Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 16


«Πόσο πολύπλοκο μπορεί να είναι να μην κάνεις απολύτως τίποτα;» η Ήβη είχε φωνάξει τον Δημήτρη για να τη βοηθήσει, αλλά ήταν πολύ νευριασμένος για να κάνει οτιδήποτε πέρα από το να της τα ψάλει.
 Είχε κλειδωθεί στο δωμάτιο της. Δεν είχε παραλείψει να σκαρφιστεί κάτι ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα για να ξεφουρνίσει στην Μαρία και την Βαλεντίνη προκειμένου να την αφήσουν στην ησυχία της. Τους είχε πει πως ο Γαβριήλ της είχε ήδη εξηγήσει για το ρόλο της σα φύλακας. Όταν οι δύο γυναίκες απαίτησαν να μάθουν με ποιό δικαίωμα ο άντρας της είχε φανερώσει κάτι τόσο σημαντικό χωρίς πρώτα να τις ρωτήσει, αναγκάστηκε να τους πει για την απόφαση του υπουργείου να την παρακολουθεί.
Η Μαρία είχε γίνει έξω φρενών αλλά η Βαλεντίνη ανησύχησε περισσότερο για το κατά πόσο το υπουργείο είχε βάλει στο μάτι και τον άντρα της, άλλωστε η επιτήρηση αυτή θα περιόριζε τις δυνατότητες της Ήβης και θα την κρατούσε ασφαλή. Ναι, λίγη παραπάνω προστασία για την κόρη της δεν της έπεφτε καθόλου άσχημα.
«Μα δεν έκανα τίποτα!» του είπε αναστατωμένη.
«Αλήθεια; Δηλαδή μόνος του ανακάλυψε ότι θα πέθαινε σήμερα και ήρθε να σε αποχαιρετήσει;» έριξε μερικά βιβλία από το γραφείο στο πάτωμα. Η Ήβη ξαφνιάστηκε, δεν ήξερε πως η επαφή του με οτιδήποτε απτό θα είχε αποτέλεσμα. Τον είχε καταχωρίσει στο μυαλό της σα φάντασμα, κάτι το άυλο.
«Εντάξει! Αλλά του το είπα πολύ πριν μου πεις ότι δεν...»
«Λες και δεν το ήξερες ήδη!» τη διέκοψε εξοργισμένος.
«Κανείς δε μου το είχε πει!» αντέτεινε το κορίτσι.
«Ναι, αλλά το ήξερες!» είχε δίκαιο. Αλλά δε θα το παραδεχόταν, έτσι άφησε τη σιωπή να δώσει την απάντηση της.
Έμειναν για λίγο αμίλητοι. Ο άγγελος της στεκόταν σαν άγαλμα σκεπτόμενος ενώ απέφευγε το δικό της βλέμμα. Η Ήβη είχε αναρωτηθεί αν θα μπορούσε να τη σκοτώσει μόνο με μια του ματιά. Μετά έστρεψε την προσοχή της στο αναίσθητο σώμα του φίλου της πάνω στο κρεβάτι.
«Δεν μπορώ να μάθω τι θα γίνει στο μέλλον; Μπορεί να μη χρειάζεται να πεθάνουν.» μουρμούρισε το κορίτσι.
«Ναι, καλή ιδέα. Γιατί δε διαλέγεις τα υποψήφια θύματα που θα πεθάνουν στη θέση αυτών των δύο; Αναρωτιέμαι ποιού τη ζωή θα ήταν πιο διασκεδαστικό να καταστρέψουμε.» απάντησε ειρωνικά.
«Δε διάλεξα εγώ να σώσω τη ζωή της αδελφής του Χάρη!» τινάχτηκε από το κρεβάτι όπου και κάθονταν και του έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα. Ξαφνιάστηκε όταν και εκείνος επιχείρησε οπτική επαφή. Το βλέμμα του ήταν γεμάτο πικρία και παγωνιά. Μπορεί να μην μπορούσε να τη σκοτώσει αλλά σίγουρα θα προτιμούσε να μην το είχε ανταμώσει.
«Σημασία έχει ότι το άφησες να συμβεί. Δεν έπρεπε να φέρεις κανέναν άλλο όταν ήρθες εδώ! Ήρθαν γιατί εσύ τους ήθελες εδώ.» απάντησε προλαβαίνοντας την ερώτηση της.
«Ωραία! Τα πράγματα όμως έχουν όπως είναι και με το να με κατηγορείς δε θα διορθώσεις τίποτα! Τί κάνουμε τώρα;»
«Έγιναν πάρα πολλές αλλαγές.» τώρα η φωνή του ήταν ήρεμη αλλά η Ήβη ήξερε ότι ο Δημήτρης έβραζε από μέσα του. «Πρέπει να δράσεις γρήγορα.»
«Τί εννοείς;» ήταν σίγουρη ότι είχε καταλάβει τι εννοούσε αλλά δεν μπορούσε παρά να αμφιβάλει για τον εαυτό της; Τί της ζητούσε;
«Πρέπει να πάρεις πίσω το δώρο που έδωσες.» της εξήγησε εκείνος.
«Δε μου ζητάς να σκοτώσω...» δεν μπόρεσε να πει τις λέξεις. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της σε ανύποπτο χρόνο. Ένιωθε ότι ήταν στα πρόθυρα υστερίας. Τα γόνατα της λύγισαν, είχε γονατίσει. Ένα πεινασμένο θηρίο κατακρεουργούσε την καρδιά της. Το στομάχι της ανακατευόταν τόσο που...
Στηρίχτηκε με τα χέρια της στο πάτωμα και έκανε εμετό. Ένιωθε να πνίγεται από αυτό αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. Όταν τελείωσε, μπουσούλησε λίγα εκατοστά πιο πίσω και κάθισε ατσούμπαλα πάνω στα πόδια της. Αγκάλιασε σφιχτά τον εαυτό της και κουνούσε το κεφάλι της δεξιά και αριστερά με τρόπο που έμοιαζε να έχει χάσει το μυαλό της.Ύστερα άρχισε να κουνιέται μπρός-πίσω σα να προσπαθούσε να νανουρίσει τον εαυτό της.
Δεν μπορούσε να αναπνεύσει, είχε ξεχάσει τον τρόπο.
Ο Δημήτρης την κοιτούσε σα να έβλεπε ένα κουτάβι με σπασμένα κάθε κόκαλο του σώματος του σώματος του και αναρωτιόταν αν άξιζε να το βοηθήσει ή θα ήταν καλύτερο να του χαρίσει το δώρο του θανάτου. Όχι, δεν σκόπευε να τη σκοτώσει, δεν μπορούσε ούτως ή άλλως. Αλλά ούτε να τη βοηθήσει μπορούσε.
Κάτι περίεργο συνέβη τότε. Από τη μια στιγμή στην άλλη σταμάτησε. Παραξενεμένος ο άντρας την πλησίασε σκύβοντας από πάνω της για να ακουμπήσει τον ώμο της. Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε με ανεξιχνίαστο βλέμμα, κάτι που την έκανε να μοιάζει ακόμα περισσότερο με παράφρονα. Σε αυτό βοήθησαν και οι μουτζούρες από τα μαύρα δάκρυα που είχαν σχηματιστεί από τη μάσκαρα που φορούσε.
«Είσαι καλά;» η παγερή του μάσκα έσπασε για πρώτη φορά και ένα ίχνος ανησυχίας επισκίασε το πρόσωπο του.
«Εκείνη... όχι. Εγώ, θα είμαι μια χαρά.» πήρε το χέρι του από τον ώμο της και σηκώθηκε με μια κίνηση. Έδειχναν να καταλαβαίνονται, έτσι δεν της ζήτησε να του εξηγήσει τι εννοούσε. Φόρεσε τη μάσκα του και πάλι αλλά είχε πλέον ραγίσει. Ό, τι και να έκανε, δεν μπορούσε να κρύψει την ανησυχία τώρα.
«Και ποιά είσαι εσύ;»
«Μπορείς να με φωνάζεις Ορόρα.» του απάντησε με παγερή φωνή.
 «Πόσο καιρό;»
«Αυτό είναι λίγο περίπλοκό. Για να δω... Ίσως εδώ και λίγα λεπτά ή... όχι μάλλον δύο χρόνια πριν. Αυτό είναι το πρόβλημα με το να γυρίζεις στο παρελθόν. Η αίσθηση του χρόνου χάνεται. Μη με κοιτάς έτσι, εγώ απλώς γεμίζω τα κενά. Πιάνω το τιμόνι όταν την παίρνει ο ύπνος. Το έχω ξανακάνει αν αυτό σε κάνει να νιώθεις καλύτερα. Δε θα πάθει τίποτα, γι’ αυτό άλλωστε είμαι εγώ εδώ. Για να μας προσέχω. Κάποιος πρέπει να το κάνει, δε συμφωνείς;»
«Το έχεις ξανακάνει;» επανέλαβε.
«Κυρίως όταν κοιμάται. Κάπως πρέπει να διασκεδάσω και εγώ. Πλήττω αφάνταστα! Πιθανότατα δε θα θυμάται τίποτα, μην ανησυχείς.»
«Εννοείς ότι δεν μπορεί να σε ελέγξει;»
«Να με ελέγξει;» η Ορόρα ξεφύσησε και τον κοίταξε περιφρονητικά. Έβγαλε το ραβδί από το τζίν της και αφού το επεξεργάστηκε για λίγο, στόχευσε το αναίσθητο σώμα πάνω στο κρεβάτι.
Ο Δημήτρης ήταν αυτός που της είχε ζητήσει να σκοτώσει τον Μάρκο και την Βαλεντίνη, όμως η ψυχρότητα με την οποία η Ορόρα θα εκτελούσε την πρόταση του δεν μπορούσε παρά να του φέρει φρίκη. Εκείνη όμως τη στιγμή ο Μάρκος άρχισε να συνέρχεται. Άνοιξε τα μάτια του και αφού επεξεργάστηκε το χώρο και όλα τα δεδομένα στο μυαλό του, ανακάθισε. Η Ορόρα είχε ήδη κρύψει το ραβδί.
***

Ο Χάρης και η Ηλέκτρα είχαν επιστρέψει στη Σάρλοτ. Είχαν κανονίσει να συναντήσουν έναν παλιό γνωστό καθώς έφταναν κοντά στα τύχη του πύργου.
«Χάθηκες.» είπε ο κοντός άντρας με τα σγουρά μαλλιά.
 Τα καστανά του μάτια κοιτούσαν με ενθουσιασμό αναμεμιγμένο με περιέργεια μια τη γυναίκα που στεκόταν στο πλευρό του και μια τον Χάρη. Δεν μπορούσες να πεις ότι ήταν όμορφη αλλά είχε όμορφα χαρακτηριστικά. Παγερά, αλλά όμορφα. Τα καταπράσινα μάτια της κοιτούσαν με φθόνο την Ηλέκτρα ενώ ένα περίεργο άρωμα αναδυόταν από το δέρμα της καθώς ο αέρας κουνούσε τα κοντά, καστανόξανθα μαλλιά της.
«Ήμουν σε δουλειά.» απάντησε κοφτά το αγόρι χωρίς να ξεχάσει να εφοδιαστεί με το πιο παραπλανητικό του χαμόγελο. «Και να σου πω την αλήθεια, δεν πήγε και πολύ καλά. Έχεις ακούσει να παίζει τίποτα;»
«Δεν ξέρω φίλε, τώρα τελευταία τα πράγματα είναι λίγο ψόφια. Είμαστε όλοι σε εγρήγορση για το τελευταίο κομμάτι.»
«Ποιό κομμάτι;» είχε μόλις πει κάτι που δεν έπρεπε. Η γυναίκα δίπλα του γύρισε για να τον αγριοκοιτάξει αποσπώντας για πρώτη φορά την προσοχή της από την Ηλέκτρα. «Μπορώ να βοηθήσω, ξέρεις ότι έχω τον τρόπο μου.» συνέχισε ζυγίζοντας κάθε του λέξη αυτή τη φορά.
«Μπα, τίποτα το σπουδαίο.» είπε και έψαξε με το βλέμμα του κάτι για να αφοσιώσει την προσοχή του.
«Ακούγεται σπουδαίο.» επέμεινε ο Χάρης. Όμως ο άντρας δεν απάντησε έτσι πήρε το λόγο η Ηλέκτρα.
«Τί γίνεται με εσένα Σεσίλια;»
«Άκουσα ότι έχωνες τη μύτη σου εκεί που δεν έπρεπε. Ξαφνιάζομαι που σε βλέπω ακόμα ζωντανή. Πόσο μάλλον να τριγυρνάς εδώ γύρω.» της απάντησε υπεροπτικά.
Ο Χάρης είχε προειδοποιήσει την αδερφή του να μείνει μακριά από τη Σάρλοτ αλλά εκείνη δεν του είχε δώσει καμία σημασία. Ήταν σα να αδιαφορούσε τελείως για το γεγονός ότι ζούσε ακόμα, λες και το να βρίσκεται εκεί την ενδιέφερε πολύ περισσότερο από την ίδια της τη ζωή. Δεν είχε το χρόνο να τη σταματήσει, ήλπιζε μονάχα να ήξερε τί έκανε.
«Αν έπρεπε να ήμουν νεκρή, πιστεύω ότι όντως δε θα τριγυρνούσα γύρω από τον πύργο.» η Σεσίλια όμως ως απάντηση τράβηξε το ραβδί της από τη ζώνη της και το έστρεψε εναντίον της.
Ο άντρας που τη συνόδευε έμεινε να την κοιτάει γεμάτος απορία ενώ ο Χάρης και η Ηλέκτρα μιμήθηκαν το παράδειγμα της βγάζοντας τα ραβδιά τους.
«Ω, πιστεύω ότι είσαι αρκετά έξυπνη ώστε να μας παραπλανήσεις όλους τριγυρνώντας εδώ σα να μην τρέχει τίποτα.» αντέτεινε.
«Σεσίλια τι γιν...» προσπάθησε να μάθει ο άντρας.
«Είσαι πολύ ανόητος Μάριε.» ήταν το μόνο που του είπε η γυναίκα. Πριν το καταλάβουν, τα δύο αδέλφια ήταν περικυκλωμένα από μάγους και μάγισσες με τα ραβδιά τους στραμμένα πάνω τους. Πιθανότατα είχαν δει το διαπληκτισμό και αποφάσισαν να πάρουν το μέρος της Σεσίλια. «Ο Ναπολέων θα χαρεί πολύ να σας δει.»
***

Η Καίτη είχε αρχίσει να συνέρχεται. Την είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι και είχαν σηκώσει τα πόδια της χρησιμοποιώντας μαξιλάρια. Η Μαρία κρατούσε κάτω από τη μύτη της ένα κομμάτι βαμβάκι που είχε ποτίσει με οινόπνευμα.
«Μμ... τι... τί έγινε;» θέλησε να μάθει.
«Λιποθύμησες.» την ενημέρωσε η Άννα. Και τότε σηκώθηκε με ένα τίναγμα συνειδητοποιώντας τι είχε γίνει.
«Αποβληθήκαμε;» ρώτησε πανικοβλημένη.
«Όχι.» απάντησε η Άννα με μία γκριμάτσα που απευθυνόταν στην Μαρία η οποία έβαζε στη θέση τους τα πράγματα που είχε βγάλει από το φορητό φαρμακείο που βρίσκονταν στον απέναντι τοίχο. «Η Μαρία μας έκανε πλάκα.» συνέχισε επιστρέφοντας το βλέμμα της στη φίλη της. «Πώς αισθάνεσαι;»
«Καλά είμαι.» μουρμούρισε μπερδεμένη.
«Έχετε, φαντάζομαι, συναίσθηση του πόσο μεγάλο λάθος κάνατε» ξεκίνησε η Μαρία σε αυστηρό τόνο. Όμως δεν απάντησαν. «Δεν πιστεύω ότι θα με βγάλετε ψεύτρα αν πω πως οποιοδήποτε κήρυγμα θα ήταν περιττό. Ούτως ή άλλως δε θα με ακούσει καμιά σας. Γι’ αυτό... ας κάνουμε μια συμφωνία.» η καθηγήτρια τους έκανε μια μεγάλη παύση κατά τη διάρκεια της οποίας έδειχνε να παλεύει με τον εαυτό της. «Ας συνεργαστούμε.» συνέχισε παίρνοντας μία βαθιά ανάσα.
Τα δύο κορίτσια ήξεραν πως η πρόταση αυτή αποσκοπούσε στο γεγονός ότι αυτό θα ήταν μία καλή αφορμή για την Μαρία να τις παρακολουθεί πιο στενά. Αλλά ήταν πρόθυμες να δεχτούν οποιαδήποτε βοήθεια τους προτίθετο. Έπειτα, δεν ήθελαν να την ανησυχούν. Ήδη περνούσε μια κόλαση μη ξέροντας αν η εγγονή της ήταν καλά. Αν ζούσε ή όχι. Ξέροντας ότι βρισκόταν κάποιος εκεί έξω περιμένοντας για εκείνη να πέσει στα δίχτυα του από όπου θα την κατασπάραζε.
Αντάλλαξαν ένα βλέμμα και, σα να είχε διαβάσει η μία τις σκέψεις της άλλης, ήξεραν ότι σκεφτόντουσαν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Έτσι το λόγο πήρε πρώτη η Καίτη.
«Όταν λέτε συνεργασία...;»
«Αμοιβαία μοιρασιά. Θα ενώσουμε τις πληροφορίες που έχει η κάθε μια. Εγώ θα είμαι αυτή που θα ενεργεί κατά κύριο λόγο, έτσι εσείς δε θα χρειαστεί να βρεθείτε αντιμέτωπες με εξοργισμένους πρωθυπουργούς που ζητάνε την αποβολή σας και κατά συνέπια με θυμωμένους, υπερπροστατευτικούς γονείς. Θα έχω το κεφάλι μου ήσυχο ξέροντας ότι είστε ασφαλής και όταν χρειαστώ βοήθεια... θα είστε οι πρώτες που θα το μάθουν. Α, επίσης δεν πρέπει να κάνετε τίποτα τρελό. Τί λέτε;»
«Σύμφωνοι!» απάντησαν με μια φωνή. Χαμογελούσαν χαρούμενες για το συμβιβασμό που είχαν κάνει γνωρίζοντας όμως πως και οι δύο πλευρές μπορεί να χρειαζόταν να σπάσουν αυτή τη συμφωνία.
«Λοιπόν, ως ένδειξη σεβασμού προς τη συμφωνία μας και εσάς, προτείνω να ξεκινήσω πρώτη.» είπε η Μαρία
«Ωραία.» την παρότρυνε η Άννα.
«Ότι ξέρω, το έχω μάθει με μια βόλτα στη Σάρλοτ οπότε μπορεί να είναι μόνο αερολογίες και τίποτα παραπάνω.» η Καίτη σήκωσε δειλά το χέρι της αναζητώντας άδεια για να μιλήσει. «Δε χρειάζεται να σηκώνεις το χέρι σου Καίτη.»
«Τί είναι η Σάρλοτ;»
«Η Σάρλοτ είναι πόλη. Πέρα από το κομμάτι της μάθησης, είναι το Obweiben για του Άβετορ. Εκεί μαζεύονται όλοι. Είναι τα... λημέρια τους. Μέσα εκεί βρίσκεται ο πύργος του Ναπολέοντα, του αρχηγού τους. Είναι γνωστό και σε θνητούς. Γι’ αυτό το λόγο είναι προσεκτικοί με τον τρόπο που χρησιμοποιούν τη μαγεία τους. Δείτε το σα μια πόλη με βασιλιά.»
«Δεν ήξερα ότι υπάρχει κάτι τέτοιο.» δήλωσε η Άννα γεμάτη δέος.
«Βλέπεις τώρα το λόγο που δε θέλω να συμμετέχετε σε κάτι τέτοιο; Είναι πολλά αυτά που δεν ξέρεται. Πέρα από αυτό, είναι τελείως διαφορετικό να ξέρεις κάτι από το να το βλέπεις να γίνεται μπροστά στα μάτια σου.» της είπε ευγενικά η Μαρία.
«Δε θα τα παρατήσουμε. Είναι καιρός να βγούμε από το καβούκι μας. Κάποια στιγμή θα πρέπει να τα μάθουμε ούτος ή άλλος.» αντέτεινε η Άννα.
«Όχι, δε χρειάζεται να γίνει έτσι. Άνθρωποι ζουν αγνοώντας αυτό το κομμάτι του κόσμου. Ευτυχισμένοι άνθρωποι. Η άγνοια μερικές φορές είναι ευλογία.»
 «Είμαστε μαζί με την Ήβη σε αυτό. Ό, τι και να γίνει.» είπε η Καίτη. Το κορίτσι πρόσεξε ότι το κάτω χείλος της Μαρίας τρεμόπαιξε. Χρειάστηκε λίγο χρόνο για να επαναφέρει τον εαυτό της και να ξαναπάρει το λόγο.
«Απλώς, δε θέλω να το μετανιώνετε για μια ζωή.» η φωνή της λύγισε για λίγο στην αρχή αλλά μετά επανήλθε. Όμως ήθελαν να αποφύγουν τις συγκινήσεις, έτσι άλλαξαν θέμα.
«Λοιπόν... τί μάθατε;» συνέχισε η Άννα.
«Ψάχνουν για κάτι. Κρυφάκουσα μια συζήτηση τους. Το αποκαλούσαν ως το τελευταίο κομμάτι. Είπαν ότι είχαν ήδη μαζέψει τα υπόλοιπα χιλιάδες. Το τελευταίο κομμάτι...» το πρόσωπο της Μαρίας έγινε σκυθρωπό καθώς αφηγούταν την ιστορία.
«Τί σημαίνει αυτό;» η φωνή της Καίτης απέσπασε την Μαρία βίαια από τον ειρμό των σκέψεων της.
«Υπάρχει αυτή η ιστορία... Στη Ρώμη πριν από πολύ καιρό, ζούσε ένας μάγος που κατείχε τη γνώση της σκοτεινής μαγείας σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι ποτέ κανείς. Είχε καταφέρει να τη συγκεντρώσει συλλέγοντας αναλλοίωτες τις πληροφορίες από γενεές ολόκληρες… από διαφορετικές φυλές, ακόμη και από αυτούς που χρησιμοποιούσαν ψευτοξόρκια και παραδοσιακή μαγεία. Είχε προβλέψει τη δύναμη τους όταν όλοι οι άλλοι πίστευαν πως ήταν απλοί κλεφτές της γνώσης μας.
»Πολλοί προσπάθησαν να τον εκμεταλλευτούν χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε μέσο. Δεν ήθελε η γνώση του να χαθεί, ούτε να πέσει στα λάθος χέρια. Έτσι την κατέγραψε σε ένα βιβλίο και το έκρυψε εκεί όπου κανένας πέρα από τους εκλεκτούς δε θα μπορούσε ποτέ να το βρει. Αλλά ακόμη και αν το έβρισκε, δε θα μπορούσε να γυρίσει πίσω. Αυτό το μέρος ήταν κρυμμένο μέσα σε έναν καθρέφτη. Έναν καθρέφτη που είχε φτιάξει εκείνος και που περίκλειε όλη τη σκοτεινή δύναμη που είχε συλλέξει. Σκέφτηκε πως κανένα μέρος δε θα αποτελούσε καλύτερη κρυψώνα από αυτή μπροστά στα μάτια όλων.
 »Το ανθρώπινο μυαλό σκέφτεται πάντα με πονηράδα, δε θα μπορούσε να το δει ποτέ. Έτσι οργάνωσε τη διάσωση του άρχοντα της Βενετίας ώστε όλοι να νομίζουν ότι έγινε από τους Ρωμαίους. Όταν ο άρχοντας της Βενετίας θέλησε να δείξει την ευγνωμοσύνη του απέναντι στη Ρώμη, ο Εγνάτιος -αυτό ήταν το όνομα του μάγου- του έστειλε ένα όνειρο όπου έδειχνε έναν πανέμορφο τεράστιο καθρέφτη με σκαλισμένα λατινικά γράμματα στο γύψο. Όταν ξύπνησε ο άρχοντας ήξερε τι δώρο θα έκανε στους ρωμαίους. Διέταξε τους καλύτερους τεχνητές του να φτιάξουν τον καθρέφτη που είχε δει περιγράφοντας τον σε αυτούς.
 »Αλλά εκείνοι ήταν ανάξιοι να αποτυπώσουν την ομορφιά του μετά ανθρώπινα χέρια τους. Έτσι ο άρχοντας δήλωσε ότι θα πραγματοποιούσε μια ευχή σε όποιον κατάφερνε να φτιάξει τον καθρέφτη. Τότε ο Εγνάτιος του φανερώθηκε. Δεν ήθελε να προδοθεί, έτσι ζήτησε ως αντάλλαγμα χρήματα, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε κοινός θνητός. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο άρχοντας χάρισε τον καθρέφτη στους Ρωμαίους.
»Εκείνοι έφτιαξαν ένα ναό για να τον στεγάσουν και τον τοποθέτησαν σε περίοπτη θέση. Τα παιδιά, ως εκείνα που η ψυχή και τα μάτια τους είχαν φθαρθεί λιγότερο από τον κοινό τρόπο ζωής και χρησιμοποιώντας σαν όπλο τους τη φαντασία, ανακάλυψαν πολύ σύντομα μια πλευρά της δύναμης του. Παρατήρησαν ότι όταν στεκόντουσαν μπροστά απ’ αυτόν, το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να σκεφτούν το μέρος εκείνο που ήθελαν και εκείνος θα τα πήγαινε εκεί.
 »Στην αρχή τον χρησιμοποιούσαν δειλά, σοφά. Αλλά μετά αλόγιστα, ανόητα. Δεν ήθελαν να γυρίσουν πίσω. Και μετά δεν μπορούσαν, έκαναν μήνες ολόκληρους να επιστρέψουν. Άλλα δεν επέστρεψαν ποτέ και όσα τα κατάφερναν μετά από λίγο πέθαιναν. Οι γονείς των παιδιών τελικά κατάλαβαν τι συνέβαινε και προσπάθησαν να τον κατέστρεψαν. Φυσικά οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να τα καταφέρουν, χρειάστηκε να συνεργαστούν μαζί με εμάς. Σκόρπισαν τα κομμάτια του σε κάθε πλευρά της γης. Χιλιάδες κομμάτια... Ο Εγνάτιος πέθανε από τα χέρια των Άβετορ, ήταν μια μάχη που κανένας άντρας δεν μπορούσε να κερδίσει.»
«Θυμίζει παραμύθι...» μίλησε πρώτη η Καίτη. Η Άννα ήξερε πως απλώς προσπαθούσε να το παίξει αδιάφορη. Είχε δει άλλωστε τις τρίχες των χεριών της να σηκώνονται.
«Δυστυχώς ή ευτυχώς, τα γεγονότα με το πέρασμα του χρόνου γίνονται ιστορίες. Οι ιστορίες, μύθοι και οι μύθοι παραμύθια. Πρέπει να έχεις ανοιχτό μυαλό και να είσαι αρκετά έξυπνος για να ξεχωρίσεις την αλήθεια πίσω από αυτά. Δε λέω ότι είμαι τίποτα από τα δύο αλλά ταιριάζει υπερβολικά με αυτά που έχουμε μέχρι τώρα. Όταν τους άκουσα να λένε για αυτά τα χιλιάδες κομμάτια που είχαν μαζέψει αυτή η ιστορία κόλλησε σα σφήνα στο μυαλό μου. Και όσο περισσότερο το σκέφτομαι τόσο περισσότερο ταιριάζει.»
«Και που μπορεί να βρει κανείς ένα κομμάτι μαγικού καθρέφτη; Πρέπει να είχαν κάποιο στοιχείο. Δεν μπορεί να ψάχνουν στα τυφλά!»
«Νομίζω ότι πρέπει να εστιάσουμε πιο πολύ στο γεγονός ότι δεν πρέπει να πάρουν στα χέρια τους το βιβλίο Άννα. Η Ήβη είναι φύλακας, σωστά; Θέλουν να τη βγάλουν από τη μέση... Νιώθει κανείς άλλος ότι ψάχνουμε κάτι που είναι μπροστά στα μάτια μας;» αναρωτήθηκε ανήσυχα η Καίτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου