Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 10


«Για δες. Άλλος ένας φύλακας τόσο σύντομα.»
Το σώμα της Ήβης αφέθηκε ελεύθερο από τα αόρατα δεσμά του. Κοίταξε γύρω της και συνειδητοποίησε πως βρισκόταν σε ένα γέρικο δάσος ενώ η φωνή ενός άντρα ερχόταν από πίσω της. Προερχόταν από έναν άγγελο… ή τουλάχιστον αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που το κορίτσι σκέφτηκε όταν τον αντίκρισε.
Ήταν περίπου δύο μέτρα ψηλός, με κατάμαυρα μέχρι την ωμοπλάτη μαλλιά και μάτια. Φορούσε ένα σκισμένο τζίν χωρίς μπλούζα και τα λευκά του φτερά ήταν λασπωμένα. Τη φόβιζε ο τρόπος που την κοιτούσε, αλλά την ίδια στιγμή, της προκαλούσε οίκτο.
«Ποιός είσαι εσύ;» τον ρώτησε επιθετικά.
«Πάντα οι ίδιες ανόητες ερωτήσεις. Για ποιό λόγο ήρθες εδώ;» συνέχισε χωρίς να δώσει στην Ήβη την απάντηση που του ζητήθηκε.
«Θέλω τον Γαβριήλ!» του είπε χωρίς να μασήσει τα λόγια της.
«Όχι.» της απάντησε με ένα ειρωνικό χαμόγελο που το κορίτσι δεν ήταν σίγουρο για το κατά πόσο άρμοζε στην περίσταση.
«Τί εννοείς, όχι;» απαίτησε να μάθει.
«Όχι, δεν είσαι εδώ γι’ αυτό. Είσαι εδώ γιατί κάθε φύλακας πρέπει να περάσει μία δοκιμασία προκειμένου να κερδίσει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του. Εσύ το έκανες αυθαίρετα και πλήρωσες το τίμημα. Οι πράξεις σου κόστισαν αναταραχές ανάμεσα τις πύλες, τώρα το παρελθόν και το παρόν δεν κινούνται με ανάλογους ρυθμούς.»
«Τίμημα; Όχι!» διαφώνησε με πάθος. «Ο Γαβριήλ δεν μπορεί να πεθάνει!»
«Άργησες.» της δήλωσε αδιάφορα.
«Λες ψέματα!» δάκρυα κύλισαν στα μάγουλα της χωρίς να το καταλάβει.
Όχι τον Γαβριήλ… δεν μπορείς να μου τον πάρεις. Ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί. Σκούπισε τα δάκρια της και αρνήθηκε να πονέσει. Αρνήθηκε να πιστέψει τα λεγόμενα του άντρα απέναντι της.
«Εγώ στη θέση σου θα πρόσεχα πως μιλάω.» την προειδοποίησε εκείνος. «Τί λες, ξεκινάμε;» το χαμόγελο στο πρόσωπο του την έκανε να καταλάβει ότι είχε μπλέξει πολύ άσχημα. Δεν ήξερε τί επρόκειτο να συμβεί, αλλά ήξερε πως δε θα της άρεσε καθόλου.
Οι ουρανοί άνοιξαν και κεραυνοί χτύπησαν τη γη. Ένας από αυτούς πέρασε ξυστά από το πρόσωπο της κάνοντας την να παραπατήσει και να πέσει. Ένας άλλος βρήκε το στόχο του σε ένα δέντρο. Η φωτιά εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα εξ’ αιτίας του δυνατού αέρα που ξέσπασε. Η Ήβη δεν ήξερε αν φοβόταν περισσότερο τις ξαφνικές αλλαγές του καιρού ή την εξαφάνιση του άντρα που πριν από λίγα δευτερόλεπτα στεκόταν απέναντι της.
Αισθανόταν σαν παγιδευμένο ποντίκι σε τυφλό λαβύρινθο μέσα στον οποίο παραμόνευε η πεινασμένη γάτα. Και τότε ένιωσε την καυτή ανάσα του στο αυτί της. Της ψιθύριζε κάτι σε μία γλώσσα που δεν καταλάβαινε. Γύρισε για να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του, αλλά εκείνος είχε κιόλας εξαφανιστεί.
Το κεφάλι της την πονούσε υπερβολικά και οι φλόγες τριγύρω της δεν τη βοηθούσαν καθόλου να προσαρμοστεί στο περιβάλλον. Η περιφερειακή της όραση εντόπισε μια σκιά να κατευθύνεται αστραπιαία από τα δεξιά προς το μέρος της, όμως αποδείχτηκε εσφαλμένος συναγερμός. Ο θόρυβος από τη φωτιά που έκαιγε και η βαθιά ανάσα της ήταν οι μόνοι ήχοι που έσπαγαν την ησυχία της νύχτας πλέον.
Η Ήβη προσπάθησε να ξεχωρίσει τη φιγούρα του άντρα μέσα από τις φλόγες, αλλά ήταν μάταιο. Πριν προλάβει να το καταλάβει, ένιωσε ένα σουβλερό πόνο στο συκώτι της. Το χτύπημα του την είχε γονατίσει ενώ η σταγόνα από το δάκρυ που πυροδότησε ο πόνος πότισε το έδαφος. Μπορούσε να νιώσει τη χαρά του.
Την έπαιζε σαν παιχνιδάκι.
Ο άντρας ήταν πάλι κοντά της, το ένιωθε. Αν είχε το ραβδί της...
Ακούστηκε ένας δυνατός χτύπος που παρακίνησε την Ήβη να σηκωθεί προκειμένου να αμυνθεί. Η εστία του θορύβου μαρτύρησε τη θέση του. Είχε προσκρούσει πάνω σε έναν από τους καμένους κορμούς και τον είχε σπάσει. Η Ήβη δεν μπορούσε να καταλάβει τί είχε συμβεί. Αλλά ό, τι και αν ήταν αυτό, είχε μόλις κάνει το παιχνίδι του πιο ενδιαφέρον για εκείνον.
Ο αέρας μαστίγωνε το πρόσωπο της και την έκανε να χάνει την ισορροπία της. Ένιωθε τόσο κουρασμένη, κάθε εκατοστό του σώματος της πονούσε αφόρητα ενώ ο πόνος στο κεφάλι της την τρέλαινε.
«Τί; Αυτό ήταν όλο;» τη ρώτησε.
«Τί..... τ... ;» η Ήβη δεν κατάφερε να αρθρώσει λέξη. Μία αντίδραση που δεν καταλογούσε μόνο στο φόβο της αλλά και στην ενέργεια που απαιτούσε αυτό από εκείνη.
 «Δεν αντέχεις τον πόνο, έτσι δεν είναι; Ναι, το νιώθω.» συνέχισε εκείνος δείχνοντας να απολαμβάνει τον πόνο που της προκαλούσε.
«Δεν...» ζαλιζόταν και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Έτσι, έφερε την εικόνα του Γαβριήλ στο μυαλό της. Ήλπιζε αυτό τουλάχιστον να την έφερνε στα συγκαλά της.
«Ο πόνος οφείλεται στο ότι δεν ανήκεις ακόμα σε αυτόν τον κόσμο. Το σώμα σου δεν μπορεί να υποστεί την αλλαγή. Τα ζωτικά σου όργανα υποφέρουν μεγάλες πιέσεις. Μπορεί όλο αυτό να σταματήσει. Απλά παράτα τα.» της εξήγησε καθώς περπατούσε σε έναν κύκλο με επίκεντρο την ίδια.
«Ποτέ! Θέλω τον Γαβριήλ πίσω!» φώναξε το κορίτσι με σθένος.
«Στο είπα ήδη, είναι αργά. Δε θα προλάβεις. Ειδικά αν πάς με αυτό το ρυθμό.» για ακόμη μια φορά, ο άντρας εξαφανίστηκε μέσα στις σκιές του δάσους και τον καπνό.
«Μόλις πριν από λίγο είχες απορρίψει το ενδεχόμενο να είναι ζωντανός. Τώρα μου λες ότι δεν προλαβαίνω; Εμένα μου φαίνεται ότι χωράει λίγη ακόμα διαπραγμάτευση το θέμα.» η ελπίδα είχε φωλιάσει μέσα της και μπορούσε μόνο να ελπίζει ότι η υπόθεση της δεν ήταν λάθος.
Έτρεμε ολόκληρη, όμως έπρεπε να ηρεμήσει. Έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να αφουγκραστεί ό, τι υπήρχε γύρω της. Αέρας, φωτιά. Αέρας, φωτιά. Αέρας... κίνηση. Τον ένιωθε να την πλησιάζει. Ερχόταν όλο και πιο κοντά. Η Ήβη περίμενε μέχρι την τελευταία στιγμή. Στηρίχτηκε στο ένα της πόδι και αφού γύρισε εκατόν είκοσι μοίρες τον κλώτσησε με όλη της τη δύναμη με το άλλο. Άνοιξε τα μάτια της, κατάλαβε ότι τον είχε φέρει προ εκπλήξεως.
Ευχάριστη έκπληξη… δυστυχώς.
«Επιτέλους, είχε αρχίσει να γίνεται βαρετό.» της είπε. Η Ήβη δεν κατάλαβε για το πότε ο άντρας σηκώθηκε και πότε εξαφανίστηκε ξανά. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Αυτή τη φορά δε χρειάστηκε να προσπαθήσει τόσο πολύ για να τον ακολουθήσει με την ακοή και τις αισθήσεις της. Προσπαθούσε να την αποπροσανατολίσει κάνοντας σπασμωδικές κινήσεις γύρω της. Αυτή τη φορά δεν ήταν αρκετά γρήγορη ώστε να τον χτυπήσει, έτσι το μόνο που κατάφερε ήταν να τον αποφύγει.
Τότε, ένας ανεμοστρόβιλος ήρθε για να ηρεμήσει τη φωτιά, αλλά όχι να τη σταματήσει. Ήταν πολύ δυνατός και παρέσυρε στο διάβα του καμένα κομμάτια από κορμούς και ανασήκωνε τη στάχτη κάνοντας την Ήβη να κλείσει τα μάτια της. Την επόμενη κιόλας στιγμή ο ανεμοστρόβιλος την είχε σηκώσει.
Άλλος ένας πόνος, που αυτή τη φορά τοποθετήθηκε στο σπλήνα της, την έκανε να σφαδάσει. Είχε την εντύπωση πως το δέρμα τη επρόκειτο να αποκολληθεί από το σώμα της και μετά ένα ρεύμα την τίναξε με δύναμη πάνω σε έναν κορμό. Ένιωσε το αίμα να κυλάει από τα ρουθούνια προς τα χείλη της. Όταν άνοιξε τα μάτια της, τον είδε να στέκεται απέναντι της. Το κορίτσι προσπάθησε να σηκωθεί αλλά δεν τα κατάφερε.
«Έλα τώρα, μπορείς περισσότερα από αυτό. Σήκω πάνω!» την πείραξε. Ίσως ήταν τα λόγια του που την πείσμωσαν, ίσως η σκέψη του Γαβριήλ να πεθαίνει μαζί με εκείνη. Ή ίσως και τα δύο. Η Ήβη οπλίστηκε με ένα μακρύ κομμάτι ξύλο καθώς σηκωνόταν και πέρασε στην επόμενη επίθεση της.
Όμως δεν κατάφερε να του προκαλέσει τίποτα πέρα από μια γρατζουνιά στο πρόσωπο. Εκείνος ήταν πιο γρήγορος και την έπιασε από το λαιμό για να την εκσφενδονίσει στα έγκατα του δάσους. Εκείνη προσγειώθηκε ανώμαλα αλλά δε χτύπησε δυνατά.
«Γιατί πρέπει να γίνει αυτό;» δυσκολεύτηκε να πιστέψει ότι η φωνή που είχε βγει από τα χείλη της ήταν δικιά της, αλλά υπέθεσε πως ο λόγος ήταν επειδή ήταν εξαγριωμένη και ο θυμός είχε παραμορφώσει τη χροιά της. Σπαταλούσε το χρόνο της σε μια άδικη μάχη το έπαθλο της οποίας δεν ήξερε αν θα έφερνε πίσω τον Γαβριήλ.
«Γιατί πρέπει να αποδείξεις πως μπορείς να χειριστείς τις δυνάμεις που θα σου δοθούν, αλλά κυρίως, ότι τις αξίζεις.» της εξήγησε θυμωμένος.
«Και αυτό θα το αποδείξω σε μια μάχη που έχεις μόνο εσύ όπλα και πολεμάς έναν αδύναμο αντίπαλο;»
«Ακόμα να καταλάβεις λοιπόν; Υποθέτω ότι πρέπει να σε ζορίσω λίγο ακόμα.» η Ήβη δεν άντεχε άλλο αυτό το παιχνίδι.
Αφέθηκε στο πόνο που τόση ώρα προσπαθούσε να αγνοήσει για να καταλάβει ότι αψηφώντας τον είχε περιορίσει την επίδραση του επάνω της κατά πολύ. Τώρα όμως είχε πάρει την πραγματική γεύση της εξαθλίωσης που αντιμετώπιζε το σώμα της και δεν ήξερε αν μπορούσε να βρει το δρόμο για να γυρίσει, για να αγνοήσει τον πόνο ακόμα μία φορά.
Ευχήθηκε να μην ήταν μόνη της. Ευχήθηκε όλο αυτό να ήταν μια από τις αποτυχημένες προσπάθειες της με τον Γαβριήλ… να είχε την επιλογή να γυρίσει πίσω και να δει το χαμόγελο του ξαδέλφου της, να της πει ότι όλα ήταν εντάξει και πως θα τα πήγαινε καλύτερα την επόμενη φορά. Όμως δε θα υπήρχε επόμενη φορά σε αυτό, ούτε Γαβριήλ αν τα παράταγε. Έπρεπε να τα καταφέρει! Να αγνοήσει τον πόνο για ακόμα μια φορά.

***
«Φαίνεται ότι η φιλενάδα σου δεν ενδιαφέρεται και πάρα πολύ για να σου σώσει το τομάρι.» ο Γαβριήλ και ο Νίκος είχαν βολευτεί όσο καλύτερα μπορούσαν στον ερειπωμένο πύργο. Είχαν χάσει την αίσθηση του χρόνου αλλά η αναμονή τους εκεί έμοιαζε αιώνια. Κανένας από τους δύο δεν έδειχνε να είναι καλά. Ένιωθαν τα εσωτερικά τους όργανα να ζεματάνε και το σώμα τους πονούσε υπερβολικά. Ο ιδρώτας αυτή τη φορά δεν αποτελούσε απόδειξη ότι ζεσταινόντουσαν αφού το κρύο τους περόνιαζε. Δεν ήξεραν πόσο μπορούσαν να αντέξουν, αν και ο Νίκος έμοιαζε να χειρίζεται καλύτερα τον πόνο.
«Δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς για εκείνη!» του απάντησε ο Γαβριήλ. Είχε ξαπλώσει στην επιφάνεια ενός σπασμένου τραπεζιού ενώ ο προλαλήσασας ήταν ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στα σκαλιά που συνέδεαν την είσοδο με τους ορόφους. Δεν υπήρχε πόρτα, μερικά σπασμένα ξύλινα αντικείμενα ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα μαζί με πέτρες από τοίχους που είχαν γκρεμιστεί ενώ σε μερικά σημεία στο σαπισμένο πλέον παρκέ, είχαν ανθίσει αγριόχορτα.
«Ή μπορεί να μην έχει καταλάβει ότι λείπεις.» συνέχισε απτόητος ο Νίκος.
«Τί έγινε; Φοβάσαι για την ελεεινή σου ζωή;»
«Δηλαδή εσύ δε φοβάσαι;» τον προκάλεσε.
«Μόνο ότι θα με κάνεις να σπαταλήσω τις δυνάμεις μου για να έρθω εκεί και να σου σπάσω τα μούτρα. Τώρα σκάσε.»
«Αλήθεια, θέλεις να μου πεις ότι δε φοβάσαι το θάνατο;» όμως δεν πήρε απάντηση. «Τί λες να είναι αυτό το μέρος; Για την ακρίβεια πού;»
«Λες να σε βοηθήσει αυτό; Μην ανησυχείς γιατί και να βγούμε από εδώ, θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια.» όμως ο Νίκος δεν μπορούσε να κρατήσει τη σιωπή για πολύ.
«Ο Ναπολέων την ήθελε μόνο για την πάρτι του… Την Θάλεια. Πίστευε ότι αν την απομάκρυνε από εσένα θα τον ήθελε περισσότερο.» του εξήγησε.
«Περισσότερο;» ψάρωσε ο Γαβριήλ.
«Δεν πίστευες ότι θα σου ήταν πιστή, έτσι δεν είναι; Αυτά δε γίνονται στον κόσμο μας αγοράκι. Για να επιβιώσεις πρέπει να κάνεις τα πάντα και εκείνη βρήκε σίγουρα τον καλύτερο τρόπο. Δεν είχε μόνο αυτή, κρατούσε ένα μάτσο γυναίκες για την πάρτι του.»
«Σου είπα να σκάσεις!» γρύλισε ο Γαβριήλ μη θέλοντας να ακούσει άλλα.
«Έλα τώρα, δε θες να μάθεις γιατί σε παράτησε πριν πεθάνεις;» η σιγή του άντρα δήλωνε τους ενδοιασμούς του και αυτό έδωσε προβάδισμα στον Νίκο να συνεχίσει. «Εκείνο το βράδυ με έστειλε για να της πω ότι θα ήσουν νεκρός πριν προλάβετε να το σκάσετε... Ναι, το ήξερε.» διαβεβαίωσε τον Γαβριήλ που ξαφνιασμένος, έκανε μία σπασμωδική κίνηση η οποία υπέπεσε στην αντίληψη του Νίκου. «Η Θάλεια πίστευε ότι σου έσωζε τη ζωή. Είσαι η αχίλλειος πτέρνα της βλέπεις. Δεν μπορώ να καταλάβω τι της βρήκε. Σίγουρα είναι όμορφη… και πολύ έξυπνη για να τον κάνει να πιστέψει ότι τον αγαπούσε. Πώς θα μπορούσε ένα τέτοιο πλάσμα να αγαπήσει αυτό το τέρας;»
«Νόμιζα πως δεν της έβρισκες τίποτα το ιδιαίτερο.» ο Γαβριήλ χρειάστηκε όλη του την ψυχραιμία για να μην του χιμήξει. Έπρεπε όμως να κρατήσει τις δυνάμεις του. Να δώσει λίγο ακόμα χρόνο στην Ήβη. Το θέμα της Θάλειας τον ενοχλούσε πολύ. Δεν είχε εκμυστηρευτεί τις σκέψεις του για εκείνη ούτε σε άτομα που τον νοιάζονταν, όσο και αν εκείνα προσπάθησαν να τον κάνουν να μιλήσει. Να τον κάνουν να τα βγάλει από μέσα του, να τον κάνουν να νιώσει καλύτερα. Και τώρα θα έπρεπε να το συζητήσει με ένα άτομο που απεχθανόταν;
Παρόλα αυτά, τα νέα καθαυτά τον άφησαν απαθή. Δε χάρηκε, ούτε ένιωσε την καρδιά του να κλοτσάει από ενθουσιασμό όταν άκουσε ότι η Θάλεια τον ήθελε ακόμα. Είχε άραγε κρατήσει μόνο τον πόνο από αυτή τη σχέση; Την είχε ξεπεράσει;
«Δε θα με χάλαγε.» άκουσε τον Νίκο να λέει. Είχε βυθιστεί στις σκέψεις του τόσο που είχε ξεχάσει την προηγούμενη συνομιλία τους, αλλά δεν έδωσε συνέχεια. Ήξερε ότι το μόνο που ο Νίκος ήθελε, ήταν να τον εξοργίσει και να τον εξαντλήσει ώστε να μην μπορέσει να σταθεί εμπόδιο στο σχέδιο του να παγιδεύσει την Ήβη όταν εκείνη θα ερχόταν για να τους βρει. Δε θα το επέτρεπε στον εαυτό του, έπρεπε να την προστατεύσει.
Είχε δώσει το λόγο του ότι θα το έκανε.
***

Η Ήβη ξέροντας ότι δεν είχε την ικανότητα να αποκρούσει το διώκτη της, προσπαθούσε να κρυφτεί από εκείνον μέσα στο δάσος. Ένιωσε το σώμα της να παραδίδει τα όπλα όταν διαισθάνθηκε τον άντρα και πάλι κοντά της. Ήταν ακριβώς από πίσω της. Η κοπέλα γύρισε αστραπιαία και είδε πως ήταν έτοιμος να επιτεθεί ξανά. Δε θα προλάβαινε να τον αποφύγει, έτσι έκλεισε τα μάτια της σφιχτά προστατεύοντας ταυτόχρονα το πρόσωπο της με τα χέρια της ενώ περίμενε το επόμενο χτύπημα.
Όταν τα άνοιξε και πάλι, ο αέρας είχε σταματήσει, οι φλόγες δε χόρευαν άλλο και εκείνος στεκόταν μόλις σε απόσταση αναπνοής από εκείνη. Στο χέρι του κρατούσε κάτι που έμοιαζε με βέργα. Ήταν απόλυτα ακίνητος και βρισκόταν στον αέρα. Η Ήβη περπάτησε σε έναν νοητό κύκλο γύρω από αυτόν και βάλθηκε να τον παρατηρεί όταν το κατάλαβε…
 Εκείνη τον είχε εκσφενδονίσει στον κορμό του δέντρου όπως και εκείνη ήταν που δημιούργησε τον ανεμοστρόβιλο για να ηρεμήσει τη φωτιά, απλά δεν μπόρεσε να τον ελέγξει και παρασύρθηκε μέσα σε αυτόν. Είχε παγώσει το χρόνο και μείωνε τον πόνο της. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να το θελήσει, κάνοντας το έτσι υπαρκτό. Αυτό εννοούσε ο άντρας όταν της είπε ότι δεν καταλάβαινε. Δεν ήταν άοπλη. Άθελα της, ένιωσε ένα ίχνος ενθουσιασμού αλλά επανέφερε τον εαυτό της στο πιεσμένο χρονοδιάγραμμα.
Την προσοχή της τράβηξε χωρίς λόγο ένα φτερό από εκείνα στις φτερούγες του αγγέλου. Εξείχε σε σχέση με τα υπόλοιπα. Δεν είχε κάποιο λόγο, απλά πλησίασε και το τράβηξε. Την επόμενη κιόλας στιγμή ο χρόνος άρχισε να κυλάει κανονικά. Η Ήβη πίστευε ότι θα της επιτίθονταν ξανά, αλλά δεν το έκανε. Αντιθέτως, πάτησε στο έδαφος και στύλωσε το σώμα του. Έπειτα γύρισε και την κοίταξε.
«Πώς σε λένε μικρή;» η φωνή του είχε βαρύνει και ακούγονταν πολύ σοβαρός.
«Η... εεε... Ήβη... τί έγινε;» τον ρώτησε παραξενευμένη από τη συμπεριφορά του.
«Κρατάς στα χέρια σου ένα από τα φτερά μου.» το κορίτσι δεν μπορούσε να προσδιορίσει την έκφραση στο πρόσωπο του αλλά δεν είχε σε τίποτα να κάνει με την ευχαρίστηση που αντλούσε πριν από λίγο βλέποντας την να υποφέρει. Η Ήβη θα μπορούσε να πει ότι ο άντρας είχε χάσει τη γη κάτω από τα πόδια του, ότι ήταν θλιμμένος… Ακόμα πιο θλιμμένος.
«Συγγνώμη.» του είπε και το εννοούσε. Παρά τα καψόνια στα οποία την είχε υποβάλει.
«Συγγνώμη;» επανέλαβε με ένα μίγμα περιέργειας και οργής.
«Ναι, εγ...»
«Ποτέ κανένας δεν κατάφερε να κρατήσει στα χέρια του ούτε πεσμένο μου φτερό. Εσύ το διεκδίκησες.» τη διέκοψε.
«Δεν ήθελα να σε προσβάλω... δηλ...»
«Όποιος κρατάει στα χέρια του φτερό αγγέλου, έχει τη δύναμη του. Από εδώ και στο εξής οφείλω να είμαι υποταγμένος σε εσένα.» μουρμούρισε με σκοτεινό βλέμμα.
«Αυτή ήταν η δοκιμασία;» τον ρώτησε απηυδισμένη.
«Θα βοηθούσε αν έδινες λίγη προσοχή σε αυτά που σου λέω. Σου είπα ότι κανένας δεν κατάφερε να κρατήσει πριν στα χέρια του φτερό αγγέλου. Φύλακες υπήρξαν πολλοί. Η δοκιμασία σου ήταν να νικήσεις το πνεύμα που σε υποδέχτηκε.»
«Δε θα το έλεγα ακριβώς υποδοχή αλλά τέλος πάντων.»
«Ας πούμε ότι σου έτυχε ένα ιδιόρρυθμο πνεύμα, από τη στιγμή που κατάφερες να τον λαβώσεις έπρεπε να σε αφήσει να περάσεις. Οι φωτιές και τα υπόλοιπα ήταν περιττά.»
«Τότε εσύ γιατί μου επιτέθηκες;» τον ρώτησε ξαφνικά εξαγριωμένη. «Ο Τόμι είπε ότι εσύ ήσουν η δοκιμασία.»
«Γιατί εγώ του το είπα. Ήσουν καλή, ήθελα όμως να μάθω πόσο καλή. Και δυστυχώς αποδείχτηκα λάθος.»
«Δεν ήμουν αρκετά καλή για εσένα; Μα μόλις τώρα είπες...»
«Εννοώ ότι τελικά δεν ήθελα να μάθω πόσο καλή είσαι.» τη διέκοψε ενοχλημένος από τις πολλές της ερωτήσεις.
«Κοίτα, εγώ το μόνο που θέλω είναι τον ξάδελφο μου πίσω. Δε θέλω ούτε την υποταγή σου, ούτε τίποτα.» τον διαβεβαίωσε νιώθοντας ακόμα ένοχη.
«Χμ, τώρα είναι πολύ αργά, έτσι δεν είναι;»
«Καλά, τότε στείλε τον Γαβριήλ πίσω, δηλαδή μπροστά… στο μέλλον που άφησα πίσω μου τέλος πάντων.»
«Είναι δύο.» της είπε ανέκφραστα.
«Τί εννοείς δύο;»
«Δύο άντρες έχουν παγιδευτεί στο ενδιάμεσο.»
«Μα ο Χάρης και ο Νέστορας είναι... ποιός είναι;»
«Δε γνωρίζω.»
«Ωραία, βγάλ’ τους από εκεί.» του είπε χωρίς να το σκεφτεί.
 «Μα δεν ξέρεις ποιός είναι. Αν είναι θνητός θα κινδυνέψει όλη η κοινότητα των μάγων.» της είπε αποδοκιμάζοντας την επιλογή της με το ύφος του.
 «Δηλαδή λες ότι πρέπει να τον αφήσω να πεθάνει;» τον ρώτησε η Ήβη με νεύρο.
 «Ναι, αυτό ακριβώς λέω.» τη διαβεβαίωσε χωρίς καμία περιστροφή.
«Όχι!»
«Οι ψευτοκώδικες ηθικής δε θα σε βγάλουν πουθενά.» ήταν πολύ ενοχλημένος από την επιλογή της και δε δίστασε να της το δείξει.
 «Αντί να σπαταλάς το χρόνο τους προσπάθησε να κάνεις αυτό που σου λέω.» του είπε επιτακτικά.
«Εντάξει.» κατένευσε θυμωμένος ενώ μίλησε μέσα από τα δόντια του. Η Ήβη περίμενε για κάποια κίνηση, κάτι φαντασμαγορικό… αλλά εκείνος δεν έκανε ούτε βήμα.
«Λοιπόν;» είπε ανυπόμονα η Ήβη.
«Γύρισαν.» ο τόνος της φωνής του έδειχνε μόνο αποδοκιμασία και αυτό άρχισε να ενοχλεί αφάνταστα την Ήβη.
«Αυτό ήταν όλο;»
«Τί περίμενες; Πυροτεχνήματα;»
«Δηλαδή τόση ώρα θα τους άφηνες να πεθάνουν μόνο και μόνο επειδή ήθελες να διασκεδάσεις; Μου είπες ότι θα ήταν πολύ αργά!» ξέσπασε η κοπέλα.
«Δεν μπορούσα να τους αφήσω αν εσύ δε γινόσουν φύλακας,» της είπε υψώνοντας και εκείνος τον τόνο του. «μέρος αυτού του κόσμου. Μήπως πρόσεξες τίποτα.» αυτή η ερώτηση δε χρειάστηκε πολύ σκέψη. Ο πόνος υποχωρούσε ολοένα και περισσότερο. «Να θυμάσαι, δεν είναι όλα άσπρο ή μαύρο.» ήταν η δεύτερη φορά που της έλεγαν κάτι παρόμοιο.
«Τί θα πει αυτό;» θέλησε να μάθει μπουχτισμένη από τους γρίφους που έκρυβε η συμβουλή εκείνου και του Χάρη.
«Θα μάθεις με τον καιρό.» η Ήβη ήθελε να εκφράσει το θυμό της με λέξεις αλλά δεν έβρισκε καμία. Ο Γαβριήλ παραλίγο να πεθάνει και όλα αυτά για να τον ψυχαγωγήσει; «Μην προσπαθείς.» απάντησε στις σκέψεις της, ήταν σα να μπορούσε απλά να… τις διαβάσει. «Με λένε Δημήτρη.»
«Ωραία... Δημήτρη... Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Μη διανοηθείς να μου πεις ποτέ ξανά ψέματα! Είπες ότι ήταν πολύ αργά για τον Γαβριήλ ενώ δεν ήταν. Δε θέλω άλλα τέτοια αστεία.»
«Έτσι όπως το θέτεις, δεν έχω και πολλές επιλογές, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε ειρωνικά.
«Ωραία.» είπε νιώθοντας ξαφνικά πιο ανάλαφρη. «Ήταν εύκολο να σου πάρω εγώ το φτερό, γιατί δεν μπόρεσε κανένας άλλος;» συνέχισε πιο ήρεμη.
«Προσπαθείς να με ταπεινώσεις, έτσι δεν είναι;»
«Όχι, ότι δε θα σου άξιζε, αλλά όχι.»
«Το να ελέγχεις το χρόνο δεν είναι κάτι εύκολο και σίγουρα ούτε κάτι απλό. Για την ακρίβεια, πασίγνωστοι για τη δύναμη τους φύλακες είχαν μόνο ακουστά αυτήν την ικανότητα.»
«Μα δεν το έκανα συνειδητά και ήταν μόνο μια φορά.» είπε παραξενευμένη η Ήβη.
«Αυτό αποδεικνύει ότι η δύναμη που τόσο επιπόλαια σου μετέδωσε ο πατέρας σου είναι πολύ μεγάλη. Πρέπει να τη χρησιμοποιήσεις με σύνεση. Κράτα πάντα το φτερό μαζί σου.» αφού ο Δημήτρης ατένισε για λίγο μέσα στα μάτια της, ετοιμάστηκε να φύγει. Αλλά η Ήβη τον σταμάτησε κρατώντας τον απαλά από το μπράτσο. Κάθε φορά που τον κοιτούσε ένιωθε τον πόνο που έκρυβε πίσω από τη μάσκα του… και ήταν αβάστακτος. Δεν μπορούσε να του κρατήσει κακία. Ένιωθε την ανάγκη να μάθει τι ήταν αυτό που τον προκαλούσε. Εκείνος έκπληκτος, τράβηξε ευγενικά το χέρι του και απομακρύνθηκε από εκείνη κοιτώντας την με ακατάληπτο βλέμμα.
«Τί; Θεωρείται προσβολή και να σε ακουμπάνε;» τον ρώτησε αμυντικά.
«Όχι... απλώς μου θύμισες κάτι.» της απάντησε με νοσταλγία στα μάτια.
«Τί;» η φωνή της βγήκε δειλά από τα χείλη της αλλά η περιέργεια έκαιγε τα σωθικά της.
«Θα προτιμούσα να μη σου πω.» της είπε ευγενικά.
«Θέλω να μάθω.» επέμεινε. Ο Δημήτρης δεν κατάφερε να κρύψει την δυσαρέσκεια του, αν και η Ήβη ήξερε ότι δεν προσπάθησε καν.
«Κάποτε ήμουν φύλακας. Ο καλύτερος των προηγούμενων και σίγουρα των μεταγενέστερων… μέχρι σήμερα τουλάχιστον. Τώρα εσύ καλείσαι να με ξεπεράσεις, είναι σχεδόν προσβλητικό.»
«Δηλαδή, μπορούσες και εσύ να ελέγξεις το χρόνο;»
«Ναι. Αγαπούσα κάποια. Για την ακρίβεια, η θλιβερή αυτή λέξη δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που ένιωθα για εκείνη. Αλλά πέθανε.» οι ιστορίες εραστών που τους χώριζε ο θάνατος τη συγκινούσαν πάντα και αυτή η περίπτωση δε διέφερε. Το έβρισκε απλά άσπλαχνο.
«Π... πώς;»
«Βρέθηκε σε λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή.» προσπαθούσε να κρατήσει τη φωνή του σταθερή και άτονη, αλλά δεν την ξεγέλασε. «Τη σκότωσαν γιατί βρέθηκε σε λημέρι ανθρώπων… θα γινόταν κάποιου είδους συναλλαγή. Δεν ήθελαν μάρτυρες.» σε κάθε του λέξη της μετέδιδε την ένταση των συναισθημάτων του, τόσο που η Ήβη είχε την ψευδαίσθηση ότι όλο αυτό είχε συμβεί εκείνη. Ένιωθε την καρδιά της να σπάει σε χίλια κομματάκια ενώ μίσος και φόβος ξεχείλιζε από κάθε ένα από αυτά. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως εκείνος έμενε τόσο ψυχρός καθώς της αφηγούταν την ιστορία του.
«Γιατί δε γύρισες το χρόνο πίσω για να είσαι εκεί την ώρα που θα γινόταν; Να τη σώσεις;» τον ρώτησε προσπαθώντας να κρύψει τα συναισθήματα της.
«Γιατί αυτό δε θα άλλαζε τίποτα. Ένας μεγάλος πόλεμος είχε ξεσπάσει και εγώ θα μπορούσα να τον σταματήσω.»
«Δηλαδή έπρεπε να διαλέξεις μεταξύ εκείνης και...»
«Χιλιάδων ζωών...»
«Και διάλεξες να σταματήσεις τον πόλεμο.» είπε κατανοώντας πλέον το θυμό με τον οποίο την αντιμετώπισε όταν διάλεξε να σώσει τη ζωή εκείνου του αγνώστου που είχε παγιδευτεί στο ενδιάμεσο με τον Γαβριήλ. Αν ήταν θνητός, η εμπειρία του μπορεί να ήταν αρκετή για να ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα σε εκείνους και τη δική της κοινότητα… δεν ήταν όλα άσπρο η μαύρο. Η απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής δε φάνταζε τόσο άσχημη στα αυτιά της πλέον.
«Σου θυμίζει τίποτα αυτή μου η επιλογή;» συνέχισε ο Δημήτρης διακρίνοντας τον προβληματισμό της. «Εσύ διάλεξες να σωθεί μία ζωή με πιθανό κόστος χιλιάδες και εγώ έδωσα τη ζωή μου για να σταματήσει ένας πόλεμος.» την έκανε να αισθάνεται σα σκουπίδι. Το ιδανικό που πριν από λίγο είχε υπερασπιστεί με τόσο σθένος, τώρα της έμοιαζε άδειο. Το στομάχι της σφίχτηκε από την ενοχή για την τόσο επιπόλαιη απόφασης της. Είχε φτάσει ως εκεί για να σταματήσει μια καταστροφή και γινόταν η αφορμή μιας άλλης, ακόμα χειρότερης. Ό, τι και να έκανε κατέληγε να κάνει κάτι λάθος. Ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια της.
«Δεν ήταν θνητός.» της είπε προφανώς νιώθοντας λύπηση για εκείνη. «Δε θα άντεχε ούτε πέντε λεπτά αν ήταν.» η Ήβη απομακρύνθηκε τρέχοντας και κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο όπου και έκανε εμετό.
«Αυτό δεν ήταν αστείο!» του φώναξε πίσω από την κρυψώνα της.
«Αυτό ακριβώς ήθελα να σε κάνω να καταλάβεις.» ο Δημήτρης είχε δίκαιο και πιθανότατα της άξιζε.
«Και τί έγινε μετά;» η Ήβη κάθισε στο χώμα και ακούμπησε την πλάτη της στον κορμό του δέντρου. Δεν ήθελε τα αισθήματα του να την επηρεάζουν άλλο, έτσι αποφάσισε πως η οπτική επαφή δεν ήταν καλή επιλογή. Αλλά ήθελε να μάθει τη συνέχεια της ιστορίας.
«Τους έκανα να υποφέρουν φριχτά χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις μου και αφού τελείωσα με αυτό τους ξερίζωσα τις καρδίες και παγίδεψα το πνεύμα τους για να υποφέρουν για μια αιωνιότητα.» της απάντησε με φωνή απειλητική. Ο τόνος του όμως δεν τρόμαξε την Ήβη, ούτε τα λεγόμενα του. Και ίσως κατά βάθος, το κορίτσι πίστευε ότι οι δολοφόνοι πήραν αυτό ακριβώς που τους άξιζε. Η έκβαση της ιστορίας του όμως την έκανε να τον λυπηθεί ακόμη περισσότερο. Ο πόνος που τον οδήγησε να κάνει τόσο φριχτά πράγματα πρέπει να ήταν ανελέητος. «Γι’ αυτό είμαι εδώ. Βλέπεις, μοιάζω αρκετά με τον πατέρα σου. Και οι δύο καταραστήκαμε με το να ζούμε αιώνια με τον πόνο μας.»
«Αυτ... αυτό είναι φριχτό.» είπε σκουπίζοντας το δάκρυ που κύλησε στο πρόσωπο της. «Συγγνώμη... που σε ανάγκασα... να... δεν έπρεπε.» είπε παραμένοντας κρυμμένη. «Δεν είμαι έτοιμη για αυτό.» δε χρειαζόταν να ακούσει την ιστορία του για να το καταλάβει. Να καταλάβει ότι δε θα μπορούσε ποτέ της να είναι τόσο ανιδιοτελής.
«Όχι, δεν είσαι. Αλλά πρέπει να γίνεις και γρήγορα. Δεν έχεις χρόνο. Και... δε δέχομαι τη συγγνώμη σου.» της απάντησε με τον ίδιο απρόσωπο τόνο στη φωνή του. Το κορίτσι ήξερε ότι η απάρνηση της μεταμέλειας της από τον Δημήτρη ήταν ο τρόπος του να την κρατήσει μακριά από τα συναισθήματα του.Αλλά κάτι από το προσωπείο του είχε σπάσει και τώρα φάνταζε πιο προσιτός στα μάτια της.
«Μα...» το κορίτσι σηκώθηκε από το έδαφος και αναζήτησε το πρόσωπου του πονεμένου της αγγέλου. Όμως πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της, εκείνος εξαφανίστηκε και μαζί του όλο το τοπίο.
Είχε βρεθεί ξανά στο δωμάτιο της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου