Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 6


«Μα τα γένια του Μέρλιν... Τί... τί στο καλό έγινε εδώ μέσα; Είσαι καλά κοπέλα μου;» είπε ενώ έβγαλε το ραβδί του στρέφοντας το ενάντια στον Χάρη που κράταγε ακόμα το δικό του στο χέρι.
«Μπορώ να σας εξηγήσω.» ξεκίνησε να λέει το κορίτσι δειλά χωρίς να είναι σίγουρη αν κάτι τέτοιο αλήθευε.
«Κράτα τις εξηγήσεις για αργότερα.» μούγκρισε ενώ απευθυνόταν αποκλειστικά στον Χάρη.
Το περιστατικό αυτό δεν μπορούσε παρά να καταλήξει στο γραφείο της Σίλβιας με την παρουσία της Μαρία και του Κορνηλίου.
«Μια κατσαρίδα;» επανέλαβε η διευθύντρια ανίκανη να πιστέψει τη φτηνή δικαιολογία που της είχε μόλις τσαμπουρνήσει η Ήβη.
«Ναι, αν σε ακουμπήσουν μπορούν να σου πέσουν όλες οι τρίχες. Είναι φορείς ραδιενέργειας… και μικροβίων.» συνέχισε στην προσπάθεια της να προστατεύσει τον Χάρη ο οποίος είχε κρεμάσει τα μούτρα του και δεν είχε βγάλει άχνα από τότε που τους έκανε τσακωτούς ο καθηγητής τους. Η Ήβη ήξερε πως η αντίδραση του αυτή δεν οφειλόταν στο φόβο για την απερχόμενη τιμωρία του, αλλά στην πεποίθηση του ότι η Ήβη τον κορόιδευε και του κρατούσε μυστικά.
«Δηλαδή θες να μου πεις ότι αυτός ο χαμός μες το δωμάτιο έγινε για μία κατσαρίδα;» πήρε το λόγο η Μαρία που έμοιαζε τόσο καχύποπτη όσο και θυμωμένη με το όλο συμβάν. «Και τί έχεις να πεις για το ότι ένα αγόρι ήταν στο δωμάτιο σου ενώ θα έπρεπε να ήσασταν και οι δύο στο μάθημα σας;» η Ήβη περίμενε κάποιου είδους υποστήριξη από τη γιαγιά της αλλά προφανώς έπρεπε να βγάλει μόνη της το φίδι από την τρύπα.
«Με είχε πάρει ο ύπνος γι’ αυτό δεν μπήκα στον κόπο να πάω. Δεν είναι κρυφό ότι η κυρία Λόκχαρτ θεωρεί αγένεια να μην έρχεσαι στην ώρα σου στο μάθημα της, ακόμη και αν πήγαινα δε θα με άφηνε να μπω. Όσο για το Χάρη, η ίδια του έδωσε άδεια για να φύγει.» της απάντησε αγανακτισμένη.
«Μη φοβάσαι να μιλήσεις κορίτσι μου. Κανείς δε θα σε πειράξει.» είπε ο Ριχάρδος ρίχνοντας ένα φαρμακερό βλέμμα στον Χάρη το οποίο και εκείνος ανταπέδωσε και με το παραπάνω.
«Ναι, μίλησα με τη συνάδελφο.» παρενέβη η Σίλβια. «Είπε πως έδωσε άδεια στο αγόρι γιατί της φαινόταν πολύ κουρασμένος για να μείνει στο μάθημα της. Το ερώτημα είναι, γιατί πήγες στο δωμάτιο της συμμαθήτριας σου αντί για το δικό σου;» τον ρώτησε με δικηγορικό ύφος.
«Θυμήθηκα ότι είχα δανειστεί κάποιες σημειώσεις από την Ήβη και ήθελα να τις της γυρίσω πριν πάω να ξεκουραστώ. Θα της τις έδινα στο μάθημα αλλά δεν είχε έρθει.» είπε σπάζοντας για πρώτη φορά τη σιωπή του.
Ήταν λες και του είχαν ζητήσει να αποστηθίσει ένα κομμάτι κείμενο που θα έπρεπε να αραδιάσει την κατάλληλη στιγμή. Η Ήβη τον είχε χιλιοπαρακαλεσει στο δρόμο τους για το γραφείο της διευθύντριας (πίσω από την πλάτη του καθηγητή τους) να μην αναφέρει τίποτα για τον καλικάτζαρο.
Εκείνος όμως δεν της είχε απαντήσει. Της κρατούσε μούτρα και δεν είχε γυρίσει ούτε καν για να την κοιτάξει.
«Αυτή η ιστορία είναι εντελώς γελοία και δεν είμαι διατεθειμένη να την πιστέψω. Σα διευθύντρια της σχολής βάζω τέλος σε αυτό. Χάρη, μετά λύπης μου σου γνωστοποιώ ότι αποβάλλεσαι από το Obweiben.» δεν υπήρχε ίχνος λύπης στη φωνή της διευθύντριας. Αντιθέτως, φαινόταν απόλυτα ικανοποιημένη με αυτήν την εξέλιξη. «Μπήκες στους κοιτώνες των κοριτσιών και προκάλεσες αναστάτωση. Η απόφαση μου είναι οριστική και τώρα σε παρακαλώ πήγαινε να μαζέψεις τα πράγματα σου. Θα φύγεις την ώρα του δείπνου έτσι ώστε κανείς να μην αντιληφθεί την αναχώρηση σου. Σε όσους ρωτήσουν και για την προστασία του δικού σου ονόματος, θα γνωστοποιηθεί ότι αποφάσισες να αλλάξεις σχολή.» η απόφαση της Σίλβιας βρήκε την Ήβη απροετοίμαστη.
«Συμφωνούμε μαζί σου Σίλβια.» είπε η Μαρία παρά το ικετευτικό βλέμμα της εγγονής της για κάποιας μορφής υποστήριξη. Όμως η γυναίκα είχε άλλα σχέδια.
«Αυτό είναι άδικο.» επενέβη η Ήβη ενώ σηκώθηκε με νεύρο από τη καρέκλα της. «Δεν έχετε αποδείξεις και δεν μπορείτε να στηρίξετε αυτήν την απόφαση. Άλλωστε χρειάζεται η πλειοψηφία των καθηγητών για αποβάλετε κάποιον.» προσπαθούσε απεγνωσμένα να κερδίσει λίγο χρόνο, όμως ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν έκανε τίποτα απολύτως για υπερασπιστεί τον εαυτό του. Λες και ήξερε πως κάτι τέτοιο θα ήταν ανώφελο. Ο Χάρης σηκώθηκε από την καρέκλα του προτού η Ήβη τελειώσει την πρόταση της και έφυγε από το δωμάτιο κλείνοντας διακριτικά την πόρτα πίσω του.
Όταν το κορίτσι συνειδητοποίησε την απουσία του, βάλθηκε να τρέξει να τον βρει. Δεν μπορούσε να αφήσει την κατάσταση να πάρει τέτοια τροπή.
«Δεν έχεις να πάς πουθενά.» άκουσε την Μαρία να της λέει. Όμως η Ήβη δεν της έδωσε σημασία. Έκλεισε την πόρτα πίσω της με πάταγο αφήνοντας τους καθηγητές της άφωνους.
Ο Χάρης είχε κιόλας εξαφανιστεί όταν η Ήβη βγήκε για να τον ψάξει. Αλλά έπρεπε πρώτα να έρθει αντιμέτωπη με τη Μαρία που την ακολουθούσε φουριόζα.
«Ήβη, περίμενε.»
«Να περιμένω;» τη ρώτησε εκνευρισμένη. «Τί ήταν αυτό;»
«Ήβη, δεν ξέρεις...»
«Τότε εξήγησε μου! Δεν είμαι χαζή! Έψαχνες ευκαιρία να τον διώξεις; Γιατί αλλιώς δεν...»
«Ναι. Έψαχνα ευκαιρία να τον διώξω.» της απάντησε υψώνοντας τον τόνο της. «Με τη φοίτηση κάθε μαθητή στη σχολή, λαμβάνουμε το ιστορικό του.» συνέχισε με μυστικοπάθεια. «Και ο Χάρης σίγουρα δεν είναι αυτό που λέμε υπόδειγμα μαθητή. Πολλά πράγματα γι’ αυτόν δεν είναι ξεκάθαρα. Κοίτα, απλώς δε θέλω να σε πλησιάσει ξανά.» η απόπειρα της Μαρίας να χαλιναγωγήσει τον κοινωνικό κύκλο της Ήβης ήχησε επαναστατικά στα αυτιά της κοπέλας.
«Δε θ... Ξέρεις κάτι; Ξέχνα το.» πήγε να φύγει αλλά η Μαρία τη σταμάτησε για ακόμη μια φορά.
«Ξέρω πως είναι δύσκολο...» συνέχισε χαμηλώνοντας την ένταση της φωνής της. «αλλά με την παρουσία του εδώ, η όλη ιστορία με τους Άβετορ έχει αρχίσει να ψιθυρίζεται. Και αυτό τους κάνει όλους νευρικούς. Ακόμη και αν κάναμε συνέλευση, πάλι το ίδιο αποτέλεσμα θα έβγαινε. Ο Χάρη θα αποβαλλόταν και πάλι.»
«Τί εννοείς; Τί ξέρεις;» η συζήτηση τους είχε ξαφνικά πάρει μία διαφορετική τροπή. Τί ήταν αυτό που έκανε τον Χάρη τόσο επικίνδυνο στο μάτια των υπολοίπων; Έπρεπε όντως να μείνει μακριά του;
«Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι έχει βρεθεί σε λάθος μέρη τις λάθος στιγμές. Έχει συλληφθεί αρκετές φορές αλλά δεν είχαν αρκετά στοιχεία για να τον κρατήσουν. Όμως έχουν βρεθεί στην κατοχή του πράγματα που παραπέμπουν σε αυτούς. Η σχολή δεν είχε επιλογή, δεν μπορούσαμε να μη δεχτούμε την εγγραφή του. Αλλά... Κατάλαβε με... αν ισχύουν όλα όσα υποψιαζόμαστε...»
Τα χείλη της Μαρία κινιόντουσαν ακόμη αλλά η φωνή δεν έφτανε μέχρι τα αυτιά της Ήβη. Ο Χάρης μπορεί να είχε κάνει πολλά πράγματα στο παρελθόν, όμως είχε χάσει την αδελφή του και η Ήβη ήθελε να πιστεύει πως η απώλεια του αυτή τον είχε κάνει να δει τα πράγματα από άλλη οπτική γωνία. Άλλωστε όλοι δεν κάνουμε λάθη; Τα λόγια του Χάρη εκείνο το απόγευμα της εκδρομής ήχησαν και πάλι στο μυαλό της.
Είμαστε στην ίδια πλευρά και το ξέρεις.
Το είχε ήδη αποφασίσει.

Στο υπόγειο του Obweiben, σε ένα από τα δωμάτια των κοιτώνων, ο Χάρης ετοίμαζε το σακίδιο του. Η απόφαση της αποβολής δε φάνηκε να τον επηρεάζει αρνητικά. Ήξερε πως αργά ή γρήγορα θα έβρισκαν κάποια πρόφαση για να τον αποβάλουν. Άλλωστε η Μαρία τον είχε προϊδεάσει από την πρώτη κιόλας μέρα που πάτησε το πόδι του εκεί. Θυμόταν γλαφυρά τη στιγμή που τον συνόδευε στο γραφείο της Σίλβιας. Του είχε τονίσει πως έπρεπε να μείνει μακριά από την Ήβη και δεν είχε μπει στον κόπο να κρύψει τα λόγια της.
Ένας χτύπος στην πόρτα διέκοψε τον ειρμό των σκέψεων του, αλλά δεν απάντησε. Έτσι η Ήβη μπήκε χωρίς να περιμένει την άδεια του.
«Μα καλά τι στο καλό σε έπιασε;» τον ρώτησε αλαφιασμένη. «Γιατί δεν είπες κατ...»
«Τί θέλεις Ήβη;» τη διέκοψε ενοχλημένος.
«Τί θέλω; Σε απέβαλαν και πίστεψε με, είναι οριστικό!»
«Φαίνεται πως θα έχεις ένα άγχος λιγότερο στο κεφάλι σου.» της είπε προσποιούμενος ένα χαμόγελο έκπληξης. «Ούτως ή άλλως θα έφευγα από εδώ μέσα. Χάνω το χρόνο μου.» μουρμούρισε.
«Είσαι βλάκας!» του είπε χάνοντας την υπομονή της. Δεν άντεχε τη σκέψη ότι δε θα το έβλεπε ξανά. Για κάποιο λόγο, τον είχε ανάγκη, έπρεπε να μείνει κοντά της.
«Τί είναι αυτό τώρα;» τη ρώτησε παραξενευμένος.
«Τί εννοείς;» προσπαθούσε να μη βουρκώσει και προσπαθούσε σκληρά.
«Ξέχνα το.» κατένευσε αδιάφορα.
«Όχι, δεν το ξεχνάω! Θα έρθω μαζί σου.» δήλωσε αποφασισμένη.
«Τί; Όχι, θα μείνεις εδώ.»
«Κρίμα, δε θα το αποφασίσεις εσύ αυτό.» επέμεινε ωθώντας τον στα όρια της υπομονής του.
«Ξέρεις ποιό είναι το πρόβλημα; Ότι ποτέ σου δε με εμπιστεύτηκες. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο πλέον.» της είπε αγανακτισμένος.
«Ναι, δεν ξέρω αν μπορώ να σε εμπιστευτώ και δεν υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις για να το αλλάξεις. Ήθελα να σε χρησιμοποιήσω. Έπρεπε να σε κρατήσω μακριά μου, αλλά δεν τα κατάφερα! Αυτή τη στιγμή μπορεί να κάνω το χειρότερο λάθος. Ένα λάθος που δεν έχει να κάνει μόνο με τη δική μου ζωή.» δεν το ήθελε, προσπάθησε σκληρά να μην το κάνει, αλλά δεν τα κατάφερε.
Έκλαιγε.
Το νευρικό της σύστημα ήταν στενά συνδεδεμένο με την ικανότητα της να ξεσπάει σε κλάματα.
«Θέλω να σε εμπιστευτώ.» κατέληξε. Ήθελε να του πει ότι τον αγαπούσε, αλλά αισθανόταν γελοία με μία τέτοιου είδους εξομολόγηση.
Έτσι τον φίλησε.
Δεν ανταποκρίθηκε αμέσως, μετά όμως την έσφιξε στην αγκαλιά του.
***

«Κάλεσε μου τους Όλιβαρ.» ο Ναπολέων καθόταν στο θρόνο του μέσα στον ερειπωμένο του πύργο. Δεν είχε ενδιαφερθεί ποτέ για τη διακόσμηση, αν και δε θα του κόστιζε τίποτα. Ωστόσο, είχε φροντίσει η αίθουσα του να στέκεται επιβλητική προκαλώντας έτσι δέος σε υπηκόους και φιλοξενούμενους.
Ο περίτεχνος θρόνος του στεκόταν σε ένα υπόβαθρο στο νότιο τοίχο. Δεξιά και αριστερά από αυτόν βρισκόντουσαν δύο τεράστια πήλινα δοχεία στο περίβλημα των οποίων αποτυπώνονταν διάφορα σύμβολα ενώ από το χείλος τους αναρριχιόντουσαν φυτά. Ένα εσωτερικό μπαλκόνι του οποίου η εξωτερική περίμετρος στηριζόταν σε μία σειρά από γιγάντιες κολώνες αγκάλιαζε την αίθουσα (πλην του νότιου τοίχου) σε ύψος πέντε μέτρων από το δάπεδο. Πίσω από τους διαδρόμους που σχημάτιζαν οι κολόνες με τον ανατολικό και δυτικό αντίστοιχα τοίχο, υπήρχαν πόρτες που οδηγούσαν σε διάφορα σημεία του πύργου. Η κύρια πόρτα ωστόσο ξεχώριζε από τις υπόλοιπες τόσο σε μέγεθος όσο και σε αρχιτεκτονική. Λευκά γύψινα στόλιζαν τις γωνίες που σχημάτιζαν οι τοίχοι με το ταβάνι ενώ ένα κόκκινο περσικό χαλί ξεκινούσε από τη βάση του υπόβαθρου και κατέληγε στην εξώπορτα στο βόρειο τοίχο.
«Μάλιστα αφέντη μου.» ένας μικρόσωμος άντρας με καμπούρα και φαλάκρα υποκλίθηκε και έπειτα έφυγε.
Στα αυτιά του Ναπολέοντα είχε φτάσει η φήμη ότι το αγόρι που έφερνε το όνομα των Όλιβαρ φοιτούσε τώρα στο Obweiben. Γνώριζε αυτό το παιδί. Ενίοτε του έκανε διάφορα χατίρια. Όμως τί γύρευε εκεί; Νοσταλγία για τα μαθητικά του χρόνια ή μια προσπάθεια να αποκτήσει καλύτερη θέση στον κύκλο τους; Τί ήταν αυτό που σχεδίαζε και γιατί το κρατούσε κρυφό; Είχε άραγε μεθύσει από τη γεύση της προδοσίας όπως και η αδερφή του; Θα κατάφερνε να μάθει τίποτα από τους γονείς του;
Η Ηλέκτρα Όλιβαρ υπήρξε ερωμένη του για χρόνια. Ήταν ένα όμορφο πλάσμα, σάστιζες σαν περπάταγε πλάι σου. Του ήταν δύσκολο να δεχτεί την απόφαση ότι έπρεπε να τη σκοτώσει, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή.
Τον είχε προδώσει.
Τη μνήμη του βίασε η ανάμνηση από την έκφραση στο πρόσωπο της καθώς του έλεγε πως της προκαλούσε αηδία και ότι ποτέ της δεν ένιωσε τίποτα για εκείνον. Άραγε αυτός ο κόμπος στο στομάχι του ήταν απόδειξη ότι την είχε αγαπήσει; Η εντολή για το θάνατο της ξέφυγε από τα χείλια του χωρίς να το σκεφτεί. Η Ηλέκτρα υπολόγιζε σε αυτό, υπολόγιζε στον παρορμητισμό του και στον γρήγορο και ανώδυνο θάνατο που αυτό θα της προσέφερε.
Ήταν τόσο τυφλός;
Το συνειρμό του διέκοψε μια βαριά αντρική φωνή. Ο Νίκος Όλιβαρ στεκόταν μόλις λίγα μέτρα από τον υπερυψωμένο θρόνο. Έμοιαζε εκπληκτικά με τον Χάρη, μόνο που τα μαλλιά του ήταν λίγο ποιο μακριά και το πρόσωπο του πιο ώριμο.
«Πού είναι η Μόλη;» τον ρώτησε ο Ναπολέων.
«Ψάχνει τον χάρτη, όπως ακριβώς της αναθέσατε.» του απάντησε ανέκφραστα ο Νίκος.
«Έμαθα ότι ο γιος σου βρίσκεται στο Obweiben, γιατί;» τον ρώτησε χωρίς περιστροφές.
«Μετά το θάνατο της Ηλέκτρα τα απαρνήθηκε όλα. Τους γονείς του, τους Άβετορ, τα πάντα. Υποθέτω ότι θέλησε να ξεκινήσει από την αρχή.»
«Υποθέτεις;» τον ρώτησε καχύποπτα.
«Την τελευταία φορά που τον πλησίασα ήταν σε μάχη… ανάμεσα μας. Γιατί; Τί υπάρχει σε αυτό το σχολείο που φοβάσαι μη στο πάρει ο Χάρης.»
«Αυτό δε σε αφορά. Εσύ φρόντισε μόνο να ακολουθείς τις εντολές μου.» τα λόγια του έφεραν ένταση ανάμεσα στους δύο άντρες αλλά κανείς από τους δύο δεν έδειχνε διατεθειμένος να ξεσπάσει.
«Μάλιστα, να βρω το πολυπόθητο κομμάτι που υποτίθεται ότι σου έκλεψε η Ηλέκτρα.» σχολίασε πικρόχολα ο Νίκος.
«Με αμφισβητείς;» η αυθάδεια του Νίκου διέγειρε το ενδιαφέρον του Ναπολέων.
«Με όλο το θάρρος, αλλά δε νομίζεις ότι αν η Ηλέκτρα είχε πάρει κάτι από εσένα, θα τον είχαμε βρει μέχρι τώρα;»
«Όχι αν τον είχε δώσει στον αδελφό της. Αν κάτι τέτοιο ισχύει, ομολογώ πως το να κρυφτεί στο Obweiben ήταν πολύ έξυπνο.» το γεγονός ότι αποκαλούσαν το γιο του δειλό, τάραξε τον Νίκο. Ήταν σα να αποκαλούσε τον ίδιο. Όμως δεν τόλμησε να διαμαρτυρηθεί. Το να δείχνει ασέβεια στον αρχηγό τους δεν ήταν καθόλου έξυπνη κίνηση.
«Αν ήθελε να κρυφτεί, θα φρόντιζε να μην αποβληθεί.»
«Τότε φαντάζομαι ότι δε θα σου είναι δύσκολο να τον φέρεις ενώπιων μου.»
«Σου είπα ήδη πως δεν...»
«Έχεις διορία τριών ημερών.» τον διέκοψε δίνοντας τέλος στη συζήτηση τους. Ο Νίκος δεν είπε τίποτα παραπάνω, μονάχα έφυγε ψιθυρίζοντας κάτι ακατάληπτο.
***

Μετά το συμβάν στο δωμάτιο της, η Ήβη δεν είχε δει τον Νέστορα ξανά. Ήλπιζε πως θα κρυβόταν και πάλι στην τρύπα του. Θα της έλειπε, αν και δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί, δεν το ήξερε σχεδόν καθόλου όμως ένιωθε ευθύνη απέναντι του. Δεν είχε χρόνο να ενημερώσει κανέναν για την απόφαση της. Η Μαρία θα συνόδευσε τον Χάρη αυτοπρόσωπος ως την πύλη του Obweiben έτσι το κορίτσι είχε μπει στο μπαούλο του. Κανείς δεν τον αποχαιρέτησε, κανείς δεν ήξερε ότι είχε αποβληθεί. Η αλήθεια ήταν πως η Ήβη δεν είχε σκεφτεί καθόλου αυτήν της την απόφαση, κάτι που έκανε την αμφιβολία να φωλιάσει στις γωνιές του μυαλού της. Ήταν όμως αργά για να αλλάξει γνώμη.
Πρέπει να είχαν φτάσει μέχρι την πύλη. Εκεί η Μαρία έδωσε έναν θερμό αποχαιρετισμό στον πρώην μαθητή της.
«Υποθέτω πως τώρα πρέπει να σε ευχαριστήσω.» ξεκίνησε να του λέει.
«Για ποιό λόγο;» τη ρώτησε το αγόρι.
«Από την πρώτη στιγμή έψαχνα τρόπο να σε ξεφορτωθώ. Το έκανες τόσο εύκολο.»
«Παρακαλώ.» της απάντησε αδιάφορα.
«Δε θα μου άρεσε καθόλου να μάθω ότι εξακολουθείς να κρατάς επαφή με την εγγονή μου εκεί έξω. Πρόσεχε πολύ μικρέ.»
«Ίσως αν προσπαθούσες να μιλήσεις στην εγγονή σου αντί να κινείσαι πίσω από την πλάτη της να καταλάβαινες ότι δεν είναι χαζή.» αντιμίλησε το αγόρι. Η γυναικά όμως δεν του απάντησε, μονάχα τον κοίταξε βλοσυρά και έβγαλε το ραβδί της από την τσέπη της στρέφοντας το προς την πύλη.
«Εστάλο σίλβερα.» ακούστηκε ένας θόρυβος που θύμιζε ορμώμενο αέρα που προσπαθούσε να περάσει από χαραμάδα και έπειτα η Ήβη άρχισε πάλι να κοπανάει στα τοιχώματα του μπαούλου. Θα πρέπει να είχαν περάσει περίπου δέκα λεπτά όταν το μπαούλο σταμάτησε να κινείτε απότομα και ακούστηκε ένα μούγκρισμα.
Η Ήβη προσπάθησε να το ανοίξει χτυπώντας το καπάκι με τις παλάμες της, αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Ο Χάρης είχε φροντίσει να το κλειδώσει.
«Τί στο…» άκουσε το αγόρι να λέει.
Η Ήβη προσπάθησε να βγάλει το ραβδί από την τσέπη της, αλλά εκείνο είχε σφηνώσει στη ραφή της. Όταν τα κατάφερε...
«Άνοιξε!» φώναξε. Η Ήβη ανακάθισε και αναζήτησε με το βλέμμα της τον Χάρη. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, με τον Νέστορα από επάνω του να προσπαθεί να τον χτυπήσει. Παραξενεμένη, σηκώθηκε με προσεκτικές κινήσεις, βγήκε έξω από το μπαούλο και κάθισε να τους χαζέψει.
«Νέστορα; Τί κάνεις;» το ξωτικό όμως δεν της έδωσε σημασία, συνέχισε την προσπάθεια του ώσπου ο Χάρη τον πέταξε στο πλάι. «Νέστορα!» ύψωσε τον τόνο της φωνής της.
«Α, Ήβη, μην ανησυχείς, δε θα σου κάνει κακό.» την καθησύχασε το ξωτικό ενώ όρμησε ξανά. Ο Χάρης δεν έκανε απολύτως τίποτα για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, έτσι εκείνη μπήκε στη μέση.
«Νέστορα όχι, δε θέλει να μου κάνει κακό...»
«Έτσι λες εσύ, δεν τον εμπιστεύομαι.» αντέτεινε κοιτώντας τον Χάρη με μισό μάτι.
«Συγγνώμη, ειλικρινά λυπάμαι. Ξέρω ότι σου υποσχέθηκα να είμαι εδώ μέχρι την επέτειο αλλά...»
«Επέτειο;» ο Χάρης επενέβη στη συζήτηση τους με έναν τόνο καχυποψίας στη φωνή του.
«Α, κατάλαβα,» συνέχισε ο Νέστωρας αγνοώντας τον Χάρη. «κατάλαβα. Ναι, ναι, εντάξει, σίγουρα, έ... έχεις πράγματα να κάνεις...»
«Αχ Νέστορα...» αν και προσπάθησε, δεν κατάφερε να κρύψει την απογοήτευση του. «μπορείς αν θες να έρθεις μαζί μας.» του πρότεινε. Ήθελε μόνο να κατευνάσει το κύμα από τύψεις που την πλημμύρησε.
«Τί; Όχι, Ήβη δε νομίζεις ότι μαζευτήκαμε...» ο Χάρης προσπάθησε να επέμβει, να χαλιναγωγήσει τον αυθορμητισμό της. Αλλά το πρόσωπο του ξωτικού έλαμψε και η απάντηση του δεν άργησε να έρθει.
«Ναι, θα ήθελα.»
«…Πολλοί.» τελείωσε τη φράση του ο Χάρη.
«Έλα τώρα.» ξεκίνησε να λέει η Ήβη.
«Έλα τώρα;» την αποπήρε. «Δεν ξέρω αν το κατάλαβες, αλλά δεν είμαστε πια στο Obweiben! Τα τείχη του δε θα σε προστατέψουν αν γίνει κάποια αναποδιά, ούτε θα τη γλιτώσεις με μια τιμωρία. Πρέπει να το σκεφτείς αυτό πριν προχωρήσουμε. Όσο ακόμα μπορείς.»
«Όσο περισσότεροι είμαστε τόσο ποιό ασφαλής θα είμαστε αν...»
«Όσο περισσότεροι είμαστε τόσο ποιο πολλές υποψίες θα κινήσουμε αν ταξιδεύουμε ομαδικά. Κοίτα, δεν έχεις ιδέα πως είναι...» η Ήβη όμως δεν άφησε τον Χάρη να ολοκληρώσει.
«Είναι μόνο μέχρι τα Χριστούγεννα. Άλλωστε μπορεί να μας βοηθήσει. Δεν έχω ιδέα σε τι, αλλά…»
«Είναι ξωτικό! Θα τραβήξει την προσοχή κατευθείαν!»
«Μπορούμε να τον μεταμφιέσουμε.»
«Συγγνώμη που διακόπτω,» επενέβη δειλά το ξωτικό. «αλλά δε νομίζετε ότι πρέπει να το κάνετε αυτό κάπου αλλού; Νομίζω ότι κάποιος έρχεται.»
«Τώρα τί κάνουμε;» ρώτησε πανικόβλητη η Ήβη. Ως απάντηση, ο Χάρης την άρπαξε από τη μέση ενώ με το άλλο του χέρι πήρε τον Νέστορα από το μπράτσο και εξαϋλώθηκε.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, στο σημείο όπου πριν από λίγο τα δύο παιδιά καυγάδιζαν, κατέφτασε ο Γαβριήλ με την Άννα. Το άδειο μπαούλο στεκόταν ακόμα εκεί, ανοιγμένο. Αποδείκνυε αυτό που ο Γαβριήλ φοβόταν. Η Ήβη το είχε σκάσει με τον Χάρη. Ο Γαβριήλ το είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή που η Άννα ήρθε στο γραφείο του ψάχνοντας για τη φίλη της.
Ο άντρας κλότσησε με οργή το άδειο μπαούλο και απομακρύνθηκε από την Άννα. Το κορίτσι ήταν τρομαγμένο, τόσο από την πρωτοφανή αγριότητα του καθηγητή της όσο και από την απόφαση της φίλης της.
Η Άννα όμως δεν μπορούσε να την κρίνει, ήξερε τι θα πει να αντιστέκεσαι στα αισθήματα σου. Ήταν άλλωστε μια μάχη που έδινε καθημερινά και έβγαινε πάντα χαμένη. Όμως αυτό στο οποίο η Ήβη είχε αφήσει εκείνη και την Καίτη πίσω, ήταν πέρα των δυνατοτήτων τους. Και τώρα είχαν μείνει μόνες τους, αντιμέτωπες με ένα πάζλ που του έλειπαν πολλά κομμάτια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου