Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 9


Η Ήβη περίμενε αρκετή ώρα, αλλά ο Νέστορας ήταν άφαντος και αποφάσισε να βρει μόνη της τις απαντήσεις που έψαχνε. Και θα το έκανε με το μόνο τρόπο που ήξερε, αυτόν που της είχε υποδείξει ο Γαβριήλ.
Άδειασε το μυαλό της, μόνο που αυτή τη φορά δε φάνταζε τόσο δύσκολο. Ίσως επειδή τα είχε καταφέρει μία ακόμα φορά, ίσως επειδή η αγωνία της για τον ξάδερφο της την έθετε σε ετοιμότητα. Η ουσία ήταν πως μετά από λίγο βρισκόταν στο ίδιο σκοτεινό μέρος με τις επτά πέτρινες πύλες και ο ίδιος άντρας την περίμενε στο ίδιο σημείο όπου στεκόταν την τελευταία φορά που τον είδε.
«Άργησες, σε περίμενα μέρες πριν.» της είπε.
«Και γιατί αυτό;» τον ρώτησε αμυντικά.
«Νόμιζα ότι τα παράτησες και πρέπει να σου πω ότι απογοητεύτηκα, κανείς δεν τα είχε παρατήσει τόσο γρήγορα.» συνέχισε αγνοώντας την ερώτηση της.
«Δεν άργησα και τόσο πολύ, μόλις χθες το βράδυ ήμουν και πάλι εδώ. Και σίγουρα δε θα τα παράταγα.» η υπεροψία στη φωνή της την ξάφνιασε αλλά δεν είχε χρόνο για ηθικολογικές ανησυχίες.
«Ο χρόνος κυλάει διαφορετικά εδώ, τουλάχιστον αυτό πρέπει να το ξέρεις.»
«Δε θα κάτσω να ασχοληθώ με αυτό τώρα, θ...» η Ήβη είχε προβλέψει πως ο άντρας δε θα την άφηνε να ολοκληρώσει από την έκφραση στο πρόσωπο του. Ήταν θυμωμένος. Κάτι από αυτά που το κορίτσι είχε προλάβει να ξεστομίσει τον είχαν κάνει έξω φρενών.
«Α, ώστε σου πέφτουν λίγοι οι κανόνες μας;»
«Δεν είπα αυτ…»
«Δεν σκοπεύω να ανεχτώ καν...»
«Ούτε εγώ σκοπεύω να ανεχτώ εσένα!» του είπε απηυδισμένη πλέον από το παιχνιδάκι με τα μισόλογα. «Είμαι η φύλακας και απαιτώ να με σέβεσαι!» δεν ήξερε αν την έπαιρνε να σηκώσει μπαϊράκι αλλά ήταν το τελευταίο της χαρτί και έπρεπε να κερδίσει αυτήν την παρτίδα.
«Φαίνεται ότι μας βγήκες ζόρικη αυτή, έτσι δεν είναι μικρέ;» η Ήβη κοίταξε ολόγυρα αλλά δεν βρήκε κάποιον τρίτο.
«Σε... ποιόν μιλάς;» η φυσιογνωμία ενός μικρού παιδιού ξεπρόβαλε από το σκοτάδι σα να είχε μόλις ξεπηδήσει πίσω από ένα μαύρο πέπλο που το μάτι σου δε διαχώριζε από τη μαύρη νύχτα. Είχε μακριά μέχρι το πιγούνι ξανθά μαλλιά και καστανά μεγάλα μάτια.
«Δεν ξέρω Άρη, εμένα μου αρέσει.» είπε το αγόρι με ενθουσιασμό που άρμοζε με εκείνον που θα είχε αν αντίκριζε ένα νέο φίλο.
«Θέλω πίσω τον Γαβριήλ.» είπε η Ήβη αδιαφορώντας για την τροπή που είχε πάρει η συζήτηση του. Έχανε χρόνο που δεν ήξερε αν είχε.
«Και όμως έχει τόσο θράσος.» ο άντρας συνέχισε να λέει στο παιδί. «Υπερεκτιμάς τον εαυτό σου μικρή μου. Δεν είσαι τόσο σημαντική όσο νομίζεις. Θαρρείς επειδή πέρασες την πύλη του παρελθόντος κάτι έγινε, σωστά; Για την πληροφόρηση σου κοριτσάκι, αν δεν ήταν η μανούλα σου και ο φιλαράκος σου δε θα ήσουν εκεί που είσαι τώρα. Ναι εκείνοι σε πέρασαν, εσύ δεν έκανες τίποτα. Αλλά έτσι γίνετε πάντα. Εμείς κάνουμε όλη τη δουλειά και αυτοί παίρνουν τα εύσημα. Ούτε καν τη δοκιμασία δεν πέρασες! Δεν μπορείς να με διατάζεις!» της φώναξε.
«Τί δοκιμασία;» τον ρώτησε προσπαθώντας να κρύψει τους φόβους της.
«Μην ανησυχείς, θα σε πάω εγώ εκεί.» πετάχτηκε ο μικρός.
«Όχι τόσο γρήγορα Τόμι.» τον πρόσταξε ο Άρης.
«Μα θα πεθάνουν.» διαμαρτυρήθηκε ο μικρός.
«Θα παιθ... τί εννοείς; Ποιοί θα πεθάνουν;» αναφερόταν άραγε στον Χάρη και τον Νέστορα; Κινδύνευαν όσο εκείνη δεν ήταν στο παρελθόν μαζί τους;
«Πάψε μικρέ.» γρύλισε ο άντρας.
«Μη μου λες να πάψω!» αντιμίλησε το αγόρι με θέρμη.
«Μπα, βγάζεις και εσύ μπαϊράκι τώρα;» ο άντρας έριξε μια άγρια ματιά στο παιδί και εκείνο λούφαξε.
«Ποιός νομίζεις ότι είσαι τέλος πάντων!» η Ήβη είχε εκνευριστεί από την συμπεριφορά του Άρη, τόσο προς εκείνη όσο και προς το παιδί. Αν είχε μαζί της το ραβδί της δε θα δίσταζε καθόλου να του ρίξει μια ξεγυρισμένη κατάρα. Τότε όμως, ένας γαλάζιος κεραυνός χτύπησε τον Άρη το σώμα του οποίου συσπάστηκε και έπειτα έπεσε στο έδαφος.
Στάθηκε και πάλι στα πόδια του εξοργισμένος και σήκωσε το χέρι του σε κλίση κάθετη με αυτή του σώματος του κάνοντας ταυτόχρονα μια ανεπαίσθητη κίνηση με τα δάκτυλα του.
Η Ήβη είχε τώρα περικυκλωθεί από ένα δακτυλίδι φωτιάς η ακτίνα του οποίου στένευε όλο και περισσότερο. Ένιωθε τη ζεστασιά από τις φλόγες να την τυλίγει ασφυκτικά και έπεσε στα γόνατα. Δεν μπορούσε να δει ή να ακούσει τίποτα. Η μυρωδιά από καμένα μαλλιά τρύπαγε τα ρουθούνια της. Με τρεμάμενα χέρια, έριξε λίγο χώμα σε ένα μικρό κομμάτι του δακτυλιδιού αλλά αυτό δεν τη βοήθησε ιδιαίτερα εφόσον η φωτιά αναγεννήθηκε. Το κορίτσι επανέλαβε την ίδια μάταιη προσπάθεια λίγες φορές ακόμα αλλά δεν την έβγαζε πουθενά.
Χρειαζόταν νερό.
Έπρεπε να είχε πέσει αναίσθητη. Όταν συνήλθε, τη θέση της φωτιάς είχε πάρει καπνός και το παιδί που πριν από λίγο είχαν προσονομάσει ως Τόμι, βρισκόταν δίπλα της και τη βοηθούσε να σηκωθεί.
«Π... που πήγ... γκουχ, γκούχ... πού πήγε;»
«Μην ανησυχείς, τον έδιωξες.»
«Τί έκανα;» ρώτησε αμφιβάλλοντας για το κατά πόσο είχε ακούσει καλά.
«Έλα, έχουμε αργήσει.» της είπε το αγόρι αψηφώντας την ερώτηση της.
«Για ποιό πράγμα;» τον ρώτησε η Ήβη ενώ ακόμα προσπαθούσε να συγκροτηθεί. Ένιωθε ζαλάδα και είχε έναν φριχτό πονοκέφαλο.
«Για τη δοκιμασία. Αν περάσεις, θα γίνεις φύλακας.» της εξήγησε με ενθουσιασμό το αγόρι. Η επιλογή αυτή την έβαλε στον πειρασμό να αποτύχει εσκεμμένα τη δοκιμασία της. Αν μη τι άλλο, δεν ήθελε να είναι φύλακας και από την κουβέντα που είχε με τον πατέρα της, το να είσαι φύλακας δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Όμως η ζωή του Γαβριήλ κρεμόταν από μία κλωστή και εξαρτιόταν καθαρά από εκείνη. «Αν δεν περάσεις...» συνέχισε διστακτικά το αγόρι αποσπώντας την από τις σκέψεις της. «καλύτερα όμως να περάσεις.»
«Αν δεν περάσω... τί;» τον ρώτησε κεντρισμένη από τα προνόμια αυτής της επιλογής.
«Δεν ξέρω, κανένας μας δεν έχει δει τους φύλακες που απέτυχαν, μόνο τους ακούμε. Ζητάνε βοήθεια, μερικές φορές ουρλιάζουν. Είναι ανατριχιαστικό.» οι τρίχες στο σβέρκο της κοπέλας σηκώθηκαν και το στομάχι της δέθηκε κόμπος. Ώστε, τελικά, δεν είχε επιλογή. Η δοκιμασία αυτή δε θα έκρινε μόνο αν ο ξάδερφος θα ζούσε ή θα πέθαινε, αλλά και το κατά πόσο θα μπορούσε να φύγει ή θα παγιδευόταν για πάντα σε εκείνο το μέρος.
Οι επιλογές της γινόντουσαν χειρότερες όσο περνούσε η ώρα.
«Είναι πολλοί αυτοί που δεν έχουν... που δεν... ξέρεις.» ρώτησε δειλά η Ήβη.
«Ναι, αλλά μην ανησυχείς. Όταν γράφεις διαγώνισμα δεν πρέπει να έχεις άγχος. Έτσι μου έλεγε η μαμά μου κάθε φορά που έγραφα άλγεβρα… δεν ήμουν καλός.» πρόσθεσε το αγόρι μουτρωμένο από εκείνη την ανάμνηση.
«Μα οι μάγοι δεν κάνουν άλγεβρα πριν τα δεκατρία τους και αυτό αν το επιλέξουν. Πόσο χρονών είσαι;» τον ρώτησε παραξενευμένη.
«Δέκα, αλλά δεν είμαι μάγος. Αλήθεια πως σε λένε;» συνέχισε εκείνος χαρωπά.
«Ήβη,» δεν ήταν σίγουρη κατά πόσο ήταν πρέπον να τον ρωτήσει ή όχι, αλλά… «εε... απ... πώς πέθανες;»
«Με απέβαλαν», της είπε αδιάφορα. «…όχι... απέγαγαν, όχι...»
«Σε απήγαγαν;»
«Ναι, και μου έκαναν... ξέρεις, αυτό που κάνουν όταν σου βγάζουν τις αμυγδαλές...»
«Εγχείρηση;» ρώτησε μπερδεμένη.
«Ναι, αλλά δεν ήταν σε νοσοκομείο και... πόναγε πολύ. Θυμάμαι μόνο ότι ήμουν σε μια παλιά καλύβα και πήραν κάτι από μέσα μου. Το χρειάζονταν για ένα φίλτρο.» είπε στον ίδιο αδιάφορο τόνο.
«Τί;» ο αποτροπιασμός της Ήβη ήταν τόσο μεγάλος που δεν μπορούσε να πει τίποτα παραπάνω. Είχε ακούσει για το λαθρεμπόριο ανθρώπινων οργάνων από μέρους των μάγων που χρησιμοποιούσαν τους ανθρώπους σα λεία τους. Αλλά ακούγοντας την εκδοχή ενός θύματος, ενός μικρού παιδιού… ήταν το κάτι άλλο.
Η κουβέντα τους την απορρόφησε τόσο πολύ που όχι μόνο δεν πρόσεχε που πήγαιναν, αλλά δεν είχε καταλάβει καν ότι περπάταγε ώσπου σταμάτησαν μπροστά από μια καταπακτή που οδηγούσε στα έγκατα της γης.
Η Ήβη ξαφνικά κατάλαβε πως ήταν εξαντλημένη. Ένιωσε τα γόνατα της να λυγίζουν αλλά την τελευταία στιγμή κατάφερε να κρατηθεί στα πόδια της. Απέδωσε όμως αυτό της το σύμπτωμα στη ζάλη που αισθανόταν και πίστευε πως οφειλόταν στον καπνό από τη φωτιά.
«Φτάσαμε.» της είπε ο Τόμι. «Δεν μπορώ να έρθω μαζί σου, δεν αφήνει κανέναν να μπαίνει εκεί;»
«Τί εννοείς; Ποιός;» η απάντηση του Τόμι ήταν ένα νεύμα που την παρότρυνε να ανοίξει την καταπακτή και να μπει. Ύστερα το αγόρι χάθηκε μέσα στο σκοτάδι σαν εκείνο να τον κατάπιε. Ήταν πλέον μόνη της και έμεινε να κοιτάζει την ξύλινη καταπακτή.
***

Η Άννα και η Καίτη βρισκόντουσαν εδώ και ώρα στο γραφείο της Μαρίας. Η γιαγιά της Ήβης ήθελε να μάθει όλα όσα η εγγονή της της έκρυβε τόσο καιρό.
«Μα σας είπαμε, δεν ξέρουμε τίποτα.» επέμεινε η Καίτη.
«Το μόνο που έκανε ήταν να εξασκείτε με τον Χάρη. Ακόμα και αν έκανε κάτι πέρα από αυτό, δεν το είπε σε εμάς.» είπε η Άννα. Η σκέψη αυτή δεν ήταν πρωτόγνωρη για το κορίτσι που έβλεπε την αμφιβολία στο βλέμμα της Ήβης κάθε φορά που τους εκμυστηρευόταν κάτι. Μετρούσε την κάθε της κουβέντα. Δεν ήταν επειδή δεν τις εμπιστευόταν, αυτό δεν πέρασε ούτε για μια στιγμή από το μυαλό της. Απλώς φοβόταν ότι θα τις παρέσυρε πολύ βαθιά σε αυτήν την ιστορία και ήθελε να τους δώσει το περιθώριο να της γυρίσουν την πλάτη ότι ώρα ήθελαν.
Η Ήβη ήταν τόσο ξεροκέφαλη! Γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει ότι το μόνο που ήθελαν ήταν να είναι στο πλευρό της για να τη βοηθήσουν; Τώρα είχε φύγει και εκείνες θα συνέχιζαν από εκεί που τις είχε αφήσει...
Από το τίποτα.
«Έφυγε!» φώναξε η Μαρία. «Δεν τη βοηθάτε κρύβοντας μου την αλήθεια! Και αα... αν εί... κι αν είναι νεκ...» δεν μπόρεσε να το πει. Η φωνή της έσπασε και η ίδια ξέσπασε σε λυγμούς. Τα δύο κορίτσια είχαν προβλέψει μία τέτοια αντίδραση από μέρους της, αλλά δεν έκαναν τίποτα πέρα από το να κοιτάνε την ηλικιωμένη με το ίδιο ανέκφραστο βλέμμα που είχαν συνεννοηθεί να κρατήσουν σε όλη τη διάρκεια της πολύωρης αυτής ανάκρισης. Ύστερα όμως η Καίτη έσπασε.
Έτσι, με ήρεμη και σιγανή φωνή συνέχισε από εκεί που είχε μείνει η Μαρία. «Δεν είναι νεκρή, ο Γαβριήλ και ο Χάρης είναι μαζί της... δε θα πάθει τίποτα, έτσι δεν είναι;» ζήτησε την υποστήριξη της φίλης της. Δεν καταλάβαινε πως η Άννα μπορούσε να είναι τόσο σίγουρη και ψύχραιμη ενώ εκείνη πάλευε με νύχια και με δόντια για το ίδιο πράγμα. Την ήξερε καλά, η Άννα ανησυχούσε. Πώς λοιπόν φαινόταν τόσο αδιάφορη;
«Ναι, σωστά ο περιβόητος Χάρης!» απάντησε σαρκαστικά η Μαρία. Ήταν λες και η ειρωνεία της έδωσε τη δύναμη που χρειαζόταν για να συνεχίσει. Ήξερε όμως ότι τα δύο κορίτσια θα σεβόντουσαν την επιθυμία της Ήβης να μην ενστερνίσουν τη γιαγιά της στα μυστικά τους μέχρι το τέλος.
Η Μαρία δεν μπορούσε παρά να χαρεί που η εγγονή της είχε τόσο καλές φίλες, αλλά η ανησυχία και ο φόβος της είχαν θεριέψει τόσο πολύ μέσα της που την κατασπάραζαν. Αν μη τι άλλο, ήταν ανόητο να πιστεύουν πως θα κατάφερναν να βγουν αλώβητες από αυτό. Ήταν μόνο ένα τσούρμο παιδιά! Πώς μπορούσαν να πιστεύουν ότι μπορούσαν να κάνουν κάτι που ούτε μεγάλοι δεν κατάφεραν. Πως μπορούσαν να πιστεύουν ότι μπορούσαν να σχηματίσουν ένα μέτωπο με τους Άβετορ.
«Εκείνος φταίει για όλα,» συνέχισε η Μαρία κρατώντας κρυφές τις προηγούμενες σκέψεις της. «έπρεπε να απορρίψω την αίτηση του για εγγραφή από την αρχή. Γιατί δεν επέμεινα; Τί θα κάνω…; Τί θα κάνω;» μουρμούρισε πανικοβλημένη στον εαυτό της.
«Ίσως θα έπρεπε να ειδοποιήσουμε και τους υπόλοιπους για τους Άβετορ.» πρότεινε με ηρεμία η Άννα. «Μπορεί να σχεδιάζουν κάτι… κάποια επίθεση ενόψει των Χριστουγεννιάτικων διακοπών. Και τότε θα υπάρξουν πολλοί που θα έρθουν προ εκπλήξεως, ίσως έχουμε και απώλειες.»
«Το ξέρω Άννα, αλλά η Ήβη θα εξακολουθεί να είναι αγνοούμενη.» την αποπήρε η Μαρία. «Πηγαίνετε στα δωμάτια σας,» μουρμούρισε απογοητευμένη. «αν ‘θυμηθείτε’ τίποτα, ή αν ακούσετε κάτι από την Ήβη... λοιπόν, ξέρεται που είναι το γραφείο μου.» τα κορίτσια σηκώθηκαν ταυτόχρονα από τις θέσει τους και αφού καληνύχτισαν την καθηγήτρια τους, έφυγαν από το γραφείο.
Σε όλη τη διαδρομή μέχρι το δωμάτιο τους δεν έβγαλαν άχνα, αλλά όταν έκλεισε η πόρτα πίσω τους...
«Ωραία και τώρα τί;» μίλησε πρώτη η Καίτη.
«Αύριο όλο το Obweiben θα ξέρει τι γίνετε.»
«Ναι, αλλά εμείς τι κάνουμε;»
«Θυμάσαι τί είχε πει η Μαρία στην Ήβη όταν της μίλησε για πρώτη φορά για τις δυνάμεις της;» ρώτησε η Άννα εμφανώς επεξεργαζόμενη κάποια πληροφορία.
«Μπορείς να γίνεις λίγο ποιό συγκεκριμένη; Της είπε ένα σορό πράγματα!» γκρίνιαξε η Καίτη.
«Ότι ο λόγος που αυτό ξεκίνησε τώρα είναι γιατί κάτι πρόκειται να ταράξει σημαντικά την ισορροπία καλού-κακού. Πρέπει να μάθουμε τι είναι αυτό. Πρέπει να ξέρουμε τι αντιμετωπίζουμε.» δήλωσε το κορίτσι αποφασιστικά.
«Δε λέω, καλά όλα αυτά, αλλά πως θα το κάνουμε αυτό; Ειδικά αν οι γονείς μας μάθουν για τους Άβετορ. Δε θα έχουμε την πολυτέλεια να βγαίνουμε συχνά.» επισήμανε η Καίτη.
«Θα πάμε στο υπουργείο.» είπε η Άννα απορροφημένη από τη νιρβάνα του σχεδίου της.
«Ναι καλέ, πώς και δεν το σκέφτηκα;» την ειρωνεύτηκε η Καίτη.
«Χαλάρωσε. Θα μας πάει το σχολείο… ξέρεις, σχολική εκδρομή. Πρέπει να μας ενημερώσουν για τα μέτρα προστασίας που θα πρέπει κάθε σπίτι ή άτομο να τηρεί εν όψη του κινδύνου που φέρει μία απρόσμενη επίθεση από τους Άβετορ.» της εξήγησε η Άννα με το ύφος καθηγητή που υιοθετούσε μερικές φορές και που η Καίτη μισούσε τόσο πολύ.
 «Πες πως γίνεται, πως θα ξεφύγουμε από τους καθηγητές ή τους φρουρούς;» η Καίτη συνέχισε να φέρνει εμπόδια.
«Το υπουργείο ήθελε κάποιον μέσα στο Obweiben για να προσέχει την Ήβη.» μουρμούρισε η Άννα.
«Ναι, δεν έκανε και πολύ καλή δουλειά αν θυμάσαι. Ειλικρινά, δεν μπορώ να ακολουθήσω τον συνειρμό σου.» παραπονέθηκε η Καίτη.
«Ο πρωθυπουργός είναι παππούς του Γαβριήλ. Αρκεί να φτάσουμε σε αυτόν.»
«Δε νομίζω ότι η γνωριμίας μας με τον καθηγητή μας θα μας ανοίξει όλες τις πόρτες.»
«Έχω σχέδιο.» το χαμόγελο της Άννας φώτισε το πρόσωπο της Καίτης η οποία σχεδόν χοροπήδησε από τη χαρά της.
«Γι’ αυτό σε λατρεύω!»
***

Η Ήβη περπατούσε εδώ και λίγα λεπτά που όμως φάνταζαν ώρες. Ένιωθε το σώμα της απελπισμένα κουρασμένο, μια αίσθηση που επιδεινώνονταν από λεπτό σε λεπτό, ενώ εκείνος ο δυνατός πονοκέφαλο δεν τη βοηθούσε να παραμείνει συγκεντρωμένη στη δοκιμασία της. Δεν μπορούσε να δει που πήγαινε, βρισκόταν στο απόλυτο σκοτάδι.
Ένα βήμα αργότερα έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Η Ήβη άφησε μια κραυγή να της ξεφύγει και λίγα δευτερόλεπτα μετά, έπεσε με δύναμη σε ανώμαλο έδαφος. Ο πόνος που ένιωσε από την πτώση ήταν παράδοξος, διαφορετικός. Δεν μπορούσε να περιγράψει τη διαφορά παρά μόνο να την προσέξει.
Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν είχε σπάσει τίποτα, προσπάθησε να σηκωθεί αλλά δεν τα κατάφερε. Ήταν λες και το σώμα της δεν ήθελε να την υπακούσει. Ένιωθε απροστάτευτη, φοβισμένη. Όμως δεν ήξερε το λόγο που εκείνα τα συναισθήματα πυροδοτήθηκαν εξ αρχής. Προσπαθούσε να καθαρίσει το μυαλό της, να κερδίσει πάλι τον έλεγχο του εαυτού της, όμως ένα ρίγος διέσπασε τη συγκέντρωση της και διαπέρασε το σώμα της ενώ ένιωθε να παγώνει καθώς μια σταγόνα ιδρώτα κυλούσε στο μάγουλο της.
Το σκοτάδι έσπασε και τη θέση του πήρε η τρισδιάστατη εικόνα μιας παιδικής χαράς. Η Ήβη είχε ξαναδεί εκείνο το μέρος. Βρισκόταν κοντά στη γειτονιά της, το κορίτσι συνήθιζε να πηγαίνει εκεί συχνά με τους φίλους της.
Ο Μάρκος καθόταν στο γύρο. Φαινόταν ανυπόμονος ενώ έμοιαζε να περιμένει εκεί για αρκετή ώρα. Σε αυτήν της την παραίσθηση η Ήβη στεκόταν μόλις λίγα μέτρα μακριά του, ανίκανη να κουνηθεί ή να μιλήσει. Εκείνος δεν μπορούσε όμως να τη δει. Ένα κορίτσι με μακριές μαύρες κοτσίδες ερχόταν τώρα προς το μέρος του.
«Άργησα;» τον ρώτησε παιχνιδιάρικα.
«Μόνο σαράντα δύο λεπτά.» της απάντησε ειρωνικά και εκείνη του χαμογέλασε. Είχε φακίδες και ήταν πολύ όμορφη.
Όμως ποιά ήταν και τι σχέση είχε με τον Μάρκο; Η απάντηση δεν άργησε να έρθει.
«Αρχίζω να πιστεύω ότι η αίσθηση του χρόνου δεν είναι προνόμιο σου.» συνέχισε να την ειρωνεύεται το αγόρι.
«Έχεις δίκαιο, συγγνώμη. Δε θα το ξανακάνω.» του είπε εκείνη.
«Θα το ξανακάνεις και το ξέρουμε και οι δύο. Αλλά αν υποθέσω πως δεν το κάνεις συνειδητά, δε θα μπορώ να σου θυμώσω.»
«Ωραία, τότε τι γκρινιάζεις;» του είπε τσιμπώντας το μπράτσο του. «Έλα τώρα άλλαξε αυτό το πρόσωπο. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα κατεβάζεις τα μούτρα σου μέχρι το πάτωμα. Η Ήβη έφυγε και εσύ όχι! Συνέχισε τη ζωή σου όπως είμαι σίγουρη ότι κάνει και εκείνη! Χωριστά ο ένας από τον άλλον. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί την κρατάς ακόμα μέσα σου;»
«Αλεξάνδρα, ας μην ξεκινήσουμε αυτή τη συζήτηση.» την παρακάλεσε.
«Εντάξει ήσουν ερωτευμένος μαζί της. Μπορείς να το ξανακάνεις, δεν είναι η τελευταία κοπέλα στον κόσμο.» επέμεινε εκείνη αγνοώντας την παράκληση του. όμως η Ήβη ήξερε τον φίλο της καλά, δεν του άρεσε να τον αγνοούν, να τον προσπερνούν έτσι απλά. Γι’ αυτό και παραξενεύτηκε όταν δεν έδωσε καμία έμφαση σε αυτήν της την κίνηση.
Ζήλευε.
Ζήλευε πολύ. Εκείνη έπρεπε να υπομείνει το μικρό του ξεκαθάρισμα λογαριασμών κάθε φορά που τον διέκοπτε ή τον αγνοούσε. Τί το ξεχωριστό είχε εκείνο τα κορίτσι που δεν χρειαζόταν να την ενοχλούν λεπτομέρειες όπως αυτή;
«Γιατί τα παρουσιάζεις όλα λες και είναι τόσο εύκολα;» απόρησε εκείνος.
«Γιατί έτσι είναι! Διάλεξε εμένα! Μπορεί η θέση μου στο σπίτι της να μην είναι αυτό που ονειρευόμουν αλλά η θέση μου στη θέση που την είχες στην καρδία σου, είναι.» η απάντηση της πλημύρισε την Ήβη με θυμό. Προσπάθησε να κουνηθεί. Ήθελε να πάει μέχρι εκεί και να της ρίξει ένα χεράκι ξύλο… αλλά μετά θυμήθηκε ότι δεν είχε κανένα δικαίωμα. Μετά έδωσε περισσότερη έμφαση στα γεγονότα παρά στα λόγια του κοριτσιού.
«Έλα τώρα, τα έχουμε πει αυτά. Γιατί δεν...» ο Μάρκος δεν ολοκλήρωσε τη φράση του και η Αλεξάνδρα τον φίλησε.
Η Ήβη ένιωσε ένα τσίμπημα ζήλιας βλέποντας εκείνο το κορίτσι στη θέση που τόσο απρόθυμα είχε φέρει τον εαυτό της λίγο πριν. Αυτό όμως που την πείραξε περισσότερο ήταν ότι εκείνος ανταποκρίθηκε. Άθελα της άφησε τον εαυτό της να γυρίσει πίσω στη στιγμή που εκείνη τον είχε φιλήσει. Ήθελε να θυμηθεί πως είχε νιώσει.
Αλλά το ηθικό δίδαγμα που αποκόμισε ήταν άλλο. Αν είχαν μετακομίσει, ο Μάρκος θα ήταν ακόμα ζωντανός. Και αυτό ήταν χειρότερο και από το να τον βλέπει να πεθαίνει. Πάντα κατηγορούσε τον εαυτό της για το θάνατο του. Αλλά ποτέ της δεν είχε μπει στη διαδικασία να σκεφτεί τι θα έκανε ο φίλος της με τη ζωή του αν εκείνη δεν ήταν μέρος της. Ποτέ της δεν είχε σκεφτεί πως δε θα ήταν μόνο ζωντανός, αλλά και χαρούμενος… Είχε καταστρέψει ότι αγαπούσε, πώς μπορούσε να συνεχίσει έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει μία τέτοια αλήθεια;
Το σκοτάδι ήρθε ξανά αλλά όχι για πολύ. Αυτή τη φορά ήταν στο σπίτι της. Γύρω της κείτονταν παντού αναίσθητα σώματα. Λίγο πιο πέρα, ένας άντρας τη σημάδευε με το ραβδί του. Ετοιμαζόταν να της επιτεθεί. Το ήξερε γιατί είχε ζήσει ξανά εκείνη τη στιγμή. Όπως ήξερε ότι η μητέρα της θα έβρισκε το θάνατο από τα χέρια πατέρα της. Ο Λουκάς είχε κερδίσει το προνόμιο του αιφνιδιασμού όταν η Βαλεντίνη προσπάθησε να απαλλάξει την κόρη της από τον αντίπαλο της. Αλλιώς δε θα την κέρδιζε ποτέ σε μία μάχη. Η αγάπη της για την Ήβη της είχε στοιχίσει την ίδια της τη ζωή.
Το σκοτάδι έπεσε ξανά αλλά αυτή τη φορά καμία εικόνα δεν κατάφερε να το διασπάσει.
Εκείνη ευθύνονταν για το θάνατο της μητέρας της, εκείνη ευθύνονταν για το θάνατο του Μάρκου. Αν δεν επρόκειτο για εκείνη, οι δυο τους θα ήταν ακόμα ζωντανοί. Σκέφτηκε. Είχε ξεσπάσει σε λυγμούς και έτρεμε ολόκληρη. Θυμός και πόνος την πλημύρισαν. Ένιωθε ένα κενό στο μέρος όπου ήταν η καρδιά της. Έκλεισε τα μάτια της σε μια προσπάθεια να κάνει τα πάντα να χαθούν. Τον πόνο, τη δυστυχία… Αλλά δεν μπορούσε. Υπήρχε ωστόσο μία σκέψη που δεν ήταν διατεθειμένη να αφήσει να της φύγει: ο Γαβριήλ χρειαζόταν την βοήθεια της.
Και δεν σκόπευε να τον εγκαταλείψει. Όχι μετά από τις αμέτρητες φορές που εκείνος βρισκόταν στο πλευρό της για να τη βοηθήσει. Τώρα ήταν η σειρά της. Τώρα έπρεπε να αποδείξει πως δεν ήταν μόνο ένα φοβισμένο μικρό κοριτσάκι αλλά μία φύλακας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου