπόκλιση και έφυγε σχεδόν τρέχοντας.
Ο Ναπολέων κατέβηκε από το βάθρο στο οποίο στεκόταν ο θρόνος του και προχώρησε προς την κατεύθυνση που χάραξε ο υπηρέτης του. Λίγα βήματα αργότερα, έστριψε δεξιά μπαίνοντας σε μία από τις πόρτες στην πλευρά του νοητού διαδρόμου που σχημάτιζαν οι κολώνες που στήριζαν το εσωτερικό μπαλκόνι με τον τοίχο. Ένας μικρός διάδρομος λάμβανε το τέλος του από τον τοίχο που υψωνόταν τώρα μπροστά από τον Ναπολέων. Ο άντρας ωστόσο προχώρησε απτόητος καθώς έβγαζε το ραβδί του και τον σημάδευε. Η πέτρινη πόρτα άνοιξε αποκαλύπτοντας μια σκοτεινή αίθουσα με μοναδικό της φωτισμό πέντε δάδες.
Ήταν τα μπουντρούμια.
Οι τοίχοι θύμιζαν σπήλαιο και σιδεριές χώριζαν το ένα κελί από το άλλο ενώ για όσους δεν ήταν εσώκλειστοι, υπήρχε μόνο ένας διάδρομος στον οποίο μπορούσαν να βαδίσουν. Το βάθος της αίθουσας ήταν μεγάλο αλλά ο Ναπολέων δεν προχώρησε πολύ. Σταμάτησε στο δεύτερο κελί. Εκεί βρισκόταν αλυσοδεμένος ένας ημίγυμνος άντρας. Η σάρκα του είχε χάσει τη συνέχεια της από τα μαστιγώματα, τα ίχνη των οποίων είχαν μείνει ανεξίτηλα πάνω στο σώμα του Λουκά.
«Εσείς οι φύλακες νομίζεται ότι είστε ανίκητοι.» είπε ο Ναπολέων με φθόνο. «…Ότι κανείς δεν μπορεί να σας σταματήσει.» ο Λουκάς σάλεψε στο άκουσμα της φωνής του αλλά δεν έκανε τίποτα πέρα από αυτό. «Έχεις ακούσει ποτέ εκείνο το παιδικό παραμύθι;» συνέχισε ο άντρας. «Εκείνο με τον καθρέφτη. Τα παιδάκια στεκόντουσαν μπροστά του και αυτός τα μετέφερε όπου ήθελαν. Μερικά από αυτά έκαναν μήνες ολόκληρους να επιστρέψουν, άλλα δεν επέστρεψαν ποτέ και όσα τα κατάφερναν πέθαναν μετά από λίγο. Οι γονείς των παιδιών τελικά τον κατέστρεψαν, σκόρπισαν τα κομμάτια του σε κάθε πλευρά της γης. Αιώνες ολόκληρους οι πρόγονοι μου και εγώ ψάχναμε για τα κομμάτια αυτά. Μέχρι σήμερα. Ω ναι, είναι αλήθεια.» είπε όταν είδε την έκφραση στο πρόσωπο του Λουκά. «Μετά από τόσο καιρό κατάφερα να τον επισκευάσω. Αλλά μην ανησυχείς, δεν σκοπεύω να αφήνω τα παιδάκια να παίζουν με αυτόν.» το γέλιο του έκανε τον Λούκα να ανατριχιάσει. «Και ξέρεις ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα από αυτό το παραμύθι; Ότι δεν πρέπει να ταξιδεύεις σε παράλληλους κόσμους χωρίς τον κατάλληλο εξοπλισμό. Ξέρεις, δεν έχω ιδέα γιατί ή πως φτιάχτηκε αυτός ο καθρέφτης, αλλά ένα είναι σίγουρο. Δεν μπορούσες να ταξιδέψεις για πάνω από λίγα μόλις λεπτά μαζί του γιατί απομακρυνόσουν ολοένα και περισσότερο από την ψυχή σου. Αλλά η μαγεία δεν μένει στάσιμη για πολύ. Είναι όπως η τεχνολογία για τους θνητούς. Εξελίσσετε συνέχεια.
»Ένας φύλακας δε θα αντιμετώπιζε το ίδιο πρόβλημα. Αν φυσικά κατάφερνε να περάσει από τη δοκιμασία, σωστά; Θα αναρωτιέσαι τι ακριβώς θέλω από εσένα τόση ώρα που φλυαρώ... Είναι απλό, την καρδιά σου.» η φωνή του Ναπολέων είχε γίνει ρηχή και ανατριχιαστική. Ο Λουκάς, με όση δύναμη του είχε απομείνει, προσπαθούσε να σπάσει τις αλυσίδες που τον συγκρατούσαν.
Αλλά μάταια.
Ο φόβος του για τα επερχόμενα στράγγισε το λιγοστό χρώμα που είχε μείνει στο πρόσωπο του.
«Ίσως έχεις ακουστά για το φυλαχτό της εφτάδας. Νομίζω μάλιστα ότι ο προκάτοχος σου είχε βάλει την καρδιά του για να φτιαχτεί… κυριολεκτικά. Δε λατρεύεις τις παραδώσεις; Μπορεί να τη συνεχίσει και η κόρη σου. Αλήθεια, είχες την ευκαιρία να πεις στη γυναίκα σου πόσο χρονών είσαι πραγματικά;» ο Λουκάς σηκώθηκε με μια απότομη κίνηση. Με μόνο του όπλο το θυμό, είχε καταφέρει να σπάσει μια από τις αλυσίδες που τον κράταγαν. Αλλά δεν κατάφερε τίποτα. «Σε προστάζω...» στο άκουσμα αυτής της λέξης ο Λουκάς μεταμορφώθηκε σε μία άψυχη μαριονέτα. «…να μου δώσεις την καρδιά σου.» ο τόνος του δεν ήταν πλέον χαρμόσυνος αλλά σοβαρός. Με μια κίνηση του ραβδιού του ο Ναπολέων έλυσε τις αλυσίδες του κρατούμενου ενώ με το άλλο του χέρι έβγαλε από τη ζώνη του ένα μαχαίρι με σκούρα πράσινη χειρολαβή και το πέταξε μπροστά στα πόδι του Λουκά. Ο άντρας απέναντι του το πήρε και το κατεύθυνε στο στήθος του…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου