Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κεφάλαιο 2


 Μισή ώρα αργότερα η πόρτα στο γραφείο της Μαρίας χτύπησε τρείς φορές.
«Περάστε.» έδωσε την εντολή η καθηγήτρια.
«Γεια σου γιαγιά.» ένα μεγάλο ξύλινο γραφείο φορτωμένο με φακέλους και διάφορα κατασχεμένα αντικείμενα έπαιρνε τη θέση του απέναντι από την πόρτα. Δεξιά και αριστερά από αυτό βρισκόντουσαν δύο βιβλιοθήκες. Δεν υπήρχαν διακοσμητικά ενώ κρεμασμένο σε περίοπτη θέση ήταν το πορτρέτο της Βαλεντίνης, της μητέρας της Ήβης και κόρη της Μαρίας. Είχε πεθάνει εδώ και δύο χρόνια από τα χέρια του πατέρα της. Όπως και ο καλύτερος της φίλος.
Ήταν τα δέκατα πέμπτα γενέθλια της. Δύο μόλις μήνες πριν, είχε γίνειμια προσφορά για εργασία στη μητέρα της και το ενδεχόμενο της μετακόμισης ήταν μεγάλο.
Όμως η Βαλεντίνη τελικά την απέρριψε. Η Ήβη πίστευε ότι αυτό ήταν σημάδι… ένα σημάδι που θα της έδινε την αφορμή να μιλήσει στον καλύτερο της φίλο για τη φύση της.
Ο Μάρκος δεν ήταν μάγος και δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτόν τον κόσμο πέρα από τις ιστορίες για μάγισσες και στοιχειά που κάθε παιδί όφειλε να γνωρίζει. Η Ήβη τον ήξερε επτά χρόνια και ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος της. Είχαν μια πάρα πολύ στενή σχέση, παρ’ όλο που την έβλεπε κάθε σαββατοκύριακο και γιορτή. Αλληλογραφούσαν μέρα παρά μέρα.
«Μάγισσα;» τη ρώτησε εκείνος. Ήταν στο δρόμο για το σούπερ μάρκετ. Όπως και κάθε άλλη φορά, ο Μάρκος ήταν παραπάνω από πρόθυμος να την βοηθήσει με τις αγκαρίες της. Παρόλο που είδε την αποδοκιμασία στο πρόσωπο του και πρόσεξε ότι τα χείλη του είχαν συσπαστεί απειροελάχιστα ως αποτέλεσμα της αποτυχημένη του προσπάθειας να συγκρατήσει εκείνο το χαμόγελο, συνέχισε.
«Ναι. Το ιδιωτικό σχολείο που πάω τις καθημερινές, δεν είναι ιδιωτικό αλλά σχολή για... εμάς.» προσπάθησε να μην αναφέρει λέξεις όπως: μάγος. Αυτό θα ακουγόταν υπερβολικό για αρχή.
«Ωραία, και εγώ είμαι αρχαίος φαραώ και έχω αναστηθεί από τους νεκρούς.» σχολίασε με ένα λοξό χαμόγελο κάνοντας μια ανεπαίσθητη κίνηση με τα χέρια του.
Στην αρχή η Ήβη είχε μείνει να τον κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. Προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να το χειριστεί.
«Ξέρω ότι είναι...»
«Γιατί δεν αλλάζουμε θέμα;» της είχε πει ο Μάρκος χαρίζοντας της ένα ικετευτικό βλέμμα.
«Είναι αλήθεια!» επέμεινε εκείνη.
«Ωραία, τότε κάνε μου κάτι, κάνε... μαγεία.» την προκάλεσε χάνοντας κάθε ίχνος από την καλή του διάθεση.
«Δεν μπορώ, η Μαρία μου κρατάει το ραβδί όταν ερχόμαστε εδώ για να μην...» όμως ούτε αυτή τη φορά κατάφερε να τελειώσει τη φράση της.
«Μα καλά τί σε έχει πιάσει; Είσαι δεκαπέντε χρονών, όχι κανα δεκάχρονο για να επινοείς ιστορίες.» η επιδοκιμασία είχε χαραχθεί ξεκάθαρα στο πρόσωπο του.
«Είναι αλήθεια!» επανέλαβε το κορίτσι.
«Καλά, ότι πεις. Τί ώραθέλεις να περάσω σήμερα;» αρνήθηκε να συνεχίσει τη συζήτηση.
«Ξέρεις κάτι; Κάνε ότι θες...» του απάντησε ξεσπώντας τα νεύρα της για την ξαφνική έλλειψη πίστης του σε εκείνη.
«Περίμενε... που πάς; Ήβη;»
«Να σου φέρω αποδείξεις.» είπε τόσο σιγά που δεν ήταν σίγουρη ότι την είχε ακούσει.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας είχε τρυπώσει στο δωμάτιο της γιαγιάς της για να πάρει το ραβδί της. Ήξερε ότι επρόκειτο νακάνει κάτι πολύ ανόητο, αλλά δεν ήθελε να αφήσει τον Μάρκο να πιστεύει ότι θα του έλεγε ένα τόσο ανόητο ψέμα. Το ενδεχόμενο να τον τρομάξει ή να τον κάνει να τραπεί σε άτακτο φυγή τριβέλιζε το μυαλό της και προκαλούσε αναταραχές στο στομάχι της. Όμως αν ήθελε αποδείξεις για τα λεγόμενα της, αυτό θα του έδινε. Ένας ξαφνικός θόρυβος ακούστηκε από την κουζίνα και η Ήβη έτρεξε για να δει τι συνέβαινε.
 Ο Λουκάς, ο πατέρας της, μαζί με δύο άντρες που η Ήβη δεν είχε δει ποτέ ξανά στη ζωή της, έδιναν μάχη με την Βαλεντίνη και την Μαρία. Πριν η Ήβη προλάβει να τραβήξει το ραβδί της από τη ζώνη της όπου και το είχε κρύψει, ένας από αυτούς τη χτύπησε με μια κατάρα κάνοντας την να πέσει στο πάτωμα απ’ όπου σφάδαζε και ούρλιαζε από τον πόνο. Από εκεί και έπειτα, όλα έγιναν ένα συνονθύλευμα εικόνων και ήχων στο μυαλό και τις αναμνήσεις της. Με θολωμένα μάτια, είδε τη μητέρα της να τινάζεται στον τοίχο από έναν πράσινο κεραυνό που ο Λουκάς είχε εκσφενδονίσει εναντίον της. Η Βαλεντίνη δεν είχε προλάβει να υπερασπιστεί τον εαυτό της, το δευτερόλεπτο που αφιέρωσε για να απαλλάξει την Ήβη από την κατάρα του αντιπάλου της και να την προειδοποιήσει να φύγει μακριά, της κόστισε τη ζωή της. Η ορμή με την οποία χτύπησε τον τοίχο έκανε το τραύμα στο κεφάλι της καθοριστικό.
Η Ήβη δεν ήξερε αν η κραυγή που ακούστηκε μετέπειτα είχε βγει από το δικό της στόμα ή της γιαγιάς της. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν, αλλά δε θα άφηνε το θάνατο της μητέρας της ατιμώρητο. Σύρθηκε μέχρι το σημείο όπου είχε παραπέσει το ραβδί της και έπειτα σηκώθηκε για να αντιμετωπίσει το δολοφόνο. Έστρεψε το ραβδί της ενάντια στον πατέρα της αλλά εκείνη η μικρή φωνούλα στο πίσω μέρος του κεφαλιού της την καθυστέρησε από το να επιτεθεί πρώτη. Η κατάρα του Λουκά πέρασε ξυστά από εκείνη αλλά η Ήβη ήξερε ότι ο πατέρας της δεν είχε αστοχήσει.
Γύρισε αναζητώντας το λόγο της αστοχίας του και είδε τον Γαβριήλ να κείτεται αναίσθητος. Είχε μόλις μπει μέσα στο σπίτι κρατώντας μια χάρτινη σακούλα με ψώνια που σκορπίστηκαν με την πτώση του στο πάτωμα. Η Ήβη δεν πρόλαβε να αντιδράσει και ένιωσε κάποιον να την τραβάει από το μπράτσο. Ο Μάρκος την είχε μόλις απομακρύνει από το στόχαστρο ενός ξορκιού. Η Ήβη δεν τον είχε προσέξει να έρχεται αλλά υπέθεσε ότι ήταν μαζί με τον Γαβριήλ. Το κορίτσι αφιέρωσε μια στιγμή για να κοιτάξει το πανέμορφο πρόσωπο του.
Ήταν αρκετή για να μην προσέξει το παλούκι από σπασμένο πόδι καρέκλας που είχε εκτοξεύσει κάποιος εναντίον του. Ένιωσε την αιχμή του στο στομάχι της. Είχε τρυπήσει το σώμα του Μάρκου. Το αγόρι προσπάθησε να της πει κάτι, αλλά η Ήβη βρισκόταν σε σύγχυση και δεν καταλάβαινε. Αίμα κυλούσε από το στόμα του. Στα μάτια του υπήρχε φόβος, φόβος και πόνος. Η έκφραση στο πρόσωπο του εκείνη τη στιγμή ήταν κάτι που η κοπέλα δε θα ξεχνούσε ποτέ. Οι παλάμες του την έσφιξαν ακόμα περισσότερο στους ώμους απ’ όπου και την κρατούσε.
 Σωριάστηκε.
Η Ήβη άκουσε τη φωνή της Μαρίας. Η γιαγιά της προσπαθούσε να της πει κάτι, αλλά η κοπέλα δεν είχε χώρο για να το επεξεργαστεί μέσα στο κεφάλι της. Ακούστηκε σαν προειδοποίηση, αλλά αγνοούσε να το σκοπό της. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από το πτώμα του φίλου της παρά μόνο για να κοιτάξει αυτό της μητέρας της. Ήταν ανίκανη για οτιδήποτε άλλο. Γι’ αυτό δεν κατάλαβε πως το σώμα της άρχισε να αντιδρά. Ίσως έφταιγε το ξόρκι που τη χτύπησε ηλεκτρίζοντας την. Αλλά και πάλι, δεν ήταν αρκετά ισχυρό για κάτι πέρα από το να την κάνει να χάσει για λίγο την ισορροπία της.
Ένιωθε λες και το σώμα της είχε κυριευτεί από κάτι άλλο, κάτι πέρα από εκείνη. Σώμα και μυαλό, δύο πράγματα που λειτουργούσαν ξεχωριστά αλλά κάπου στο βάθος ήξερε πως είχαν κοινό παρανομαστή.
Την εκδίκηση για αυτούς τους θανάτους.
Μανιασμένη από το θυμό και τον πόνο της απώλειας, κράτησε το ραβδί της σφιχτά και άρχισε να ρίχνει κατάρες στον Λούκα. Δεν είχε συναίσθηση του τι γινόταν γύρω της. Δεν την ενδιέφερε το γιατί ή το πως είχαν ξεκινήσει όλα αυτά. Είχε μόλις χάσει δύο από τα πολυτιμότερα πράγματα που είχε στον κόσμο, μόνο αυτό είχε σημασία. Ο Λουκάς δεν προσπάθησε να ανταποδώσει τα πυρά, αντιθέτως το έβαλε στα πόδια.
Και η Ήβη τον ακολούθησε.
Όλο το βράδυ έψαχνε για κάποιο ίχνος του. Ήξερε ότι ήταν μάταιο, ότι είχε κιόλας εξαϋλωθεί. Αλλά αρνούταν να το πιστέψει, έτσι τριγύρναγε άσκοπα από σοκάκι σε στενό, στοιχειωμένη από τις αναμνήσεις των γενεθλίων της.
Τα ξημερώματα γύρισε επιτέλους στο σπίτι της. Ένα φέρετρο βρισκόταν στη μέση του σαλονιού και όλα ήταν συγυρισμένα. Το αίμα από τους τοίχους είχε εξαφανιστεί, αλλά οι αναμνήσεις δε θα χανόταν ποτέ. Η Μαρία ξεσπούσε βουβά τον πόνο της πάνω από το νεκρό σώμα της κόρης της. Όταν κατάλαβε πως η Ήβη είχε επιστρέψει, έτρεξε ανακουφισμένη στο πλευρό της και την αγκάλιασε σφιχτά. Η γιαγιά της είχε ήδη μιλήσει στους γονείς του Μάρκο.
Τσακωμός συμμοριών. Αυτή ήταν η δικαιολογία που τους έδωσε για το θάνατο του παιδιού τους.
Βρέθηκε στο λάθος μέρος, τη λάθος ώρα... Λίγα μόλις μέτρα μακριά από το σπίτι μας... Λυπάμαι...
Η Ήβη υποψιαζόταν ότι ο Γαβριήλ είχε βάλει το χεράκι του για το στήσιμο του σκηνικού. Κανένας δε θα έμπαινε στον κόπο να το ψάξει. Ήξεραν ότι οι ζημιές από συμμορίες έκλειναν πριν καλά καλά αρχίσουν. Και αν ποτέ τους κατάφερναν να συλλάβουν κανέναν τους, του τα φόρτωναν όλα. Απλά και αδίκαστα.
Εκείνο το χάραμα είχε κάτσει στήλη άλατος πάνω από το φέρετρο της μητέρας της. Δεν τολμούσε να σκεφτεί ή να κάνει τίποτα. Απλά άφησε τον πόνο να την κατασπαράξει.
Θυμόταν αυτή τη μέρα σα να ήταν χθες. Πώς μπορούσε άλλωστε να ξεχάσει; Από τότε είχε να δει τον πατέρα της ή ν’ αναφερθεί σε αυτόν. Και όμως πριν από τα δέκατα πέμπτα γενέθλια της, θα μπορούσε να κάνει τα πάντα για εκείνον. Δεν είχε ρωτήσει ποτέ τη γιαγιά της για το τι είχε γίνει, δεν είχε θέλησε ποτέ της να μάθει περισσότερα από όσα είδε. Αν και συχνά τσάκωνε τον εαυτό της να φτιάχνει διάφορα σενάρια στο μυαλό της.
Φοβόταν πως οποιαδήποτε αναφορά σε εκείνη τη μέρα ή στα αίτια που τους οδήγησαν σε αυτήν, θα έφερνε πίσω τον πόνο. Οπότε έλεγε δικαιολογίες στον εαυτό της. Δικαιολογίες που την ήθελαν να αποτυγχάνει σε οποιαδήποτε προσπάθεια εντοπισμού του πατέρα της. Έτσι καθησύχαζε το θυμό της για την αδράνεια της, για την αναστολή της εκδίκησης της. Είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος εκείνη την ημέρα, ένας άνθρωπος που δεν προτιμούσε αλλά την κρατούσε μακριά από εκείνη την τρύπα που καταλάμβανε χώρο μέσα της.
«Μα καλά, τί έγινε; Ο Γαβριήλ μου είπε...»
«Ψέματα.» η Ήβη κάθισε σε μία από τις δύο καρέκλες μπροστά από το γραφείο και γύρεψε ένα σημείο στο πάτωμα προκειμένου να αποφύγει το βλέμμα της γιαγιάς της.
«Τί εννοείς;»
«Δεν ξέρω τι έγινε.» η Ήβη ξεκίνησε να λέει διστακτικά. «Τη μια στιγμή ήμουν στην τάξη και την άλλη... Ήταν σαν παραίσθηση, αλλά έμοιαζε τόσο αληθινή. Το ένιωθα... Ήμουν σε ένα δάσος περικυκλωμένη από σκιές και μετά γύρισα πάλι πίσω στην τάξη. Ήμουν γεμάτη αίματα αλλά δεν είχα πουθενά πληγή, ούτε πονούσα. Τί λες να ήταν αυτό;» η Μαρία δεν κατάφερε να κρύψει την ανησυχία της με τα νέα που η Ήβη της έφερε. Δεν χρειάστηκε να τη ρωτήσει δεύτερη φορά, δεν της είπε ότι δεν καταλάβαινε τι προσπαθούσε να της πει.
«Ήλπιζα να μη συμβεί ποτέ.» είπε μετά από λίγο.
«Τί εννοείς; Τί συμβαίνει δηλαδή;» τη ρώτησε τρομαγμένα.
«Ο... ο πατέρας σου ήταν... καταραμένος.» στο άκουσμα αυτών των λέξεων η καρδιά της σκίρτησε και το στομάχι της δέθηκε σε έναν σφιχτό κόμπο. Δεν ήξερε τι προσπαθούσε να της πει η γυναίκα, αλλά ήξερε ότι οι πληγές της ήταν ακόμα νωπές και ο Λουκάς ήταν το τελευταίο άτομο για το οποίο ήθελε να ακούσει.
«Κατ... ξέρεις κάτι; Δεν έχω καμία... γιατί τον μπλέκεις στην κουβέντας μας; Τί σχέση έχει με όλο αυτό;» η Ήβη σηκώθηκε από την καρέκλα και άρχισε να βηματίζει ανήσυχα κατά μήκος του δωματίου. Η φωνή της είχε γίνει υστερική και τα μάτια της είχαν βουρκώσει.
«Πολύ μεγάλη.» η φωνή της Μαρίας βγήκε σαν ψίθυρος. «Ο πατέρας σου ήταν φύλακας των μυστικών των νεκρών.»
«Τα μυστικά των νεκρών;» τη ρώτησε με αποδοκιμασία. Ένιωθε πως αυτή η συζήτηση είχε μόλις ξεπηδήσει από κάποιου είδους γελοίο μυθιστόρημα. «Δεν καταλαβαίνω.» είπε στο τέλος. Τώρα που το κουτί του παρελθόντος είχε ανοίξει, της ήταν πολύ δύσκολο να απέχει. Το ήθελε, αλλά δεν μπορούσε πλέον. Έψαξε για το βλέμμα της Μαρίας, αλλά το μετάνιωσε ευθύς αμέσως. Δεν είχε συνηθίσει στην εικόνα που η Ήβη είχε τώρα απέναντι της. Την εικόνα μίας τρομαγμένης ηλικιωμένης γυναίκας.
Και αυτό την τρομοκρατούσε.
«Δεν ξέρω πολλά πράγματα γι’ αυτό, η Βαλεντίνη δε μου είπε ποτέ. Ήξερε ότι δεν τον εμπιστευόμουν.» είπε ανακτώντας κάτι από το παλιό της εαυτό. «Τέλος πάντων, οι φύλακες σχετίζονται με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Όπως καταλαβαίνεις αυτή είναι μια δύναμη πολυπόθητη.»
«Δεν υπάρχει κάτι σαν ανακύκλωση ψυχών; Ξέρεις, επόμενη ζωή;» τη ρώτησε μπαίνοντας διστακτικά στο τρυπάκι.
«Δεν ξέρω.» της απάντησε μπερδεμένη. «Αυτό που ξέρω είναι ότι αυτήν την δύναμη την αντλεί από τα πνεύματα. Δηλαδή τα ακρωτηριασμένα μέρη των ψυχών εκείνων που δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν το θάνατο. Από τα ίχνη τους.» η Ήβη μπορούσε να διακρίνει τη δυσκολία με την οποία η Μαρία περιέγραφε τα όσα ήξερε. Όμως εκείνη είχε χρόνια για να επεξεργαστεί αυτές τις πληροφορίες. «Ένας άντρας είχε ζητήσει τη βοήθεια του Λουκά, ήθελε να φέρει την κόρη του πίσω στη ζωή. Αν θυμάμαι καλά, εκείνος ο άντρας άνηκε σε μια αδελφότητα από μια θρησκευτική αίρεση που ασκούσε ταυτόχρονα ψευτομαγεία. Βλέπεις, η φήμη του πατέρα σου είχε εξαπλωθεί παντού.» είπε σε τόνο που δήλωνε ότι δεν της άρεσε η προσοχή που ο Λουκάς είχε τραβήξει επάνω του. «Ήταν θέμα χρόνο να τον βρούνε.» μουρμούρισε. «Ο πατέρας σου όμως αρνήθηκε να τον βοηθήσει και έτσι το δόγμα τον καταράστηκε. Ακρωτηρίασαν την ψυχή του αφήνοντας του μονάχα ένα κομμάτι μέσα στο σώμα του… για να θυμάται πάντα το λάθος του να αρνηθεί και τις συνέπιες που αυτό είχε. Είναι αναγκασμένος να υπηρετεί το σκοτάδι. Έχει συναίσθηση των πράξεων του αλλά δεν είναι υπαίτιος τους. Επίσης δεν μπορεί να πεθάνει, όχι τουλάχιστον αν αυτοί που άσκησαν την κατάρα δεν τη λύσουν. Έτσι θα υποφέρει για μία αιωνιότητα.» κατέληξε μελαγχολικά. Όλες αυτές οι πληροφορίες είχαν πάρει τη μορφή ωρολογιακής βόμβας που θα έσκαγε ανά πάσα στιγμή μέσα στο μυαλό της Ήβης. Δεν ήξερε πως ν’ αντιδράσει ούτε τι να πει. Οι λέξεις βγήκαν από το στόμα της προτού καταλάβει πως μιλούσε.
«Και περίμενες δύο χρόνια για να μου το πεις;» δεν κατάφερε να κρύψει το θυμό στη φωνή της.
Είχε μάθει τον εαυτό της να μισεί τον πατέρα της. Ήταν τόσο απλό! Δεν χρειαζόταν περαιτέρω ερωτήσεις και δε χωρούσαν αμφιβολίες. Θα ήταν τόσο εύκολο να συνέχιζε. Αλλά δεν μπορούσε, όχι μετά από αυτό που είχε μόλις μάθει. Γιατί είχε φερθεί τόσο ανόητα; Γιατί δεν προσπάθησε να μάθει τι είχε συμβεί νωρίτερα; Αναρωτήθηκε.
«Φοβόμουν ότι θα έκανες καμιά απερισκεψία, είχα χάσει την Βαλεντίνη δεν ήθελα να χάσω και εσένα ξανά.» η εικόνα της γιαγιάς της να λυγίζει την έκανε να νιώσει ενοχή που είχε υψώσει τον τόνο της φωνή της. Ήταν πάντα τόσο δυνατή. Φαίνεται πως ξεχνούσε ότι δεν ήταν από σίδερο. Ξεχνούσε ότι είχε ψυχή. Έτσι ο τόνος της Ήβης μαλάκωσε όταν της μίλησε και πάλι.
«Απλώς... τί εννοείς ξανά;» ρώτησε ζαλισμένη από το νόημα πίσω από τις λέξεις της Μαρίας.
«Η Βαλεντίνη πέθανε λίγο πριν σε γεννήσει, ο πατέρας σου σας έφερε πίσω. Ήξερε πως αυτό θα ήταν η αφορμή να τον καταραστούν, έτσι μετέφερε τις δυνάμεις του σε εσένα για να μη χρειαστεί να τις επωφεληθούν τα λάθος χέρια.»
«Τί;» αυτή η τόσο ασήμαντη λέξη ήταν το μόνο που η Ήβη μπορούσε να πει, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί. Το μυαλό της είχε σταματήσει να δουλεύει και προς στιγμήν, το προτιμούσε από το να καθίσει να ακούσει τη συνέχεια.
«Δεν ξέρω τίποτα παραπάνω.» της είπε η Μαρία.
«Έφερε εμάς, αλλά αρνήθηκε....γιατί δεν τον βοήθησε τότε;»
«Ήταν δύο διαφορετικές περιπτώσεις. Η κόρη του ανθρώπου που ήρθε στον πατέρα σου για βοήθεια ήταν νεκρή για περισσότερο από ένα μήνα. Αυτό σήμαινε ότι η ψυχή της είχε ήδη διαιρεθεί και για να γυρίσει πίσω θα έπρεπε να θυσιαστεί κάποια άλλη. Με λίγα λόγια, ο Λουκάς θα έπρεπε να σκοτώσει κάποιον. Δες το σα ζυγαριά. Η δική σας ψυχή ήταν ακόμη ακέραιη.» ήταν η πρώτη φορά που η Μαρία δικαιολογούσε τον Λουκά με τόσο ζήλο.
«Δηλαδή μου λες ότι εγώ... έχω, δηλαδή είμαι...; Και γιατί τώρα; Εννοώ ότι τόσο καιρό...» δεν μπορούσε να βάλει τις σκέψεις της σε μία σειρά και ανακουφίστηκε όταν τη διέκοψε η Μαρία.
«Συνήθως... συμβαίνει κάτι που ταράζει την ισορροπία των δύο φύσεων, του καλού και του κακού.»
«Και τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω εγώ;» τη ρώτησε απηυδισμένη η Ήβη.
«Τίποτα, με ακούς; Τίποτα.» η Μαρία είχε σηκωθεί από το γραφείο της για να αγκαλιάσει την εγγονή της. «Δεν είναι δική σου μάχη, όχι όσο περνάει από τα χέρια μου.» μουρμούρισε στο αυτί της.
«Φαίνεται ότι οι απόψεις διίστανται.» διαφώνησε η Ήβη.
Δεν το ήθελε, αλλά ένιωθε το θυμό να την κυριεύει. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ήταν τόσο δικό της το λάθος, με την απάθεια που επέλεξε να κρατήσει πάνω στο θέμα του πατέρα της, όσο και της γιαγιάς της, που δεν της είχε πει για όλα αυτά νωρίτερα. Ήθελε λίγο χρόνο για να σκεφτεί όλα όσα είχε μάθει πριν πει ή κάνει ο, τιδήποτε. Έτσι, χωρίς να πει λέξη και όταν η Μαρία την απελευθέρωσε από την αγκαλιά της, πήγε να φύγει από το δωμάτιο. Λίγο πριν περάσει το κατώφλι, η γιαγιά της τη σταμάτησε.
«Περίμενε... Μπορεί να σου συμβούν διάφορα παράξενα πράγματα από εδώ και στο εξής. Απλώς... μπορείς ακόμα να μου μιλάς, το ξέρεις, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε διστακτικά.
«Ναι, το ξέρω... γιαγιά; Πού είναι ο... μπαμπάς;»
«Δ... δεν ξέρω.» η Ήβη δε γύρισε να κοιτάξει την Μαρία, αλλά από τον τρόπο που η φωνή βγήκε από τα χείλια της, κατάλαβε ότι φοβόταν. Πολύ. «Μπορώ όμως να προσπαθήσω να τον βρω.» συνέχισε διστακτικά.
«Όχι, μην το κάνεις...» της απάντησε προτού το σκεφτεί. «Γιατί... τί έγινε εκείνο το βράδυ πριν...» δε χρειαζόταν περαιτέρω εξηγήσεις, η Μαρία είχε καταλάβει.
«Δεν... μπορώ μόνο να φανταστώ. Μάλλον του είχαν ζητήσει να σε...» ένα ρίγος διαπέρασε την Ήβη και το στομάχι της σφίχτηκε.
Κάποιος του είχε ζητήσει να τη σκοτώσει;
«Γι... γιατί; Εννοώ... ποιοί θέλουν να με σκοτώσουν; Δεν έχω κάνει κάτι για να αισθάνονται απειλούμενοι.» είπε ανταμώνοντας το βλέμμα της ξανά.
«Είσαι αυτό που είσαι, αυτό είναι αρκετό... Τους λένε Άβετορ...»
«Άβετορ; Όπως λέμε Άβετορ και Σουρνέ; Αυτοί δεν εξαφανίστηκαν; Η κοινότητα των μάγων είχε έρθει αντιμέτωπη μαζί τους γιατί δεν ήθελαν να κρύβονται πια.» είπε ανακαλώντας τις γνώσεις της πάνω στο μάθημα της ιστορίας.
«Ναι, μόνο που τώρα δεν υπάρχουν Σουρνέ. Οι δύο φυλές ενώθηκαν αφού φαγώθηκαν μεταξύ τους για το ποιος θα έπαιρνε τη θέση του αρχηγού ανάμεσα τους. Στο τέλος έμειναν πολύ λίγοι.» δίστασε για μια στιγμή αλλά έπειτα η Ήβη έκλεισε την πόρτα και χάθηκε πίσω της. Δεν ήθελε να ακούσει άλλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου