Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 17


«Υποθέτω ότι αυτό δεν είναι καλό.» ο Μάρκος είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και κατευθύνθηκε μέχρι το ανοιγμένο παράθυρο για να τον χτυπήσει ο αέρας. Έδειχνε να έχει αποδεχτεί απόλυτα το γεγονός ότι θα πέθαινε και γι’ αυτό του ήταν δύσκολο να συνηθίσει και πάλι πως ήταν ζωντανός. Κουνούσε συνέχεια τα δάχτυλα του σφίγγοντας τα σε γροθιά και τεντώνοντας τα ξανά. Παρατηρούσε το δέρμα του σα να μην μπορούσε να πιστέψει ότι του άνηκε ενώ ακουμπούσε οτιδήποτε τα δάκτυλα του συναντούσαν, κάτι που η Ορόρα υπέθεσε ότι έκανε να για να νιώσει την υφή τους. Παρ’ όλα αυτά δεν έδειχνε τόσο χαρούμενος όσο προβληματισμένος.
Η Ορόρα καθόταν ακουμπισμένη στο γραφείο της με τα χέρια σταυρωμένα.
«Όχι, δεν είναι καθόλου καλό.» συμφώνησε μαζί του.
«Και τώρα τι κάνουμε; Εννοώ, τί θα γίνει;»
«Στην καλύτερη περίπτωση... κάποιος θα πάρει τη θέση σου.»
«Δεν μπορώ να το επιτρέψω αυτό!» δήλωσε με σθένος.
Το βλέμμα της κοπέλας έγινε εξερευνητικό. Ήταν σα να προσπαθούσε να διαβάσει το μυαλό του αλλά ήταν πολύ περίπλοκο για εκείνη.
«Μα καλά τι έχεις πάθει;» ρώτησε ελαφρώς εκνευρισμένη ενώ στήριξε όλο της το βάρος στα πόδια της. «Ζεις! Αντί να χαίρεσαι ρωτάς ηλίθιες ερωτήσεις και ψάχνεις τρόπο να το πάρεις πίσω; Να το διορθώσεις; Να διορθώσεις ότι ζεις; Άλλοι άνθρωποι θα έδιναν ότι είχαν και δεν είχαν για μια παραπάνω στιγμή και εσύ κερδίζεις μια ζωή και κοιτάς πως θα την πετάξεις;» άργησε να της απαντήσει. Την κοιτούσε λες και έβλεπε το λογικό εκείνο κομμάτι του εαυτού του χαμένο σε εκείνη.
«Ίσως χτύπησα πολύ δυνατά το κεφάλι μου... αλλά και πάλι πιστεύω ότι είναι λάθος... το ότι ζω, είναι λάθος.» ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να πιστέψει στα λόγια του.
«Υπήρξε για πολύ καιρό πνεύμα. Ουσιαστικά τον επανέφερες στη ζωή μετά από δύο χρόνια θανάτου, όχι δύο λεπτά. Γι’ αυτό δεν μπορεί να το δεχτεί. Η ψυχή του έχει ήδη ακρωτηριαστεί και τώρα θα πρέπει αυτά τα δύο κομμάτια να ενωθούν και πάλι. Είναι πολύ βάναυσο. Αν συνεχίσει να ζει, αυτό είναι κάτι που δε θα ξεπεράσει ποτέ. Πάντα θα νιώθει κάτι να τον τραβάει πίσω.» ο Δημήτρης ήταν ακόμα στο δωμάτιο και στεκόταν μπροστά από τον Μάρκο αλλά εκείνος δεν μπορούσε να τον δει.
Η εικόνα αυτή: το πεπρωμένο του Μάρκου, ο θάνατος καθ’ εικόνα και ομοίωση εκείνου του όμορφου αγγέλου, και το παρόν του που τον ήθελε με σάρκα και οστά, το ένα απέναντι στο άλλο, σχεδόν αντιμέτωπα, έκανε την Ήβη να αντιδράσει.
Τίποτα όμως δεν ήταν το ίδιο. Τώρα ήξερε. Αυτή η ξένη μέσα στο σώμα της θα σκότωνε τον Μάρκο με το δικό της χέρι. Τόσο ψυχρά, τόσο αδίκαστα.
Πάντα ήξερε.
Μπορούσε να τη νιώσει, να την ακούσει μέσα στο κεφάλι της.
«Πόσο χαζός είναι...» σκέφτηκε η Ορόρα.
Δεν ήταν ψευδαίσθηση
Πόσες φορές αναρωτήθηκε γιατί στεκόταν ακόμα στα πόδια της;Γιατί δεν είχε υποκύψει στον πόνο ή γιατί δεν αντιδρούσε σε αυτόν; Δεν ήταν μόνη της. Μα πως ήταν δυνατό; Δύο σε σώμα ενός; Το μυαλό της απέρριπτε οποιοδήποτε σενάριο την ήθελε στο ρόλο κάποιου τρελού. Μια εκδοχή που υποστήριζε όλο της το είναι.
Όχι, δεν είχε τρελαθεί.
Αν και η παρουσία της Ορόρα την τρόμαζε, κάτι στο δυναμισμό και την αυτοπεποίθηση που εξέπνεε τη ζέσταιναν. Την ένιωθε σα μία μεγάλη αδελφή. Μια αδελφή που κατέκρινε αλλά και που ό, τι και να έκανε δεν μπορούσε να σπάσει αυτόν τον αόρατο δεσμό που υπήρχε ανάμεσα τους. Άραγε η Ήβη ήταν αυτή που είχε φέρει τον εαυτό της σε εκείνη την κατάσταση; Το υποσυνείδητο της την είχε χωρίσει στα δύο; Αναρωτήθηκε.
«Ό, τι είναι να κάνεις, πρέπει να το κάνεις τώρα.» της θύμισε ο Δημήτρης προτού χαθεί.
 «Φαίνεσαι αδύναμη.» είπε η Ορόρα. Η Ήβη αναζήτησε ένα πρόσωπο για να ταυτίσει τον ήχο της φωνής της, αλλά το μόνο που βρήκε ήταν η αντανάκλαση της στο τζάμι. Παρατήρησε για λίγο τον εαυτό της. Είχε τα χάλια της.
«Δεν μπορείς να το κάνεις, άσε εμένα. Θα τελειώσουν όλα.» το είδωλο της κουνούσε τα χείλη της αλλά όχι εκείνη. Της μιλούσε...
«Τί ακριβώς θες να κάνεις; Να τους σκοτώσεις;» τη ρώτησε με θυμό.
«Σε ποιόν... μιλάς;» απόρησε ο Μάρκος. Όταν γύρισε το βλέμμα τηςπρος το μέρος του, εκείνος την κοιτούσε σαστισμένος.
«Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν είσαι ικανή να στερήσεις τη ζωή κανενός στη θέση τους. Και πέρα από αυτό, δύο χρόνια είναι πολλά. Όχι μόνο για την ψυχή τους. Έχουν γίνει τόσο πολλά. Οι ζωές των ανθρώπων έχουν βρει την τροχιά τους. Θα τα καταστρέψεις όλα για κάτι που δεν είχες; Συνήθισες την απώλεια. Αυτούς, τους οποίους τη ζωή θα καταστρέψεις, θα τη ζήσουν από την αρχή.» συνέχισε η Ορόρα.
«Και εγώ θα τη ζήσω ξανά! Έχεις δίκαιο. Δεν μπορώ να σκοτώσω κανέναν! Πόσο μάλλον αυτούς τους δύο!»
«Ηλιαχτίδα, με τρομάζεις. Είναι κάτι από αυτά τα υπερφυσικά σας;» όμως η Ήβη τον αγνόησε και συνέχισε να μιλάει στο τζάμι.
«Αν είναι άστεγοι; Ετοιμοθάνατοι; Δε θα ήταν καλύτερο;» πρότεινε η Ήβη.
«Τί νομίζεις ότι είσαι; Κάποιου είδους σωτήρας που θα τους απαλλάξει από τις μίζερες ζωές τους;» αντέτεινε η Ορόρα. «Αν ήθελαν να πεθάνουν θα το είχαν κάνει και από μόνοι τους, δε θα σε χρειαζόντουσαν! Το μέλλον μπορεί να αλλάξει ριζικά! Δε θα σε αφήσω να το κάνεις.»
Ο Μάρκος είχε πλησιάσει αθόρυβα το πλευρό της και τώρα την αγκάλιαζε. Δεν είχε καταλάβει ότι έκλαιγε. Η Ορόρα είχε εξαφανιστεί τώρα. Μια εικόνα πέρασε φευγαλέα μπροστά από τα μάτια της, το μυαλό της σα λαβύρινθος με τα τοιχώματα του γεμάτα πόρτες, δωμάτια. Κάπου εκεί φαντάζονταν ότι είχε κρυφτεί η συγκάτοικος της. Αλλά αυτό που την τρόμαζε περισσότερο ήταν ότι εκείνη ήξερε αυτά τα δωμάτια πολύ καλύτερα από την Ήβη, είχε τριγυρίσει αυτούς τους διαδρόμους περισσότερες φορές από εκείνη.
«Ησύχασε... Λυπάμαι.» ο Μάρκος προσπαθούσε να την παρηγορήσει. Ακούγονταν τόσο στενοχωρημένος.
«Γ... για... ποιό πράγμα λυπάσαι;» τον ρώτησε συγχυσμένη.
«Δεν έπρεπε να έρθω. Δηλαδή έπρεπε, αλλά όχι νωρίτερα... Τώρα θα ήμουν νεκρός και εσύ θα είχε κάτι λιγότερο να ανησυχείς.» ένιωσε λες και είχαν μόλις τραβήξει ένα χανζαπλαξ που είχαν κολλήσει στην καρδιά της. Ο Μάρκος τα είχε καταλάβει όλα! Δεν ήθελε... δεν έπρεπε να το είχε καταλάβει. Τραβήχτηκε από την αγκαλιά του για να σταθεί αντιμέτωπη του.
«Δεν... ε... έχεις τίποτα να λυπάσαι!» προσπάθησε να ακουστεί θυμωμένη, αλλά μάλλον δεν τα κατάφερε. Κρίνοντας από το χαμόγελο του, μάλλον ακούστηκε αστεία. «Σοβαρολογώ!»
Ο Μάρκος άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει αλλά φωνές ακούστηκαν από το ισόγειο και τους διέκοψαν. Ακούγονταν σαν κάποιος να καυγάδιζε, έτσι πήγαν να δουν τι συνέβαινε.
Μέχρι να φτάσουν στο σαλόνι ο καυγάς είχε τελειώσει και η Μαρία στεκόταν μπροστά από την κλειστή εξώπορτα.
«Γιαγιά; Τί συνέβη;» η Μαρία τους κοίταξε με ένα αυστηρό βλέμμα που η Ήβη δεν είχε δει ποτέ ξανά στη ζωή της.
«Μάρκο, καλύτερα να πηγαίνεις.» το αγόρι περίμενε το καταφατικό βλέμμα της κοπέλας για να εκτελέσει την εντολή. Όταν έκλεισε η πόρτα πίσω του, η Μαρία πήρε πρώτη το λόγο χωρίς να χάσει χρόνο.
«Πιστεύω ότι δε θα ήταν καλή ιδέα να ξαναγυρίσεις στο Obweiben. Εδώ θα σε προσέχουμε καλύτερα.»
«Θα με προσέχετε καλύτερα; Γιαγιά, πού είναι η μαμά;» άλλαξε το θέμα για να μην ξεσπάσει την ένταση της πάνω στην Μαρία. Ειδάλλως αυτή η συζήτηση θα κατέληγε σε πόλεμο.
«Ναι, μπορεί να νομίζεις ότι ξέρεις τι γίνεται αλλά παίζονται πολύ σκληρά παιχνίδια εκεί έξω. Και δεν είμαι διατεθειμένη να σε εκθέσω σε αυτά.» συνέχισε στον ίδιο αυστηρό τόνο αγνοώντας την ερώτηση της Ήβης.
Το κορίτσι δε σκόπευε να δώσει σημασία. Τί άλλο θα μπορούσε να περιμένει άλλωστε; Να την παροτρύνει να διακινδυνεύσει τη ζωή της; Η Μαρία δε θα επέτρεπε στην Ήβη να αναμειχθεί σε αυτό ακόμα και αν το τέλος του κόσμου βρισκόταν στα χέρια της εγγονής της. Ή ίσως, μόνο τότε. Όσο η γιαγιά της πίστευε ότι μπορούσε να πάρει τη θέση της σε αυτό, δε θα την άφηνε να κάνει τίποτα. Αλλά αυτό που την απασχολούσε ήταν ότι είχε αποφύγει την ερώτηση της.
«Γιαγιά, πού είναι η μαμά;» αυτή τη φορά η φωνή της δεν ήταν γεμάτη περιέργεια, αλλά καχυποψία και φόβο.
«Άκουσε με νεαρά μ...»
«Γιαγιά, πού είναι η μαμά;» η Ήβη πήγε μέχρι την κουζίνα για να κοιτάξει αν ήταν κρυμμένη εκεί μέσα, δεν είχε πάει πάνω… Τις είχαν ακούσει να καυγαδίζουν.
Είχε βγει έξω. Αλλά τι ήταν αυτό που θα έκανε και η Μαρία δεν ήθελε να της πει; Όταν η Ήβη βρέθηκε απέναντι από την Μαρία σταμάτησε να περιπλανιέται στο σπίτι ψάχνοντας τη μητέρα της, τώρα κοιτούσε τη γυναίκα γεμάτη φόβο. Το μόνο πράγμα που η Μαρία δεν μπορούσε να αντέξει, πέρα από την ιδέα ότι η οικογένεια της βρισκόταν σε κίνδυνο, ήταν η εικόνα της εγγονής της φοβισμένης.
«Πήγε... να βρει τον πατέρα σου. Πιστεύει... ότι μπορεί να τον βοηθήσει.» απάντησε με μισή καρδιά.
Η Ήβη ήξερε πως η Βαλεντίνη θα ήταν απόλυτα ασφαλής με τον Λουκά. Τώρα όμως που η ανησυχία της είχε καθιζάνει άλλες σκέψεις πυρπόλησαν το μυαλό της και έκαναν τα γόνατα της να λυγίσουν.
«Εκεί υπολογίζουμε αν κάτι πάει στραβά...»
Ο Χάρης και η Ηλέκτρα είχαν πάει στο στόμα του λύκου. Και εκείνη τους είχε αφήσει εκτεθειμένους εκεί. Βγήκε από το σπίτι και άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Η Μαρία της φώναζε αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στη φωνή της ενώ ο αέρας που βούιζε στα αυτιά της δεν τη βοήθησε σε αυτό. Θα πήγαινε να βρει τον Νέστορα. Ίσως εκείνος θυμόταν πως πήγαιναν στην Σάρλοτ. Έπρεπε να τους βρει. Πριν προλάβει όμως να στρίψει στο επόμενο στενό, κάτι έπεσε πάνω της και την έριξε στην άσφαλτο.
***

Ο Χάρης και η Ηλέκτρα ήταν σε διαφορετικά κελιά. Τους είχαν πάρει τα ραβδιά και τους τα είχαν σπάσει, αυτό όμως δεν πτόησε το αγόρι που έστυβε το μυαλό του για κάποιο σχέδιο. Σε αντίθεση με τον Χάρη, η Ηλέκτρα καθόταν ήρεμη στο χώμα έχοντας στην αγκαλιά της τα γόνατα της. Το γεμάτο αυτοπεποίθηση βλέμμα της είχε υποχωρήσει μπροστά στο φόβο, ένα συναίσθημα που επιδεινώθηκε με την παρουσία του Ναπολέοντα. Το κορίτσι έδειχνε να έχει περισσότερο συναίσθηση του τι επόταν απ’ ότι ο αδελφός της.
Τα κελιά τους βρισκόταν το ένα απέναντι στο άλλο, έτσι ο άρχοντας στάθηκε στο ενδιάμεσο με την πλάτη του στραμμένη στον Χάρη.
«Δεν περίμενα να σε ξαναδώ ζωντανή αγριόγατα.» στο άκουσμα του προσωνυμίου που της είχε αποδώσει ο άντρας, ο Χάρης έκανε ένα μορφασμό που φανέρωνε αηδία.
«Γιατί δεν κάνεις ό, τι είναι να κάνεις να τελειώνουμε;» του είπε η Ηλέκτρα συλλέγοντας κάθε ψίχουλο αυτοσυγκράτησης που της είχε απομείνει.
«Απλά δώσε μου το κομμάτι του καθρέφτη που βρήκες και θα τελειώσει ανώδυνα.» της πρότεινε ο Ναπολέοντας.
«Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς.» είπε τα λόγια της σα να έλεγε ατάκα σε μια οντισιόν που σίγουρα δε θα έπαιρνε το ρόλο.
«Ξέρεις πως έπρεπε να πεθάνει η αδελφή σου, αγόρι;» αν και αναφερόταν στον Χάρη το βλέμμα του ήταν ακόμα στραμμένο στην Ηλέκτρα. «Βασανίστηκα. Αργά και βασανίστηκα.» ο Ναπολέων ευχαριστιόταν κάθε λέξη καθώς την ξεστόμιζε ενώ τις πρόφερε με σχεδόν αηδιαστικό τρόπο. «Τί λες εσύ; Θα μιλήσει;»
«Λέω ότι δεν έχει κάτι να σου πει.» ο Χάρης προσπάθησε να συγκρατήσει το θυμό στη φωνή του αλλά κάτι τέτοιο δεν έμοιαζε δυνατό.
«Εσύ; Ξέρεις;» ο άντρας γύρισε να τον κοιτάξει για πρώτη φορά με βλέμμα γεμάτο υπονοούμενα. «Ένα πουλάκι μου είπε ότι προσπαθούσες να ψαρέψεις σε ξένα νερά.»
«Τότε δεν μπορεί να είναι αξιόπιστο. Ρωτούσα για δουλειά. Πόσο ύποπτο μπορεί να είναι αυτό;»
«Μου είπε επίσης ότι ήσουν χαμένος. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του πατέρα σου, δε σε περίμενε τόσο νωρίς. Αλήθεια... τί σε έκανε να γυρίσεις; Οικογενειακά προβλήματα;» το αγόρι δεν ήξερε τι προμήνυε το χειρότερο. Το γεμάτο σιγουριά χαμόγελο του ή η παύση στο μονόλογο του. «Η αδερφούλα σου σε έμπλεξε στα βαθιά αυτή τη φορά. Αλλά αν συνεργαστείς... θα το κάνω ανώδυνο.»
«Άφησε τον ήσυχο ακούς;» η φωνή της Ηλέκτρας ακούστηκε υστερική. «Δεν ξέρει τίποτα! Ακούς; Τίποτα! Τον συνάντησα τυχαία. ΆΣΕ ΤΟΝ ΝΑ ΦΎΓΕΙ!»
«Ακόμη και έτσι να είναι, μου είναι ακόμα χρήσιμος. Μπορεί εσύ να αντέχεις τον πόνο… ή να υποκύψεις πολύ γρήγορα. Γι’ αυτό θα ξεκινήσω με εκείνον.»
Ο Χάρης κοίταξε την αδερφή του με σκοπό να συναινέσει σε αυτό. Αυτό που η Ηλέκτρα είχε κλέψει από εκείνον ήταν πολύ σημαντικό. Απαραίτητο. Ίσως χωρίς αυτό να πήγαιναν τα σχέδια του πίσω, αρκετά πίσω για να προλάβει η Ήβη να βρει μια άκρη. Η Ηλέκτρα όμως έμοιαζε να διστάζει. Ο Χάρης ήξερε πως θα έσπαγε αν τον άκουγε να υποφέρει. Θα έπρεπε να παραμείνει σιωπηλός.
Ο Ναπολέοντας σήκωσε το ραβδί του ενάντια στον Χάρη ρίχνοντας ταυτόχρονα μια τελευταία ματιά στην κοπέλα πίσω του. Και τότε κοκάλωσε. Το μόνο που είχε κάνει εκείνη ήταν να φέρει το χέρι της στο στόμα της. Όμως ήταν αρκετό ώστε για να του τραβήξει την προσοχή. Σημάδεψε την κλειδαριά στο κελί της Ηλέκτρα και αυτή άνοιξε υπάκουα στο βουβό του ξόρκι.
Έκανε νόημα στους φρουρούς που στεκόντουσαν λίγα μέτρα μακριά και βημάτισε προς το μέρος της. Εκείνη σύρθηκε προς τα πίσω κλαψουρίζοντας ενώ άφησε μια κραυγή. Αυτός όμως την άρπαξε βίαια από τον αριστερό της καρπό.
«ΜΗΝ ΤΗΝ ΑΚΟΥΜΠΑΣ ΑΘΛΙΕ! ΑΦΗΣΕ ΤΗΝ! ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΝΑ ΜΗΝ ΤΗΝ ΑΚΟΥΜΠΑΣ!» ο Χάρης είχε πιάσει με τα δύο του χέρια τα κάγκελα και προσπάθησε να τα κάνει να κουνηθούν. Ήξερε ότι ήταν ανώφελο αλλά έπρεπε να κάνει κάτι. Δεν άντεχε να βλέπει την αδερφή του αβοήθητη ενώ εκείνος καθόταν άπραγος. Δεν την είχε συνηθίσει έτσι. Εξέπνεε πάντα ένα δυναμισμό, μια σιγουριά για τον εαυτό της και τις ικανότητες της, του ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι μπορούσε κάποιος να της κάνει κακό.
Την κόλλησε στον τοίχο ενώ οι δύο φρουροί φρόντισαν να την ακινητοποιήσουν.
«Έξυπνο... πολύ έξυπνο.» μουρμούρισε ο Ναπολέων. «Θα μπορούσες να τα είχες καταφέρει περίφημα... Ομολογώ ότι ενθουσιάστηκα.» μονολογούσε. «Δε θα άφηνες ποτέ τίποτα σημαδέψει αυτήν την υπέροχη επιδερμίδα.» ο άντρας ψαχούλεψε για λίγο τον καρπό της.
«Τί κάνεις; Τί σε έπιασε; Μα τί είναι αυτά που λες;» αν και αυτή τη φορά έπαιξε πείστηκα το ρόλο της, ο Χάρης ήξερε τι εννοούσε ο Ναπολέων. Είχε προσέξει και εκείνος αυτό το σημάδι στον καρπό της αδερφής του. Γιατί δεν σκέφτηκε το ίδιο πονηρά με εκείνον; Γιατί άφησε τη νοσταλγία να θολώσει την κρίση του; Σκέφτηκε.
Ο Χάρης είδε τον Ναπολέοντα να βγάζει ένα μαχαίρι από το θηκάρι της ζώνης του και να πιέζει τη μύτη του στην μέσα πλευρά του καρπού της… εκεί όπου η Ηλέκτρα είχε το σημάδι.
«ΜΗΝ ΤΗΝ ΑΓΓΙΖΕΙΣ! ΠΑΡΕ ΤΑ ΒΡΩΜΟΧΕΡΑ ΣΟΥ ΚΑΘΑΡΜΑ! ΑΦΗΣΕ ΤΗΝ! ΤΗΝ ΠΝΙΓΕΙΣ!»
Η Ηλέκτρα άφησε άλλη μια κραυγή και τα γόνατα της λύγισαν. Πνιγόταν, προσπάθησε να φωνάξει και πάλι όμως η φωνή δε έβγαινε από τα χείλη της ενώ τα μάτια της είχαν κοκκινίσει από το κλάμα και τα μάγουλα της ήταν βρεγμένα. Ο Ναπολέων πέταξε το μαχαίρι στο πάτωμα και έβαλε τα δάχτυλα του στην πληγή που είχε μόλις ανοίξει.
«ΆΦΗΣΕ ΤΗΝ!!» συνέχισε να ωρύεται ο Χάρης.
Ο Ναπολέων δεν έδειχνε να βρίσκει αυτό που έψαχνε, έτσι χωρίς να χάσει ούτε στιγμή την έξαρση που τον διακατείχε, ψαχούλεψε με τα δάκτυλα του λίγο παραπέρα.
«Χα!» είχε βρει αυτό που ήλπιζε και το έσπρωχνε προς την ανοιχτή πληγή. Λίγο αργότερα ένα άσπρο χαπάκι ξεπρόβαλε. Ήτανε πλαστικό. Από εκείνα που ανοίγουν και περιέχουν σκόνη. Μόνο που αντί για σκόνη ο άντρας βρήκε ένα μικροσκοπικό κομμάτι από σπασμένο καθρέφτη. Το κράτησε στο ύψος των ματιών του και το επεξεργάστηκε για λίγο με χαμόγελο θριαμβευτή στο πρόσωπο του.
Η Ηλέκτρα προσπάθησε να το πάρει πίσω ορμώντας του αλλά ο Ναπολέων την έριξε κάτω με ένα δυνατό χαστούκι. Η κοπέλα προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά οι φρουροί δεν την άφησαν.
«Τελειώνεται με αυτούς.» πρόσταξε και έφυγε.
***

«Λοιπόν, σειρά σας.» είχε πλέον σκοτεινιάσει, έτσι η Μαρία σηκώθηκε για να ανάψει το φώς. Είχε τηρήσει το δικό της μέρος της συμφωνίας και τώρα ήταν η σειρά της Άννας και της Καίτης.
Τα δύο κορίτσια κοιτάχτηκαν για λίγο σα να περίμεναν κάποιον να τις κατσαδιάσει. Η Άννα μίλησε πρώτη.
«Η αλήθεια είναι ότι όσο ήταν η Ήβη εδώ δε μάθαμε κάτι σημαντικό… πέρα από τι είναι και τι μπορεί να κάνει.»
«Και ποιός την κυνηγάει.» συμπλήρωσε η Καίτη.
«Η Ήβη έκανε μαθήματα με τον Γαβριήλ και τον Χάρη...»
«Για μισό λεπτό. Τον Γαβριήλ;» τη διέκοψε η Μαρία.
«Ναι. Ο μόνος λόγος που δέχτηκε τη θέση του καθηγητή ήταν γιατί το υπουργείο στο οποίο δουλεύει του είχε ζητήσει να την προσέχει.» της εξήγησε η Καίτη.
«Στην αρχή δεν ήθελε, αλλά μετά έμαθε ότι θα έβαζαν κάποιον άλλον στη θέση που είχε αρνηθεί οπότε ο Γαβριήλ προτίμησε η Ήβη να περιτριγυρίζεται από οικεία πρόσωπα.» είπε η Άννα.
«Δεν μπορώ να το πιστέψω! Τον παλιό υποκριτή!» η Μαρία έδειχνε έξω φρενών.
«Ο Γαβριήλ δεν είναι υποκριτής!» δήλωσε με περίσσιο σθένος η Άννα ενώ είχε σηκωθεί από το κρεβάτι κάνοντας τη Μαρία να σαστίσει από τη συμπεριφορά της.
«Δεν... δεν εννοούσα τον Γ...» ξεκίνησε να λέει δειλά η Μαρία. «Δεν είσαι ερωτευμένη μαζί του, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε γεμάτη καχυποψία.
«Όχι, απλώς τον συμπαθώ πάρα πολύ.» απάντησε ένοχα ενώ κάθισε ξανά. Αν και έδειχνε να έχει λερωμένη τη φωλιά της, η Μαρία δεν το συνέχισε. «Άλλωστε είναι ο μόνος καθηγητής που μου βάζει καλό βαθμό.»
«Αν διάβαζες λίγο παραπάνω και στα άλλα μαθήματα είμαι σίγουρη ότι θα έπαιρνες και εκεί καλύτερους βαθμούς.» την επέπληξε η καθηγήτρια της.
«Ξεφεύγουμε από το θέμα μας.» είπε το κορίτσι προσπαθώντας να ξεγλιστρήσει.
«Σωστά...» είπε η Μαρία και σηκώθηκε με ορμή για να κατευθυνθεί προς την πόρτα.
«Μα... που πάτε;» σάστισε η Καίτη.
«Να τρίξω λίγο παραπάνω τα δόντια αυτού του γεροξεκούτη!» τα δύο κορίτσια κοιτάχτηκαν φοβισμένα και χωρίς να το σκεφτούν έτρεξαν στην πόρτα την οποία έκλεισαν πριν βγει η Μαρία.
«Ας μην το παρατραβάμε.» μίλησε πρώτη η Καίτη.
«Ναι, δε θα θέλαμε να σας διώξουν.» την υποστήριξε η Άννα.
«Να με διώξουν;» απόρησε η γυναίκα. «Μα τι...; Κάντε στην άκρη!» όμως η προσταγή της πήγε στο βρόντο.
«Ας μην ξεχνάμε ότι είναι ο πρωθυπουργός... Δε νομίζω η έλλειψη στοιχείων να τον εμποδίσει να στραφεί εναντίον σας. Αρκετά δεν του μπήκαμε στο μάτι για μια μέρα; Άλλωστε θα ήταν προτιμότερο να τον αφήσουμε να μας ξεχάσει για λίγο.» προσπάθησε να τη συνεφέρει η Άννα.
«Και με αυτό εννοεί ότι έβαλε έναν κοριό στο γραφείο του και οτιδήποτε αποσπά την προσοχή του από τους Άβετορ είναι χάσιμο χρόνου.» της εξήγησε η Καίτη δειλά. Η Μαρία κάθισε για λίγο σαστισμένη απλά και μόνο κοιτώντας τες. Χρειάστηκε λίγο χρόνο αλλά μετά τους χάρισε ένα πλατύ, πονηρό χαμόγελο.
«Καταλαβαίνεται ότι άμα τον βρουν θα έχουμε σοβαρά μπλεξίματα;» τις ρώτησε η Μαρία. Παρ’ όλα αυτά δεν έχασε το χαμόγελο της που μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ με την απάντηση της Άννας.
«Μα ποιός θα σκεφτόταν ότι δύο αθώα και αφελή κορίτσια θα μπορούσαν να σκεφτούν και να κάνουν κάτι τόσο διαβολικό; Άλλωστε με τόσους που μπαινοβγαίνουν κάθε μέρα εκεί μέσα, εμείς θα είμαστε οι τελευταίες που θα περάσουν από το μυαλό τους. Και έπειτα... δεν έχουν αποδείξεις.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου