Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 15


 Η Άννα χτύπησε την πόρτα στο γραφείο του πρωθυπουργού. Είχε φροντίσει να φέρει μια αλλαξιά για το ενδεχόμενο να γεμίσει σκόνη ή λάσπη στο τούνελ. Έπειτα η μυρωδιά από το φίλτρο οι σταγόνες του οποίου τις βοήθησαν να εκκενώσουν το ασανσέρ έτσι ώστε να βγουν απαρατήρητες από τον αεραγωγό, είχε ποτίσει τα ρούχα τους. Άλλωστε επρόκειτο να συναντήσει τον υπουργό! Η άκρη του τούνελ τις είχε βγάλει στο σημείο όπου περνούσε το ασανσέρ στην οροφή του οποίου είχαν πηδήσει. Ήταν πολύ πιο δύσκολο απ’ ότι πίστευαν και χρειάστηκε να περάσει τρεις φορές για να τα καταφέρουν.
«Περάστε.» πρότεινε μια τσιριχτή αλλά ευγενική γυναικεία φωνή. Το κορίτσι προχώρησε με δειλά βήματα αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα πίσω της. Ένας προθάλαμος αποτελούσε το γραφείο της γραμματέας του πρωθυπουργού και τη χώριζε από το στόχο της.
Το χρώμα στους τοίχους ήταν ένα απαλό σομόν τη μονοτονία του οποίου έσπαγαν μονάχα δύο μικρές κορνίζες με φθινοπωρινά τοπία. Ένα μικρό γραφείο και μία ξύλινη βιβλιοθήκη, φορτωμένα και τα δύο με φακέλους και χαρτιά, ήταν τα πρώτα πράγματα που έβλεπες. Απέναντι από αυτά υπήρχε ένα μικρό τραπεζάκι από σίδερο και γυαλί μαζί με ένα μαύρο τριθέσιο καναπέ από δερματίνη.
Μια μικρόσωμη γυναίκα με ξανθά τα μαλλιά λυτά να μπλέκονται στο μαύρο σκελετό των γυαλιών οράσεων της, την κοιτούσε από την κορυφή έως τα νύχια εξετάστηκα. Δυσπιστία ήταν αποτυπωμένη σε κάθε εκατοστό του προσώπου της. Η Άννα απτόητη και ανέμελη συνέχισε να βαδίζει προς το εσωτερικό ενώ επεξεργαζόταν το χώρο.
«Πώς ήρθες εσύ εδώ;» απαίτησε να μάθει η γυναίκα ενώ είχε ένα βεβιασμένο χαμόγελο στα χείλη.
«Θα με βοηθούσατε πολύ αν μου λέγατε που ακριβώς είμαι. Ξέρεται έχω έρθει με το σχολείο μου για την ενημέρωση...» ξεκίνησε να λέει ενώ τόνισε την τελευταία της λέξη. «μαζί με τη φίλη μου δηλ...»
«Μια κοπέλα λιποθύμησε.» η φωνή του άντρα δεν πρέπει να πήγαζε μακριά από το γραφείο όπου βρισκόταν η γραμματέας και η Άννα.
«Φωνάξ’ τε ένα γιατρό.» τους παρότρυνε μία γυναικεία φωνή.
«Δεν μπορείτε να κάνετε κάτι;» ρώτησε ένας άλλος άντρας.
«Ένα γιατρό.»
«Λίγο νερό ρε παιδιά.» οι φωνές ερχόντουσαν από το διάδρομο. Η Άννα έδειχνε ανήσυχη ενώ η γραμματέας σηκώθηκε γεμάτη απορία από το γραφείο της και βγήκε έξω σχεδόν τρέχοντας.
Μία κίνηση που περίμενε η Άννα.
Η υπάλληλος την είχε υποτιμήσει αφήνοντας τη μόνη στο γραφείο. Η Άννα κλείδωσε την πόρτα που η γυναίκα χρησιμοποίησε για να φύγει προκειμένου να κερδίσει λίγο παραπάνω χρόνο σε περίπτωση που το καμουφλάζ με τη λιποθυμία της Καίτης δεν κρατούσε για πολύ και άνοιξε την πόρτα του γραφείου του πρωθυπουργού χωρίς να χτυπήσει. Αλλά ήταν άδειο… Τελικά δεν την είχε υποτιμήσει και τόσο.
Επεξεργάστηκε τον άδειο χώρο βρίζοντας τον εαυτό της που δεν είχε σκεφτεί το ενδεχόμενο της απουσίας του άντρα. Περιπλανήθηκε για λίγο άσκοπα μέσα στο χώρο σταματώντας μπροστά από τη βιβλιοθήκη για να χαζέψει τα βιβλία και ακούμπησε μερικά από αυτά με το δείκτη της αφηρημένα. Ο θόρυβος της πόρτας που έκλεινε την έκανε να αναπηδήσει.
Τέλεια!
Το μόνο που της έλειπε ήταν να δώσει εξηγήσεις σε μια εξοργισμένη γραμματέα. Σκέφτηκε.
«Μπορώ να εξηγήσ...» ξεκίνησε να λέει το κορίτσι. Όταν γύρισε όμως δεν είδε τη γραμματέα. Ένας άντρας στεκόταν στην πόρτα. Ήταν ο πρωθυπουργός, η Άννα τον αναγνώρισε από τις φωτογραφίες του στα βιβλία τους. Τον κολάκευαν πολύ περισσότερο απ’ ότι πίστευε ότι γινόταν.
«Θα ήθελα πάρα πολύ να ακούσω τι έχετε να μου πείτε δεσποινίς μου.» της απάντησε ειρωνικά εκείνος. Η Άννα σταύρωσε τα χέρια στο ύψος της μέσης της και έκανε δύο βήματα προς την πόρτα.
«Κατ’ αρχάς, τι θέλουν οι Άβετορ από την Ήβη, το κορίτσι που στείλατε να παρακολουθεί ο εγγονός σας. Και δεύτερον, τι κάνετε εσείς γι’ αυτό.» η ευθύτητα της κοπέλας καθώς και το περιεχόμενο των ερωτήσεων της έκαναν τον άντρα να χάσει τα λόγια του. Έδειχνε να πιέζετε αρκετά και δυσκολευόταν να βάλει τις λέξεις σε μια σειρά ενώ το πρόσωπο του άρχιζε να κοκκινίζει.
«Πώς κατάφερες να έρθεις εδώ πάνω; Η ενημέρωση είναι στον πρώτο όροφο!» ακούγονταν εξοργισμένος και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του για να πιάσει το ακουστικό του τηλεφώνου. Όμως η Άννα ήταν προετοιμασμένη γι’ αυτό.
Με μια σβέλτη κίνηση του ραβδιού της έκανε το τηλέφωνο να εκτοξευτεί στον τοίχο όπου και έσπασε.
«Ο Γαβριήλ και η Ήβη αγνοούνται εδώ και μια εβδομάδα!» η φωνή της ράγισε αλλά εκείνος δεν φάνηκε να το προσέχει. Αν πριν ήταν θυμωμένος, τώρα είχε γίνει έξω φρενών.
Έβγαλε το ραβδί του από το γκρι του σακάκι και το έστρεψε εναντίον της. Δεν επρόκειτο να το χρησιμοποιήσει και η Άννα το ήξερε.
«Πρέπει να τους βοηθήσουμε!» συνέχισε το κορίτσι με περισσότερη ένταση αυτή τη φορά. «Δε γίνεται να περιμένουμε άπραγοι! Είναι και δικό μας πρόβλημα στο κάτω κάτω!»
«Χα! Και νομίζεις ότι ένα πιτσιρίκι θα καταφέρει να κάνει περισσότερα από ένα ολόκληρο υπουργείο;» τη ρώτησε υψώνοντας τον τόνο της φωνής του.
«Αυτό το υπουργείο δεν κατάφερε να κρατήσει ένα πιτσιρίκι μακριά από εσάς.» του τόνισε η Άννα μιμούμενη την ένταση του. «Ναι! Αμφιβάλω κατά πόσο μπορεί να μας προστατέψει! Θέλω να μάθω τι γίνεται.»
Οι φωνές τους είχαν μαζέψει κόσμο έξω από το γραφείο. Το κοινό τους αποτελούνταν από τους ανθρώπους που προσπάθησαν να βοηθήσουν την Καίτη με την ψεύτικη λιποθυμία της. Η δε γραμματέας φαινόταν πολύ ανήσυχη με την όλη κατάσταση. Κοιτούσε την Καίτη με βλέμμα βλοσυρό. Το δε κορίτσι είχε πάρει ένα αθώο βλέμμα και ατένιζε αδιάφορα το χώρο λες και δεν μπορούσε να καταλάβει που έβρισκαν το ενδιαφέρων όλοι οι υπόλοιποι.
«Οι φωνές σας ακούστηκαν μ...» η γραμματέας μετάνιωσε αυτήν της την παρεμβολή, έτσι δεν ολοκλήρωσε τη φράση της.
«Ναι, και η πόρτα ήταν... Μα τι γίνεται εδώ;» την υποστήριξε ένας άντρας μέσα από το πλήθος. Ήταν αρκετά ψιλός για να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους. Η Καίτη απομακρύνθηκε από το μικρό όχλο και προχώρησε προς το μέρος της Άννας με ένα δειλό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη της.
«Φύγετε.» είπε ο Ριχάρδος συγκρατώντας με δυσκολία τα νεύρα του.
«Θέλετε να...» ο ίδιος άντρας προσπάθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του αλλά αυτό δεν φάνηκε να συγκινεί τον πρωθυπουργό.
«Είπα φύγετε.» απάντησε ο Ριχάρδος κοφτά πριν τον αφήσει να ολοκληρώσει τη φράση του.
Όταν έκλεισε η πόρτα...
«Θα έπρεπε... να σας τιμωρήσω παραδειγματικά.» είπε μέσα από τα δόντια του ο άντρας. «Είστε τυχερές που θα εισηγηθώ μόνο για την αποβολή σας. Και ας ελπίσουμε ότι οι οικογένειες σας θα σας έχουν υπό στενότερο περιορισμό απ’ ότι οι καθηγητές σας.»
«Δηλαδή ποια θα ήταν η παραδειγματική τιμωρία;» ρώτησε τρομαγμένη η Καίτη. Αλλά η Άννα δεν έδωσε βάση στις απειλές του.
«Δε φεύγουμε αν δεν μάθουμε τι συμβαίνει.»
«Α εσύ έχεις πάρα πολύ θράσος!» αφήνιασε ο Ριχάρδος. Τα χέρια του έκαναν μια ανεπαίσθητη κίνηση ακουμπώντας κάτι στο κάτω μέρος του γραφείου του. Η πόρτα άνοιξε για ακόμη μια φορά και μπήκαν μέσα τρείς άντρες με μαύρα κουστούμια και άσπρα πουκάμισα. Έμοιαζαν τόσο πολύ μεταξύ τους που δεν μπορούσες να πεις αν έφταιγε η εμφάνιση ή όντως είχαν κάποια συγγένεια.
«Συνοδέψτε αυτές τις δύο δεσποινίδες στους καθηγητές τους και πείτε τους να επικοινωνήσουν μαζί μου το συντομότερο δυνατό.» έπειτα κάθισε στην καρέκλα του και τις κοίταξε με βλέμμα γεμάτο αυστηρότητα και θυμό. Η Άννα αψηφώντας τους νεοφερμένους, τον πλησίασε και σκόρπισε εσκεμμένα το περιεχόμενο της μολυβοθήκης πάνω στο γραφείο. Μερικά στυλό και μολύβια έπεσαν στην ποδιά του. Εκείνος τινάχτηκε πίσω και με πολύ κόπο χαμογέλασε ειρωνικά.
Αυτό ήταν το έναυσμα για τους δύο άντρες που την έπιασαν από τα μπράτσα και την οδήγησαν με τη βία έξω. Εκείνη προσπαθούσε να απαλλαγεί από τα δεσμά τους λέγοντας πως μπορούσε να βρει την έξοδο και μόνη της. Ο άλλος άντρας έκανε μια ευγενική χειρονομία στην Καίτη δείχνοντας της την πόρτα. Εκείνη ακολούθησε χωρίς φασαρίες χαρίζοντας του ένα ευγενικό χαμόγελο ενώ δεν κοίταξε καθόλου τον ηλικιωμένο άντρα που τις παρακολουθούσε από την αναπαυτική του καρέκλα. Καθώς έφευγαν, άκουσαν τον Κορνήλιο να ξεφυσάει. Η γραμματέας έδειχνε να περιμένει με ανυπομονησία τη στιγμή αυτή για να τις κοιτάξει πικρόχολα. Πρέπει να είχε στήσει αυτί εφόσον μπορούσες να δεις την ανεκπλήρωτη επιθυμία να μάθει περισσότερα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της.
 Η Μαρία είχε αποτρέψει τη Σίλβια από το να ασχοληθεί περαιτέρω με το περιστατικό στο υπουργείο διεκδικώντας τη σκυτάλη. Είχε φροντίσει η διευθύντρια να μη μάθει περισσότερα από αυτά που συζητούνταν στους διαδρόμους. Ότι δηλαδή τα δύο κορίτσια είχαν αποκοπεί από την τάξη με αποτέλεσμα να χάσουν το δρόμο τους καταλήγοντας στο γραφείο του πρωθυπουργού ο οποίος έξαλλος, είχε ζητήσει να τις απομακρύνουν.
Είχε φροντίσει να μιλήσει προσωπικά με τον Κορνήλιο. Η συγγένεια τους δεν τη βοήθησε και πολύ δεδομένου ότι δεν είχαν κρατήσει επαφές και το μόνο κοινό που είχαν ήταν ο Γαβριήλ. Της είχε περιγράψει τα γεγονότα που συνέβησαν στο γραφείο του χωρίς να μπει στον κόπο να παραλείψει κάτι και ήταν πολύ σαφής όταν ζήτησε να αποβληθούν οι κοπέλες.
Η Μαρία του είχε εξηγήσει ότι δεδομένης της κατάστασης, κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ ριψοκίνδυνο για τα δύο κορίτσια και ότι θα ήταν προτιμότερο να μη δοθεί το έναυσμα για απομάκρυνση των μαθητών από τη σχολή. Είχε αναφέρει πως μία τέτοια κίνηση θα μπορούσε να αποτελέσει το σπόρο της αμφιβολίας στα κεφάλια των γονιών που θα αμφέβαλαν για το κατά πόσο ασφαλής ήταν η φοίτηση στη σχολή.
Αλλά όταν ο Ριχάρδος δεν έδωσε σημασία σε αυτό της το επιχείρημα, τον απείλησε. Του είπε πως θα μπορούσε να τις αποβάλει αλλά θα έπρεπε να εξηγήσει το λόγο μιας τέτοιας απόφασης, τόσο στους γονείς των δύο κοριτσιών όσο και στην κοινότητα της σχολής τους. Στην προκειμένη περίπτωση, ο λόγος που ο Ριχάρδος ήθελε τα δύο παιδιά να αποβληθούν θα ήταν η απρόσμενη επίσκεψη δύο χαμένων στο υπουργείο κοριτσιών που χτύπησαν κατά λάθος την πόρτα ενός λοξού και μίζερου πρωθυπουργού. Λεπτομέρειες για το κατά πόσο κατάφεραν να περάσουν απαρατήρητες ή δε φρόντισαν να βρουν το δρόμο τους ρωτώντας δε δυσκόλεψαν καθόλου τη Μαρία.
«Πιστεύω πως το γεγονός ότι πέρασαν απαρατήρητες θα ήταν λιγότερο ντροπιαστικό από το να δηλώσεις πως η ασφάλεια του υπουργείου μας παρακάμφτηκε από τις μηχανορραφίες δύο μικρών κοριτσιών. Εννοώ, από τη στιγμή που δεν μπορείτε να σταματήσετε δύο ανήλικα κορίτσια που προσπάθησαν να διαρρήξουν το υπουργείο μέσα σε λιγότερο από είκοσι λεπτά, δεν μπορούμε να περιμένουμε και πολλά από την προστασία που μας προσφέρεται κατά των Άβετορ. Όσο αφορά το γιατί η Άννα και η Καίτη δε ρώτησαν οδηγίες για να επιστρέψουν στην τάξη τους... βρίσκονταν σε μικτό κτίριο. Ποτέ δεν ξέρεις πάνω σε ποιόν μιλάς... Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ.»
Ο άντρας την είχε κατηγορήσει για συνεργασία αλλά δεν είχε κανένα στοιχείο να τεκμηριώνει αυτήν του την εικασία. Έβγαινε χαμένος από κάθε άποψη και το ήξερε.
Το γεγονός ότι τα κορίτσια κατάφεραν να σκαρώσουν κάτι τόσο μεγάλο ακριβώς κάτω από την μύτη του υπουργείου την τρόμαζε. Αγαπούσε αυτά τα δύο ζιζάνια και δε θα το άντεχε αν τους συνέβαινε κάτι. Τί άλλο σκάρωναν; Μα τί σκεφτόντουσαν; Τί άλλο της είχε ξεφύγει άραγε; Ερωτήσεις τις απαντήσεις των οποίων σκόπευε να μάθει άμεσα. Είχε ζητήσει από τα κορίτσια να την περιμένουν στο δωμάτιο τους μέχρι η ίδια να είχε νέα.

«Η μητέρα μου θα με σκοτώσει!» η Καίτη πηγαινορχόταν ανήσυχη. Η Μαρία τους τα είχε ψάλει για τα καλά και αυτό δεν ήταν ούτε κατά διάνοια η τελευταία της κουβέντα. Έτσι έπρεπε να περιμένουν μέχρι νεοτέρας, βράζοντας στο ζουμί τους. Από τη στιγμή που έφυγαν από το υπουργείο έως τώρα, η Άννα και η Καίτη δεν είχαν μιλήσει καθόλου μεταξύ τους. Εκείνη ήταν η πρώτη που έσπασε από τη σιωπή ενώ η Άννα έπαιζε με κάτι που έμοιαζε με παλιό ραδιόφωνο. Ήταν κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι της, έτσι καθόταν στο πάτωμα πάνω σε μια κόκκινη μοκέτα και το πιλάτευε εδώ και ώρα.
«Ηρέμησε. Η Μαρία δε θα αφήσει να συμβεί τίποτα τέτοιο.» της απάντησε απορροφημένη.
«Μα καλά, τί στην ευχή κάνεις εκεί κάτω; Εδώ ο κόσμος χάνεται και εσύ προσπαθείς να φτιάξεις αυτό το παλιοραδιόφωνο; Πώς θα βοηθήσουμε την Ήβη αν δεν μπορούμε ούτε καν να ειδωθούμε. Γιατί σίγουρα οι γονείς μου θα με βάλουν τιμωρία για πολύ, πολύ καιρό! Άσε που θα έχουν συνέχεια την προσοχή τους πάνω μου! Άννα!» η κοπέλα δε φάνηκε να ακούει λέξη από αυτά που η φίλη της έλεγε αλλά έδειχνε πολύ ενθουσιώδεις με κάτι που είχε μόλις τελειώσει.
Έκρυψε το παλιό κασετόφωνο πάλι κάτω από το κρεβάτι και σηκώθηκε για να καθίσει στο κρεβάτι της με ένα μεγάλο χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπο της.
«Γελάς;» ρώτησε η Καίτη με δυσπιστία.
«Δε θα αποβληθούμε γιατί δε συμφέρει το υπουργείο να κατηγορήσει δύο μικρά κορίτσια ότι ανέκριναν τον πρωθυπουργό για το θέμα των Άβετορ, θα ξεσπάσει σάλος. Θα πρέπει επίσης να αιτιολογηθεί η αποβολή μας.» συμπλήρωσε όταν είδε το γεμάτο απορία βλέμμα της Καίτη. «Δεν είναι αρκετό ότι χαθήκαμε και καταλήξαμε στο γραφείο του. Το γεγονός ότι βρεθήκαμε εκεί χωρίς να μας πάρουν χαμπάρι είναι αρκετά εξευτελιστικό και δεν μπορούν να μας κατηγορήσουν για το ότι δε ρωτήσαμε για να βρούμε το δρόμο μας. Είναι μεικτό κτίριο. Και είμαι σίγουρη ότι η Μαρία θα παίξει αυτά τα χαρτιά.»
«Άννα, φοβάμαι.»
«Και εγώ.» παραδέχτηκε εγκαταλείποντας για πρώτη φορά το χαμόγελο της. «Δεν μπορούμε όμως να τα παρατήσουμε.» συνέχισε με σθένος.
«Ποιός είπε τίποτα για να τα παρατήσουμε;» τη ρώτησε θιγμένα με μια αστεία γκριμάτσα. Η Άννα της χαμογέλασε κουρασμένα και έστρεψε το βλέμμα της στο παράθυρο. «Τέλος πάντων... γιατί χαμογελούσες πριν; Όχι! Μην τολμήσεις να χάσεις το μυαλό σου τώρα, με ακούς;»
«Τί... μα τι λες;»
«Το σχέδιο μας απέτυχε! Και ακόμα και αν δεν αποβληθούμε, θα μας έχουν υπό στενή παρακολούθηση. Που σημαίνει ότι θα δυσκολευτούμε αρκετά για τα επόμενα σχέδια μας. Άσε που είμαστε πάλι στην αρχή! Δε βλέπω λοιπόν το λόγο για να χαίρεσαι.» της εξήγησε ενώ πρόσεξε ότι το χαμόγελο είχε γυρίσει στο πρόσωπο της.
«Δεν πίστεψες ότι θα πηγαίναμε και θα μας έλεγε ό, τι θέλαμε μόνο και μόνο επειδή καταφέραμε να περάσουμε απαρατήρητες ή γιατί γνωρίζουμε τον εγγονό του, έτσι δεν είναι.» μια υποψία ειρωνείας πέρασε από τα μάτια της Άννας.
«Γιατί όχι, αυτό δεν ήταν το σχέδιο;» ρώτησε θιγμένη. «Τότε γιατί πήγαμε;»
«Για να αφήσουμε κάτι...» το χαμόγελο της μεγάλωνε όλο και περισσότερο ενώ η Καίτη περίμενε εκνευρισμένη για τη συνέχεια. «Γιατί νομίζεις ότι του σκόρπισα τα στυλό;»
«Για να κάνεις εντυπωσιακή έξοδο;» απάντησε με μια μικρή καθυστέρηση. «Τα κατάφερες κατά τη γνώμη μου. Εγώ ενθουσιάστηκα από το θάρρος σου. Νόμιζα ότι θα σου έριχνε καμιά ξεγυρισμένη κατάρα.»
«Τώρα που το λέμε… και γι’ αυτό.» μουρμούρισε σκεπτικά. «Αλλά κυρίως γιατί έτσι του άφησα την πένα μου χωρίς να το καταλάβει.»
«Την πένα σου; Ε και; Του χάρισες την πένα σου, πώς αυτό σώζει το σχέδιο μας από τα πρόθυρα της καταστροφής;» η Άννα προσποιήθηκε ότι κρατούσε ένα πιστόλι και στόχευσε τον κρόταφο της για να πέσει δήθεν αναίσθητη στο κρεβάτι.
Έπειτα σηκώθηκε και περίμενε η Καίτη να είχε βρει την σωστή απάντηση, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Αλλά η σιωπή την αποθάρρυνε και έτσι συνέχισε.
«Έχω βάλει κοριό χαζούλα! Αυτό...» είπε δείχνοντας το χώροκάτω από το κρεβάτι. «είναι ο πομπός. Έχω βάλει την πρώτη κασέτα. Θα ακούμε ότι γίνεται εκεί μέσα! Πρέπει μόνο να θυμόμαστε να αλλάζουμε την κασέτα κάθε τέσσερεις ώρες.» δεν το είχε καταλάβει, αλλά η Άννα είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και κρατούσε τα χέρια της ενωμένα σε μια γροθιά μπροστά στο στήθος της.
«Και γιατί δεν το ήξερα εγώ αυτό;» είπε με δυσαρέσκεια η Καίτη ενώ σταύρωσε τα χέρια της και πήρε ένα θυμωμένο αλλά συνάμα αστείο βλέμμα.
«Γιατί θα με πρόδιδε η συμπεριφορά σου. Ήθελα να είσαι φυσική σε αυτόν το ρόλο. Συγγνώμη.»
«Πιστεύεις ότι δεν μπορώ να υποκριθώ;» συνέχισε ακόμα θιγμένη.
«Σου υπόσχομαι ότι δε θα σου κρύψω τίποτα ξανά και ότι...» η φράση της διακόπηκε όταν μπήκε μέσα η Μαρία.
Δεν είχε χτυπήσει την πόρτα, κάτι που σε συνδυασμό με το σκυθρωπό της πρόσωπο δεν μπορούσε να προμηνύει τίποτα καλό. Τουλάχιστον αυτό υπέθεσε η Καίτη.
«Μαζεύετε τα πράγματα σας.» ήταν το μόνο που τους είπε. Δεν τις κοίταξε στα μάτια, είχε καρφώσει το βλέμμα της στο πάτωμα. Ακούστηκε ένας γδούπος και όλα τα μάτια στράφηκαν αμέσως στην Καίτη.
Είχε λιποθυμήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου