Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 8


«Όχι ότι παραπονιέμαι, αλλά τί σε έπιασε;» ο Μάρκος ήταν ο πρώτος που πήρε το λόγο μετά την ξαφνική παρόρμηση της Ήβης. Εκείνη όμως είχε το βλέμμα της ακόμα κολλημένο στο παράθυρο από όπου είχε μόλις πριν από λίγο δει τον Χάρη να φεύγει.
Τα είχε κάνει όλα μαντάρα. Θα έπρεπε να είναι στο σπίτι της, με τον πατέρα της. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να τη βοηθήσει, να της εξηγήσει τι γινόταν. Αντί αυτού μπέρδευε τα πράγματα ακόμη περισσότερο.
«Πρέπει να φύγω.» του απάντησε. Η απόφαση της όμως δεν ήταν δεκτή και από τον Μάρκο. Το αγόρι τη σταμάτησε κρατώντας την από το μπράτσο εμποδίζοντας την έτσι να φύγει.
«Έτσι απλά;» τη ρώτησε ξαφνιασμένος.
«Αν μείνω, πρέπει να σου εξηγήσω και δεν μπορώ τώρα… αλλά ούτε εσύ θα καταλάβαινες.»
«Γιατί δεν προσπαθείς;» την παρότρυνε. «Δεν είμαι χαζός.»
Μισή ώρα αργότερα η Ήβη γύρισε στο σπίτι της. Η Βαλεντίνη και ο Λουκάς την περίμεναν ανήσυχοι στην πόρτα. Όσο για τον Μάρκο, το πιο πιθανό ήταν να χάσει την πρώτη ώρα. Τον είχε αφήσει στο δωμάτιο του στήλη άλατος. Του είχε πει όλα όσα σχετιζόταν με την απρόσμενη επίσκεψη της, όλα όσα είχαν συμβεί τα τελευταία δύο χρόνια μετά από τη μέρα την οποία ζούσανε και είχε φροντίσει να φύγει πριν συνέλθει από το σοκ.
Είχε πολλά πράγματα να μάθει και πολλά να διορθώσει.
«Μα καλά, που ήσουν τόση ώρα;» τη ρώτησε ανήσυχη η Βαλεντίνη. «Τί σε έπιασε και έφυγες έτσι;» η απάντηση Ήβης ήρθε σα μία σφιχτή αγκαλιά προς τη μητέρα της. Εκείνη της ανταπέδωσε με ένα απαλό χάδι. «Υπάρχει κάτι που θες να μου πεις αγγελουδάκι μου;» αυτή της η φράση θύμισε στην Ήβη κάτι που είχε ξεχάσει. Την άφησε από την αγκαλιά της και στράφηκε στον πατέρα της.
«Θέλω να μου πεις ότι πρέπει να ξέρω για τους φύλακες.» αυτή η δήλωση τρόμαξε την Βαλεντίνη, όχι όμως και τον Λούκα που έδειχνε να την περιμένει. Εκείνη τη στιγμή κατέβηκε από τον όροφο η Μαρία, κρατούσε μια ντουζίνα χαρτιά και τα γυαλιά της είχαν μπλεχτεί στα μαλλιά. Ήταν στο γραφείο του δωματίου της διορθώνοντας μερικά τεστ που είχε βάλει στους πρωτοετής λίγες μέρες πριν.
«Μα καλά γιατί είστε όλοι μαζεμένοι εδώ;» τους ρώτησε παραξενευμένη. «Χρονιά πολλά αγάπη μου.» είπε στην Ήβη καθώς πλησίαζε. Έδωσε μια ζεστή αγκαλιά στην εγγονή της και έβαλε διακριτικά κάτι στην τσέπη. Ήταν ένα λευκό και χρυσό πλέγμα δακτυλιδιών διακοσμημένο περίτεχνα με μικρά ρουμπίνια. Η Ήβη το είχε βάλει καιρό στο μάτι -κάτι που είχε υποπέσει στην αντίληψης της Μαρίας.
«Ευχαριστώ πολύ γιαγιά.» το κορίτσι άφησε ένα αχνό χαμόγελο και έπειτα παρέδωσε τη σκυτάλη στον Λούκα.
«Λέγαμε να πάμε μια βόλτα με την Ήβη,» είπε ο άντρας. «είναι υπέροχη μέρα, δε βρίσκεις;» ρώτησε την Μαρία. Και αν η Ήβη δεν ήξερε την αλήθεια, θα μπορούσε να αποτελεί ακόμα ένα θύμα της πειθούς του. Αλλά ξέχασε… υπήρξε αρκετές φορές στο παρελθόν. Η Βαλεντίνη κατάφερε να κρύψει την ανησυχία της από την Μαρία αλλά όχικαι από την Ήβη. Το κορίτσι όμως δεν είχε χρόνο για λόγια παρηγοριάς, ειδικά από τη στιγμή που τίποτα δεν επρόκειτο να πάει καλά. Έπρεπε να πάρει κάποιες απαντήσεις.
«Α, καλά. Αλλά μην αργήσετε. Έχετε και εσείς μερίδιο στις δουλειές.» είπε η Μαρία κουνώντας τους το δάκτυλο της.
«Ναι γιαγιά.» είπε το κορίτσι. Της ξέφυγε ένα χαμόγελο αλλά όταν εκείνη και ο Λουκάς έκλεισαν την πόρτα πίσω τους δεν επέτρεψε στον εαυτό της άλλες παρεκκλίσεις.

«Μήπως θα έπρεπε να γυρίσουμε πίσω;» ρώτησε δειλά ο Νέστορας. «Γιατί την αφήσαμε μόνη της; Δε θα έπρεπε. Έκανες τόση φασαρία για να την κλέψεις.»
«Δεν την έκλεψα, εντάξει;» του φώναξε ο Χάρης. «Εκείνη μου το ζήτησε! Έχω βγει ο κακός της ιστορίας και γιατί; Γιατί επειδή είναι ποιό εύκολο;»
«Εγώ απλώς λέω ότι δε θα έπρεπε να είχαμε χωριστεί.» ο Νέστορας και ο Χάρης είχαν σταματήσει σε ένα μικρό καφέ λίγα τετράγωνα πιο κάτω από το σπίτι του Μάρκου. Έπρεπε να σκεφτούν την επόμενη τους κίνηση και να εκμεταλλευτούν το προνόμιο του χρόνου που τους είχε δοθεί.
«Απλώς εξοικονομούμε χρόνο. Εκείνη θα μιλήσει με τον πατέρα της και εμείς θα βρούμε την αδελφή μου.» του εξήγησε χαλιναγωγώντας τον τόνο της φωνής του.
«Δε θα έπρεπε να είχαμε συνεννοηθεί πρώτα γι’ αυτό;» οι ενδοιασμοί του μικρού ξωτικού ήταν εμφανής αλλά ο Χάρης επέλεξε να τους αγνοήσει.
«Αν θες να γυρίσεις πίσω δε θα σε εμποδίσω.» του απάντησε αδιάφορα.
«Καλά… θα βρούμε την αδελφή σου.» υπέκυψε. Δε θα ρίσκαρε με τίποτα να μείνει μόνος του. «Πού είναι;»
«Λογικά στο σπίτι της, εκεί που ήμασταν πριν έρθουμε εδώ. Αν όλα πάνε καλά, θα είναι ακόμα ζωντανή.» μουρμούρισε το αγόρι.
«Τί; Μα δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Θα αλλάξεις το παρόν, δηλαδή το μέλλον. Αν είναι νεκρή… έτσι πρέπει να μείνει.»
«Δε με ενδιαφέρει.» ο τόνος στην φωνή του δήλωνε την έλλειψη κάθε είδους ενδοιασμού.
«Μα μια άλλη ζωή θα πρέπει να θυσιαστεί για αυτήν που θα σώσεις.» συνέχισε το ξωτικό συγχυσμένο.
«Αφού είμαι ήδη ο κακός σε αυτήν την ιστορία, ας κάνω και μια φορά κάτι ανάλογο.» του απάντησε υιοθετώντας το ανάλογο ύφος.
«Μα μπορεί να μην μπορέσουμε να γυρίσουμε πίσω μετά. Οι δυνάμεις της Ήβη δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμα.» ο Νέστορας συνέχισε να διαφωνεί αλλά είχε χάσει κάτι από την πυγμή του.
«Μας έφερε στο παρελθόν! Εμένα μου μοιάζουν αρκετά εξελιγμένες. Ακόμα όμως και να μην μπορέσει να μας φέρει πίσω, τί έγινε;»
«Βασικά θα υπάρχουν δύο Χάρη και δύο Νέστορες. Εφόσον η Ήβη είναι η φύλακας, θα είναι η μόνη που παραμένει στο σώμα της. Αυτό θα είναι μεγάλη αναταραχή για το χωροχρόνο. Μπορεί να συμβούν πολύ άσχημα πράγματα. Ακόμα και πόλεμος… ολέθριος πόλεμος. Ή χειρότερα, να καταστραφεί κάποια από τις άλλες πύλες.» του ξήγησε με ύφος ανάλογο ενός δασκάλου.
«Έχω ήδη πάρει την απόφαση μου και δεν υπάρχει τίποτα που μπορείς να κάνεις για να το αλλάξεις αυτό.» δήλωσε το αγόρι αποφασισμένο.
«Ώστε αυτό ήθελες από την αρχή από εκείνη;» συμπέρανε προσβεβλημένος. «Να σε φέρει εδώ; Πώς το ήξερες ότι θα τα καταφέρει;» ο Χάρης όμως δεν του απάντησε. Τον κοίταξε με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα και πρόσθεσε:
«Αν δε θες να κάνουν το κουφάρι σου διακοσμητικό για τοίχο, θα σου συνιστούσα να μην τραβήξεις την προσοχή.»
«Και με αυτό φυσικά θα εννοείς να μην κάνω τίποτα για να σε σταματήσω.»
«Ακριβώς.»

 Ο Λουκάς και η Ήβη έκαναν μία βόλτα στο τετράγωνο, κάτι με το οποίο η δεύτερη δεν ένιωθε ιδιαίτερα άνετα. Αλλά αυτό ήταν κάτι πάνω στο οποίο έπρεπε να δουλέψει. Άλλωστε εκείνος ο άντρας δεν ήταν πλέον το κτήνος που κάποτε πίστευε ότι ήταν.
«Υπάρχουν επτά παράλληλες διατάσεις.» ξεκίνησε να λέει ο Λουκάς. «Ανάμεσα σε αυτές είναι εκείνες του παρελθόντος και του μέλλοντος. Οι υπόλοιπες είναι… διάφοροι κόσμοι, μαζί και ο δικός μας. Δεν τους επισκέφτηκα ποτέ μου, ούτε ενδιαφέρουν ιδιαίτερα ένα φύλακα. Για να περάσεις σε αυτές τις διαστάσεις υπάρχουν επτά πύλες, μια για κάθε διάσταση. Δεν μπορούσαν όμως να υπάρξουν ανεξέλικτες. Έτσι ορίστηκε κάποιος για να φυλάει αυτές τις πύλες. Συνήθως δεν είναι κληρονομικό αλλά...»
«Ξέρω, μου είπε η γιαγιά.» τον διέκοψε η Ήβη.
«Σωστά, τώρα ξέρεις γιατί η γιαγιά σου δε με συμπάθησε ποτέ.» ο άντρας της χαμογέλασε αλλά το κορίτσι δεν ανταποκρίθηκε ανάλογα. Δεν ήταν ότι τον μισούσε, αλλά δεν μπορούσε να συνηθίσει εκείνη την απρόσμενη αλλαγή. «Θέλω να ξέρεις ότι είμαι πολύ περήφανος για εσένα.» συνέχισε με νοσταλγία. «Κανένας δεν έχει καταφέρει να κάνεις αυτό που έκανες εσύ.» της είπε με θαυμασμό.
«Τί… εννοείς;» τον ρώτησε παραξενευμένη. «Δεν έχει γυρίσει κανένας στο παρελθόν;»
«Ναι, κανένας δεν το κατάφερε. Ειδικά όταν γνωρίζει τις δυνάμεις του για πρώτη φορά.» της είπε χαμογελώντας.
«Περίμενε, πως ξέρεις πότε... εννοώ, εσύ είσαι στο τώρα… δηλαδή στο παρελθόν και εγώ στο μέλλον.»
«Θα τα μάθεις αυτά όταν έρθει η ώρα. Πες μου όμως, πώς ήταν η δοκιμασία σου;»
«Ποιά δοκιμασία;»
«Τη… δοκιμασία του φύλακα. Για να γίνεις δεκτή.» ξεκίνησε να λέει διστακτικά.
«Δεν πέρασα από καμία δοκιμασία.» αποκρίθηκε πλέον ανήσυχη. «Τη μόνη φορά που κατάφερα να περάσω στον κόσμο των πνευμάτων, κάθε άλλο παρά αποδεκτή έγινα.»
«Ήρθες μόνη σου, έτσι δεν είναι;» η Ήβη ήταν σίγουρη πως πίσω από τον επιτακτικό του τόνο κρυβόταν ανησυχία, αλλά ενοχλήθηκε.
«Ό… όχι. Ήμουν με τον Γαβριήλ και... δύο ακόμα φίλους μου. Δηλαδή για τους φίλους μου είμαι σίγουρη, αλλά τον... τον Γαβριήλ δεν... δεν ξέρω που είναι.» πρόσεξε κινούμενη από τα λόγια του πατέρα της.
«Θες να μου πεις ότι έφερες τέσσερα άτομα!» τη ρώτησε σχεδόν εξοργισμένος.
«Μη φωνάζεις, εντάξει;» απαίτησε το κορίτσι.
«Δεν καταλαβαίνεις;» κατένευσε φοβισμένος.
«Να καταλάβω; Συγγνώμη που δεν γνωρίζω όσα και εσύ, αλλά… για κάτσε, δεν ήσουν εκεί για να με βοηθήσεις να τα μάθω!» ξέσπασε.
«Δεν είσαι σε θέση να με κατηγορείς γι’ αυτό!» της είπε κοφτά ο άντρας.
«Εγώ πιστεύω ότι είμαι!» διαφώνησε η κοπέλα. «Σκέφτηκες πως εγώ μπορεί να μην το θέλω αυτό
«Αυτό, είναι πολύ μεγαλύτερο από εσένα!» συνέχιζε να της φωνάζει ο Λουκάς. «Κανείς δεν το διάλεξε! Ούτε εγώ ούτε κανένας! Νομίζεις ότι επέλεξα να γίνουν όλα έτσι; Δεν έχεις ιδέα τι τραβάω νεαρή μου! Αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μας. Αυτό που έκανες μπορεί να καταστρέψει την πύλη από όπου ήρθατε. Αν δε γυρίσετε πίσω...» δεν κατάφερε να τελειώσει τη φράση του. Άφησε μια κραυγή ενώ έπεσε στα γόνατα και η Ήβη έτρεξε στο πλάι του.
«Τ... τί συμβαίνει;» τον ρώτησε τρομαγμένη.
«Ο... ο Γαβ...» η φωνή του πνίγηκε από την προσπάθεια του να αναπνεύσει.
«Ο Γαβριήλ, ναι;» τον διευκόλυνε ανυπόμονα η κοπέλα.
«Είναι πα... γι... δευμένος... Πρέπει νννα περράσ... σεις για ννα τ... τον σώ... σεις.» αίμα έτρεχε από το στόμα του, είχε πέσει στην αγκαλιά της και ψυχορραγούσε. «Αλλιώς θα πε... θα... νει, αλλά θυμ... θυμήσου ότι κκκαι να γί... νει... μην...» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του και έπεσε αναίσθητος. Λίγα δεύτερα αργότερα τον κύκλωσε μαύρος πυκνός καπνός και χάθηκε μέσα σε αυτόν. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν μια υγρή μαύρη ουσία η οποία και κυλούσε τώρα από την άκρη του πεζοδρομίου.
Η Ήβη ήταν τρομοκρατημένη στη θέα των όσων συνέβησαν μπροστά στα μάτια της, ακόμα και αν δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό. Την έλουσε κρύος ιδρώτας μόνο στην ιδέα πως ο Γαβριήλ θα πάθαινε κάτι εξαιτίας της. Τώρα το στομάχι της τρύπησαν χιλιάδες βελόνες και η καρδιά της σφίχτηκε δυνατά. Ένιωσε το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια της, δεν μπορούσε να το επιτρέψει αυτό.
Ωστόσο δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε άραγε γίνει μάρτυρας της τιμωρίας που θα αντιμετώπιζε η ίδια αν υπέπιπτε σε παράπτωμα; Ή μήπως αυτό ήταν το κάλεσμα του Λουκά από τους Άβετορ; Αν ήταν μαζί της ο Χάρης, θα τη βοηθούσε… αλλά ίσως τώρα να μην ήταν και τόσο πρόθυμος.
Και τότε της ήρθε μια ιδέα: Έπρεπε να βρει τον Νέστορα. Εκείνος είχε έρθει από άλλη διάσταση και σίγουρα έδειχνε να ξέρει πολλά περισσότερα από εκείνη. Γιατί έπρεπε να γίνει αυτό στον πατέρα της τώρα; Γιατί η ίδια είχε χαραμίσει τον χρόνο της δημιουργώντας περισσότερα προβλήματα στον εαυτό της; Πώς θα κατάφερνε να καλέσει το ξωτικό; Δεν είχε ιδέα... ή μήπως είχε; Μπορούσε να κάνει το ξόρκι του καλούντος. Αν το άκουγε θα έψαχνε να τη βρει.
Γύρισε στο σπίτι της τρέχοντας λέγοντας στη γιαγιά της πως είχε χάσει το δακτυλίδι που της είχε μόλις χαρίσει και έτσι μετά από ένα δεκάλεπτο κήρυγμα, η Μαρία της εξήγησε πως έπρεπε να εκτελέσει το ξόρκι. Δεν ήθελε να τρομάξει τη μητέρα της, έτσι δεν ανέφερε τίποτα για τη συζήτηση πατέρα-κόρης που είχε με τον Λουκά πριν από λίγο. Της πέρασε από το μυαλό να πει στην Βαλεντίνη πως ο λόγος που ο Λουκάς δεν είχε επιστρέψει στο σπίτι ήταν επειδή ήθελε να σταματήσει για λίγο στο σούπερ μάρκετ. Αλλά μετά σκέφτηκε ότι αυτό θα φάνταζε ύποπτο στα αυτιά της μητέρας της, έτσι της είπε ότι τσακώθηκαν και πως οι δυο τους τράβηξαν διαφορετικούς δρόμους.
Η Βαλεντίνη ήθελε να μάθει περισσότερα για το ξαφνικό ενδιαφέρον της κόρης της πάνω στους φύλακες, ήθελε να μάθει τι είχε συμβεί. Αλλά η Ήβη την απέφυγε λέγοντας της πως θα της έδινε όλες τις απαντήσεις που χρειαζόταν μόλις τελείωνε με τις δουλείες που της είχε αναθέσει η Μαρία… και τις οποίες δεν σκόπευε να φέρει εις πέρας.
Άλλωστε, προείχε να φέρει τον Γαβριήλ πίσω.
***

Ο Γαβριήλ δεν είχε ιδέα για το που μπορεί να βρισκόταν αλλά όπου και αν ήταν, δεν ήταν μόνος του. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν μαζί με τον Χάρη αλλά μετά κατάλαβε ότι ήταν απλά κάποιος που του έμοιαζε πολύ.
Όλα γύρω τους ήταν σκοτεινά και το μόνο που μπορούσαν να διακρίνουν ήταν κορυφές βουνών και λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά, έναν κατεστραμμένο πύργο.
«Πού βρισκόμαστε;» θέλησε να μάθει ο Γαβριήλ.
«Παγιδευτήκαμε.» ήρθε η απάντηση από τον Νίκο.
«Εσύ πως ήρθες εδώ;» τον ρώτησε γεμάτος καχυποψία. «Περίμενε... σε ξέρω από κάπου;»
«Δε νομίζω.» είπε ένοχα ο άντρας.
«Κάθαρμα!» ο Γαβριήλ είχε μόλις θυμηθεί από που γνώριζε εκείνον τον άντρα. Πριν από περίπου δύο χρόνια είχε έρθει στο σπίτι του Γαβριήλ για να μεταφέρει ένα μήνυμα στη Θάλεια από τον αρχηγό τους.
Η Θάλεια ήταν μια δεκαεπτάχρονη κοπέλα τότε. Είχε κόκκινα μαλλιά και μεγάλα, πράσινα μάτια. Γνώριζε τον Γαβριήλ από τότε που ήταν παιδί και ήταν με το μέρος των Άβετορ. Δεν ήταν δική της επιλογή, οι γονείς της την είχαν πουλήσει σε αυτούς όταν ήταν μόλις επτά χρονών.
Το κορίτσι δεν υποστήριζε τίποτα από αυτά που έκαναν, αλλά έμαθε να ζει με αυτό. Μερικές φορές πρόδιδε πληροφορίες στον Γαβριήλ, το σύντροφο της… μέχρι τότε τουλάχιστον. Ο Γαβριήλ δεν έμαθε ποτέ πιο ήταν το μήνυμα, όμως η συμπεριφορά της Θάλειας είχε αλλάξει ριζικά τις επόμενες εβδομάδες. Δεν άργησε να του αποκαλύψει ότι τελικά δεν την ενδιέφερε να ξεφύγει από την μέχρι τότε ζωή της, ότι ήθελε πλέον να γίνει έμπρακτο μέλλος της κοινότητας των Άβετορ.
Ο Γαβριήλ θυμόταν ακόμα εκείνη τη μέρα. Η Θάλεια του είχε πει ότι δεν τον αγάπησε ποτέ της και πως το ό, τι είχαν ζήσει ήταν απλά μια παραίσθηση, ότι θα του έκανε τη χάρη να τα ξεχάσει όλα.
«Πώς βρέθηκες εδώ σκουλήκι.» ο Γαβριήλ τον είχε ρίξει στο έδαφος και τον χτυπούσε με τις γροθιές του οργισμένος. Ο Νίκος έβγαλε το ραβδί του από την τσέπη και το έστρεψε στον αντίπαλο του, αλλά καμία κατάρα δε χτύπησε τον Γαβριήλ. Όχι γιατί δεν χρησιμοποίησε καμία, αλλά γιατί δεν κατάφερε να την εκτελέσει.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ο Γαβριήλ έπεσε στο πλάι εξαντλημένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο, αλλά ένιωθε το σώμα του εκατό κιλά πιο βάρη. Ούτε ο Νίκος όμως φάνηκε να αισθάνεται καλύτερα. «Τί εννοούσες… παγιδευτήκαμε;» ρώτησε ο Γαβριήλ λαχανιασμένος.
«Η φιλενάδα σου χρησιμοποίησε κάποια πύλη. Ήμασταν πάρα πολλοί για να μας μεταφέρει όλους.»
«Αυτό είναι αδύνατον, δεν ξέρ... γκουχ γκουχ...»
«Αν μείνουμε για πολύ εδώ, θα πεθάνουμε.» συνέχισε αγνοώντας τον.
«Δε θα κάτσω με σταυρωμένα τα χέρια, πρέπει να τη βρω. Κινδυνεύει...» ο Γαβριήλ προσπάθησε να σηκωθεί αλλά δεν τα κατάφερε.
«Προς το παρόν, σώσε τον εαυτό σου. Γιατί δεν πάμε μέχρι τον πύργο, ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει εδώ έξω.»
«Δε σκοπεύω να μείνω μαζί σου.» δήλωσε με απέχθεια.
«Εμπρός λοιπόν, πήγαινε στο πουθενά, να σε δω που θα καταλήξεις.» ο Νίκος κατάφερε να σηκωθεί και σήμανε πορεία του μόνος. Ο Γαβριήλ τον ακολούθησε μετά από λίγο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου